Η ομοιοπαθητική (homeopathy) αποτελεί ένα σύστημα ιατρικής, που έχει πολλούς οπαδούς στην Ινδία και την Ευρώπη και μια μικρότερη, αλλά αφοσιωμένη πελατεία στις HΠA (το 1% των ενηλίκων Αμερικανών). Ωστόσο, η ομοιοπαθητική βασίζεται σε ιδέες που κάνουν τους γιατρούς της συμβατικής ιατρικής να φρίττουν. Για παράδειγμα, τα φάρμακα που χρησιμοποιεί επιλέγονται με κριτήριο τη δυνατότητα τους να αναπαράγουν τα συμπτώματα του ασθενούς. Και μάλιστα, όσο περισσότερο αραιώνονται τα φάρμακα αυτά, τόσο ισχυρότερα γίνονται σύμφωνα με την ομοιοπαθητική η οποία αποδίδει στα συμπτώματα μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι στις ασθένειες.
Ο Samuel Hahnemann, ο Γερμανός γιατρός που επινόησε και ανέπτυξε την ομοιοπαθητική στις αρχές της δεκαετίας του 1800, λέγεται ότι ήταν περίεργος να μάθει πώς δρούσε ο φλοιός της κιγχόνης (της πηγής της κινίνης) και θεράπευε την ελονοσία. Πειραματίστηκε πάνω στον ίδιο του τον εαυτό και ανακάλυψε ότι η κιγχόνη προκαλούσε τα συμπτώματα της ελονοσίας. Με βάση αυτή την ανακάλυψη, σχημάτισε την ιδέα ότι τα συμπτώματα ήταν μια έκφραση της αντίστασης που πρόβαλε το σώμα στην ασθένεια και ότι η κιγχόνη διέγειρε την αντίσταση αυτή.
Τελικά ο Hahnemann ανέπτυξε το δόγμα των ομοίων ή όμοια ομοίοις ιώνται. (Η ονομασία “ομοιοπαθητική” προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις “όμοιος” και “πάθος”, που παραπέμπει στο ρήμα πάσχω, δηλαδή υποφέρω.) Εκατοντάδες ζωικές, φυτικές και μεταλλικές ουσίες δοκιμάστηκαν σε υγιείς ανθρώπους, τα συμπτώματα των οποίων καταγράφηκαν με προσοχή. Μια ουσία που προκαλούσε ένα σύμπτωμα σε ένα υγιές άτομο καταγραφόταν τότε ως φάρμακο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να θεραπεύσει το ίδιο σύμπτωμα σε ένα άτομο που νοσούσε.
Οι πλήρεις δόσεις, ωστόσο, συχνά επιδεινώνουν πολύ τα συμπτώματα του ασθενούς πριν επιτευχθεί η ίαση, έτσι ο Hahnemann πειραματίστηκε με την αραίωοση των φαρμάκων, με σκοπό να ανακαλύψει την ελάχιστη δοσολογία που είναι απαραίτητη για να θεραπεύσει μια πάθηση χωρίς να την επιδεινώσει. Ανακάλυψε ότι τα φάρμακα διατηρούσαν την ισχύ τους ακόμα και μετά από επανειλημμένες αραιώσεις και μάλιστα το εκπληκτικό ήταν ότι όσο περισσότερο αραιώνονταν, τόσο πιο αποτελεσματικά γίνονταν. (Οι ομοιοπαθητικοί αυτό το ονομάζουν δνναμοποίηση μέσω της αραίωσης. Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιούν είναι ροtentization και σημαίνει ενίσχυση.) Για παράδειγμα, μια ποσότητα ενός βοτάνου μπορεί να αραιωθεί σε δέκα μέρη νερού και να ανακινηθεί ζωηρά 40 έως 100 φορές. Μια μικρή ποσότητα του διαλύματος που θα προκύψει θα αραιωθεί στη συνέχεια και αυτή σε νερό, σε αναλογία 10 προς 1 και η διαδικασία αυτή θα επαναληφθεί 30 φορές. Η τελευταία αραίωση γίνεται πάντα σε αλκοόλη.
