Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανατριχιαστικό από τα νύχια που ξύνουν ένα μαυροπίνακα ή από το πηρούνι που ξύνει ένα πιάτο, και οι επιστήμονες θέλησαν να το εξιχνιάσουν. Μια ομάδα μουσικολόγων υποστηρίζει ότι βρήκε την εξήγηση. Το πρόβλημα, όπως πιστεύουν, βρίσκεται στην κατασκευή του αφτιού μας η οποία έχει σχεδιαστεί ώστε να «συλλαμβάνει» πιο έντονα τους ήχους αυτών των συχνοτήτων επειδή μοιάζουν με αυτές της ανθρώπινης φωνής. Η εξήγηση έρχεται να προστεθεί σε παλαιότερες ερμηνείες της εξελικτικής ψυχολογίας που κατά καιρούς έχουν συνδέσει τον συγκεκριμένο ήχο με τις κραυγές των πρωτευόντων θηλαστικών και τα αρχέγονα ένστικτά μας.
Ερευνητές της Σχολής Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Macromedia στην Κολωνία της Γερμανίας με επικεφαλής τον Μίχαελ Ελερ έβαλαν δυο ομάδες εθελοντών να ακούσουν και να αξιολογήσουν μια σειρά από ήχους λέγοντας στους μεν ότι επρόκειτο για πειραματική μουσική και στους δε για διάφορους απαίσιους ήχους. Τα νύχια στον μαυροπίνακα βρέθηκαν στην πρώτη θέση «δυσαρέσκειας» ξεπερνώντας ήχους όπως αυτός του πηρουνιού που ξύνει ένα πιάτο ή του «τριξίματος» του αφρολέξ. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι εθελοντές στους οποίους είχαν πει ότι ακούν τον θόρυβο των νυχιών που ξύνουν έναν μαυροπίνακα είχαν αξιολογήσει τον ήχο ως περισσότερο «αηδιαστικό» από εκείνους που πίστευαν ότι άκουγαν κάτι άλλο. Ωστόσο, αν και ο βαθμός δυσαρέσκειας εμφανίστηκε να ποικίλλει ελαφρά, ο ήχος των νυχιών ήταν εμφανώς δυσάρεστος και «ανατριχιαστικός» για όλους, είτε γνώριζαν είτε δεν γνώριζαν την πηγή του.
Εκτός από την προσωπική αξιολόγηση των εθελοντών, οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τις σωματικές αντιδράσεις τους σε διάφορους ήχους εξετάζοντας τους παλμούς της καρδιάς, την αρτηριακή πίεση και την αγωγιμότητα του δέρματος. Ως «δείγματα» χρησιμοποίησαν ήχους όπως αυτός των νυχιών και της κιμωλίας που τρίζουν στον μαυροπίνακα αφαιρώντας διάφορες συχνότητες ώστε να διερευνήσουν ποιες είχαν τη χειρότερη επίδραση. Είδαν ότι οι ήχοι όπως αυτός των νυχιών που ξύνουν τον μαυροπίνακα προκαλούσαν εμφανείς σωματικές αντιδράσεις στους εθελοντές και παρέμεναν δυσάρεστοι ακόμη και όταν οι ειδικοί τους είχαν επεξεργαστεί αφαιρώντας τα πιο «παράφωνα» στοιχεία τους. Προς έκπληξή τους οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι «χειρότεροι»« ήχοι ήταν εκείνοι που είχαν συχνότητα 2.000 ως 4.000 Hz – κινούνταν δηλαδή στο ίδιο φάσμα με αυτό της ανθρώπινης φωνής.
Εξελικτική η ρίζα
Οι ειδικοί θεωρούν ότι η αιτία της έντονης αντίδρασής μας στους δυσάρεστους ήχους αυτών των συχνοτήτων είναι η κατασκευή του έσω ωτός μας, το οποίο είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να συλλαμβάνει καλύτερα τις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής. Επειδή είμαστε «προγραμματισμένοι» να τους ακούμε, καταλήγουν, οι ήχοι αυτών των συχνοτήτων ενισχύονται μέσα στο αφτί μας – μαζί και το αίσθημα δυσαρέσκειας που προκαλούν.
Δυο προηγούμενες απόπειρες ερμηνείας του ίδιου φαινομένου έχουν δώσει επίσης απαντήσεις με «εξελικτικές» ρίζες. Η μια εξ αυτών, εντοπίζοντας ανάλογες αντιδράσεις σε πιθήκους, έχει υποστηρίξει ότι ο ήχος μας «παγώνει» επειδή μοιάζει με την προειδοποιητική κραυγή κινδύνου των πρωτευόντων θηλαστικών. Η δεύτερη ερμηνεία, η οποία έχει αποσπάσει και βραβείο Ig Nobel, εντόπισε ότι οι πιο «ανατριχιαστικοί» τόνοι του συγκεκριμένου θορύβου δεν βρίσκονταν, όπως θεωρείτο ως τότε, στις «στριγγές», υψηλές συχνότητες αλλά στις μεσαίες.
Οι ερευνητές αυτής της μελέτης είχαν επίσης υποστηρίξει ότι πρόκειται για μια «ανατριχίλα» που προέρχεται από τα βάθη της εξέλιξής μας εντοπίζοντας ομοιότητες του συγκεκριμένου θορύβου με την κραυγή κινδύνου των μακάκων ή υποθέτοντας ότι ίσως έμοιαζε με την κραυγή κάποιου αρπακτικού που απειλούσε τους μακρινούς προγόνους μας.