Βρετανοί ερευνητές προειδοποιούν ότι τα παιδιά που αλλάζουν συχνά σπίτι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να έχουν κακή υγεία και να αντιμετωπίσουν ψυχοκοινωνικά προβλήματα μεγαλώνοντας . Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με 850 εθελοντές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μετακόμιση δύο ή τρεις φορές πριν από την ηλικία των 18 ετών έχει μακροχρόνιο αντίκτυπο στην ψυχοσωματική υγεία και αυξάνει τον κίνδυνο υπερκατανάλωσης αλκοόλ και χρήσης ουσιών. Όπως γράφουν οι ερευνητές στην «Επιθεώρηση Επιδημιολογίας & Κοινοτικής Υγείας» (JECH), αξιολόγησαν την υγεία και κατέγραψαν τις συνήθειες των εθελοντών τους όταν είχαν ηλικία 15, 35 και 55 ετών.
Στην ανάλυσή τους συμπεριέλαβαν στοιχεία για το σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, την πνευμονική λειτουργία, τα τυχόν προβλήματα υγείας, τα προβλήματα ψυχικής υγείας και τις ανθυγιεινές συνήθειες όπως η υπερκατανάλωση αλκοόλ και η χρήση ουσιών. Κατέγραψαν επίσης πόσες φορές είχαν αλλάξει σπίτι μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Το 59% των εθελοντών είχαν αλλάξει σπίτι μία ή δύο φορές, το 21% είχε μετακομίσει τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ μόλις το 20% πέρασαν την παιδική και εφηβική ηλικία τους στο ίδιο σπίτι.
Τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών ή όσα ζούσαν με θετούς γονείς είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να μετακομίσουν. Το ίδιο ίσχυε και για όσα είχαν δύο ή τρία αδέλφια. Αντιθέτως, όσα είχαν τέσσερα ή περισσότερα αδέλφια, είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να μετακομίσουν. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσα είχαν μετακομίσει τουλάχιστον μία φορά, διέτρεχαν μεγαλώνοντας αυξημένο κίνδυνο κακής γενικής υγείας – ένα εύρημα που ίσως σχετίζεται και με την αλλαγή σχολείων. Όσα είχαν μετακομίσει τρεις ή περισσότερες φορές, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν κάνει χρήση ουσιών και σχεδόν τριπλάσιες να έχουν παρουσιάσει κάποια στιγμή αυτοκτονικό ιδεασμό, απ’ ό,τι όσα είχαν παραμείνει μέχρι τα 18 τους στο ίδιο σπίτι. Ωστόσο, ο κίνδυνος φάνηκε να υποχωρεί μετά την ηλικία των 35 ετών.
«Για πολλούς ανθρώπους, η μετακόμιση είναι μία θετική εμπειρία, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Ντενίζ Μπράουν, από την Μονάδα Κοινωνικών Επιστημών & Δημόσιας Υγείας της Γλασκόβης. «Ωστόσο, για μερικά μέλη της οικογένειας, ιδίως για τα παιδιά, η μετακόμιση μπορεί να είναι στρεσογόνος και να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε κακή υγεία και επιζήμιες συμπεριφορές. Αυτό υποδηλώνει πως όταν μετακομίζει μία οικογένεια, τα παιδιά χρειάζονται στήριξη, ώστε να διαχειριστούν την αλλαγή στη ζωή τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».