Οι μητέρες που πιέζουν τα βρέφη να τρώνε περισσότερο την ώρα του δεκατιανού μπορεί να καταλήξουν με λίγο παχύτερα παιδιά στην ηλικία των τριών ετών, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη. Οι ερευνητές, τα συμπεράσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν στην Αμερικανική Επιθεώρηση Κλινικής Διατροφής, ανακοίνωσαν ότι τέτοιου είδους γονείς μπορεί να μειώσουν την δυνατότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται τα φυσικά “σημάδια κορεσμού” που του στέλνει ο οργανισμός του — τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος λέει στο παιδί ότι πρέπει να σταματήσει να τρώει.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν η πιεστικότητα των γονέων ουσιαστικά οδηγεί στην αύξηση του βάρους των παιδιών, αλλά πολλές προηγούμενες μελέτες έχουν επισημάνει τη σχέση ανάμεσα στην “τάση ελέγχου” των γευμάτων από τους γονείς και τον κίνδυνο τα παιδιά να γίνουν υπέρβαρα. Τα βρέφη τις περισσότερες φορές δεν τρώνε αρκετά, γεγονός που ανησυχεί τους γονείς τους, λέει η Τζούλι Λάμενγκ του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο Αν ’ρμπορ, που ηγήθηκε της έρευνας.
Παλαιότερες μελέτες βασίστηκαν σε ερωτηματολόγια στα οποία οι γονείς καλούνταν να απαντήσουν αν είναι πιεστικοί στο φαγητό, αλλά η Λάμενγκ και οι συνεργάτες της αποφάσισαν να παρατηρήσουν πώς λειτουργούν οι μητέρες. Για να το κάνουν αυτό ζήτησαν από 1.218 μητέρες να πάνε στο εργαστήριό τους και στη συνέχεια τις βιντεοσκόπησαν στη διάρκεια ενός δεκάλεπτου γεύματος του παιδιού τους.
Οι επισκέψεις τους πραγματοποιήθηκαν τρεις φορές: όταν το παιδί ήταν 15 μηνών, δύο ετών και τριών ετών. Συνολικά, οι μητέρες που ήταν πιο καταπιεστικές στα γεύματα είχαν πιο παχιά παιδιά, ακόμη κι όταν λαμβάνονταν υπόψη παράγοντες όπως το οικογενειακό εισόδημα και η φυλή.
Τα παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και τα παιδιά μειονοτήτων κατά μέσο όρο διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι παχύσαρκα σε σχέση με τα λευκά παιδιά από μεσοαστικές οικογένειες και οι έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι και οι μητέρες στις οικογένειες αυτές τείνουν να είναι πιο καταπιεστικές, υποστήριξαν οι συγγραφείς της μελέτης.