Οι γυναίκες που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη αντιμετωπίζουν αυξημένες πιθανότητες να αποκτήσουν παιδί με γλωσσικά προβλήματα σε σύγκριση με όσες εμφανίζουν ικανοποιητικά επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα τους. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη ειδικών του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Pediatrics».
Η βιταμίνη D είναι σημαντική για την ανάπτυξη του εμβρύου, αλλά «η επίδραση των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D της μητέρας στο αναπτυσσόμενο έμβρυο δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή» ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Αντριου Γουάιτχαουζ. Προσέθεσε ότι προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει σύνδεση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D της εγκύου και της εμφάνισης προβλημάτων στο παιδί όπως πιο «εύθραυστα» οστά, άσθμα και προβλήματα στην ανάπτυξη.
Ο ίδιος ο Γουάιτχαουζ και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης D στον οργανισμό της μητέρας και της συμπεριφοράς αλλά και της γλωσσικής ανάπτυξης του παιδιού της.
Η μελέτη ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια οπότε οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα της D σε περισσότερες από 700 γυναίκες που βρίσκονταν περίπου στο μέσον της εγκυμοσύνης τους. Πέντε καθώς και δέκα χρόνια αργότερα οι επιστήμονες εξέτασαν τα παιδιά αυτών των γυναικών – επικεντρώθηκαν στη συμπεριφορική και συναισθηματική ανάπτυξή τους καθώς και στις γλωσσικές ικανότητές τους.
Συγκεκριμένα οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες σε κατηγορίες ανάλογα με το πόσο υψηλά επίπεδα βιταμίνης D εμφάνιζαν. Η ομάδα της χαμηλής βιταμίνης D παρουσίαζε επίπεδα της τάξεως των 15 ως 46 nanomol ανά λίτρο αίματος (nmol/L) ενώ η ομάδα της υψηλής D εμφάνιζε επίπεδα της τάξεως των 72 ως 154 nmol/L. Σημειώνεται ότι επίπεδα της βιταμίνης κάτω των 30 nmol/L θεωρούνται ανεπαρκή.
Διαφορές στη γλωσσική ανάπτυξη
Η σύγκριση των παιδιών που είχαν γεννηθεί από τις γυναίκες των δύο ομάδων έδειξε ότι δεν υπήρχε διαφορά σε ό,τι αφορούσε την ανάπτυξη των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς. Εμφανίστηκε ωστόσο διαφορά στις γλωσσικές ικανότητες των παιδιών μέσω ειδικών τεστ λεξιλογίου στα οποία υποβλήθηκαν. Το 18% των παιδιών ηλικίας 10 ετών των οποίων οι μητέρες είχαν στην εγκυμοσύνη χαμηλά επίπεδα D παρουσίαζε κάποιο γλωσσικό πρόβλημα σε σύγκριση με ποσοστό μικρότερο του 8% των παιδιών που είχαν γεννηθεί από μητέρες με υψηλά επίπεδα D.
«Η λογική σκέψη είναι ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D στον οργανισμό της εγκύου επιδρά στη φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου» ανέφερε ο δρ Γουάιτχαουζ στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters και συμπλήρωσε: «Εάν αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία ότι τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα της εγκύου επιδρούν στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού της, τότε η λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης κατά την εγκυμοσύνη θα μπορούσε να αποτελέσει το επόμενο βήμα».
Δεν αποδεικνύεται αιτιώδης σχέση
Ωστόσο ο ερευνητής ξεκαθάρισε ότι η μελέτη της ομάδας του δεν απέδειξε αιτιώδη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και των γλωσσικών προβλημάτων και ζήτησε περαιτέρω έρευνα σχετικά με το θέμα.
Σχολιάζοντας τα νέα αποτελέσματα η Λίζα Μπόντναρ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ που δεν συμμετείχε στη μελέτη ανέφερε ότι θα ήταν σημαντικό μελλοντικά να διερευνηθεί εάν η παχυσαρκία της εγκύου εμπλέκεται στην όλη διαδικασία. «Γνωρίζουμε ότι η παχυσαρκία συνδέεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη και γνωρίζουμε επίσης ότι οι παχύσαρκες μητέρες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να αποκτήσουν παιδιά με προβλήματα στην ανάπτυξη, τόσο τη φυσική όσο και τη γνωστική».
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων δεν συστήνεται στις εγκύους να λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D, εκτός και αν κριθεί απαραίτητο από τον γιατρό τους. Οι αρμόδιοι οργανισμοί συνιστούν πάντως στις εγκύους τη λήψη 600 διεθνών μονάδων (ΙU) βιταμίνης D ημερησίως. Η βιταμίνη D συντίθεται κυρίως με την έκθεση στον ήλιο αλλά υπάρχουν και κάποιες τροφές που αποτελούν «πηγές» της όπως το συκώτι, το μοσχάρι και τα αβγά.
Διατροφή της εγκύου και σχιζοφρένεια
Την ίδια στιγμή μια δεύτερη μελέτη ειδικών του King’s College του Λονδίνου δείχνει ότι η διατροφή της εγκύου μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου, τόση ώστε να οδηγεί ακόμη και σε σχιζοφρένεια. Οι ειδικοί είδαν συγκεκριμένα ότι το στρες ή η διατροφή της γυναίκας επιδρούν στην ανάπτυξη της παρεγκεφαλίδας του εμβρύου. Όπως αναφέρουν είναι συχνό φαινόμενο άτομα με ψυχική νόσο να έχουν αφύσικα μικρή παρεγκεφαλίδα.
Οι επιστήμονες με επικεφαλής τη Ρουθ Πίντσλεϊ ανέλυσαν γενετικό υλικό εγκεφάλων που είχαν ληφθεί μετά θάνατον και διαπίστωσαν τροποποιημένη μεθυλίωση σε ένα γονίδιο που σχετίζεται με την ανάπτυξη. Η μεθυλίωση, η προσθήκη δηλαδή μεθυλομάδων σε χαρακτηριστικές θέσεις στη χρωματίνη, καθορίζει αν ένα γονίδιο θα εκφραστεί ή όχι. Οπως αναφέρουν οι ερευνητές στο επιστημονικό περιοδικό «Epigenetics», η δράση του συγκεκριμένου γονιδίου συνδέεται με το βάρος της παρεγκεφαλίδας.
Τέτοιες αλλαγές στη μεθυλίωση μπορούν να εμφανιστούν ως απόκριση στο στρες και στον τρόπο διατροφής σημειώνουν οι ερευνητές. Με δεδομένο ότι η έκθεση σε στρες κατά την εμβρυϊκή ζωή έχει ήδη συνδεθεί με τη σχιζοφρένεια η δρ Πίντσλεϊ και η ομάδα της έχουν ξεκινήσει ενδελεχέστερη διερεύνηση της σύνδεσης παραγόντων όπως η διατροφή και το στρες με τις ψυχικές νόσους.