Το μήνυμα-φάντασμα
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα διάλυμα 30Χ (το Χ είναι ο ρωμαϊκός αριθμός 10, επομένως το 30Χ υποδηλώνει ότι έχουν γίνει τριάντα αραιώσεις 10 προς 1). Αν και είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να εξακολουθεί να υπάρχει έστω και ένα μόριο του αρχικού βοτάνου σε ένα διάλυμα 30Χ, οι ομοιοπαθητικοί χρησιμοποιούν με επιτυχία τα σκευάσματα αυτά ως φάρμακα για ποικίλες παθήσεις.
Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα που διατίθενται στα περισσότερα καταστήματα υγιεινών τροφών στις ΗΠΑ υπάγονται στην κατηγορία της χαμηλότερης ισχύος (δηλαδή, είναι τα λιγότερο αραιωμένα). Η ισχύς τους συνήθως δεν είναι μεγαλύτερη από 30C (το C είναι ο ρωμαϊκός αριθμός 100, επομένως το 30C υποδηλώνει ότι έχουν γίνει τριάντα αραιώσεις 100 προς 1).
Πώς ενεργεί η δυναμοποίηση μέσω της αραίωσης; Οι ομοιοπαθητικοί ισχυρίζονται ότι, ακόμα και αν δεν υπάρχουν πια καθόλου μόρια της αρχικής ουσίας, εξακολουθεί με κάποιον τρόπο να υπάρχει ένα μήνυμα εντυπωμένο στο υγρό της αραίωσης. Αυτό το μήνυμα-φάντασμα δεν μπορεί να ανιχνευθεί με εργαστηριακές αναλύσεις -η επίδραση του είναι εμφανής μόνο στην απάντηση των ασθενών στους οποίους χορηγείται.
Σε μια επίσκεψη σε ομοιοπαθητικό, ο γιατρός δεν προσπαθεί να διαγνώσει μια συγκεκριμένη νόσο, αλλά να σχηματίσει μια όσο το δυνατό λεπτομερέστερη εικόνα των συμπτωμάτων και των προσωπικών χαρακτηριστικών του ασθενούς. Η επιλογή φαρμάκου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως είναι η γενική στάση ζωής του ατόμου, οι προτιμήσεις του όσον αφορά τη διατροφή και το περιβάλλον και τα πρότυπα ύπνου του. Στην ομοιοπαθητική, τα συμπτώματα είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Αν, για παράδειγμα, εκδηλωθεί εξάνθημα κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτό αντιμετωπίζεται ως ένδειξη ότι η ασθένεια φεύγει βαθμιαία από το σώμα.
Η μόνη ανεπιθύμητη ενέργεια των ομοιοπαθητικών φαρμάκων μπορεί να είναι μια παροδική -αλλά μερικές φορές δραματική- επιδείνωση των συμπτωμάτων. Αυτή η χειροτέρευση των συμπτωμάτων (οι ομοιοπαθητικοί χρησιμοποιούν τον όρο aggravation) μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με ένα σοβαρό επεισόδιο άσθματος ή παγκρεατίτιδας. Ωστόσο, οι ομοιοπαθητικοί γενικά θεωρούν ότι οι χειροτερεύσεις αποτελούν ευνοϊκά σημάδια, αφού δείχνουν ότι το χορηγούμενο φάρμακο ταιριάζει καλά με τη συγκεκριμένη ασθένεια.
Ο σύγχρονος ομοιοπαθητικός αντλεί τα στοιχεία που χρειάζεται από μια εξαιρετικά πλούσια βάση δεδομένων -ορισμένες φορές μηχανογραφημένη σήμερα- που συνδέει τα φάρμακα με συγκεκριμένες ομάδες συμπτωμάτων και/ή με συγκεκρι¬ένα ιδιοσυγκρασιακά προφίλ. Από την εποχή του Hahnemann, η δοκιμασία (“proving”) των φαρμάκων σε υγιείς εθελοντές αποτελεί βασικό στοιχείο της ομοιοπαθητικής έρευνας και έχει δημιουργήσει μια ομοιοπαθητική φαρμακοποιία περί-που 2.000 ειδών. Από το 1938, όλα τα απαριθμούμενα ομοιοπαθητικά σκευάσματα έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως φάρμακα με νόμο των ΗΠΑ.
Η ομοιοπαθητική ανά τον κόσμο
Η άσκηση της ομοιοπαθητικής δεν γίνεται με ομοιόμορφο τρόπο σε όλο τον κόσμο. Στην Ινδία, τη Νότια Αμερική και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο επικρατέστερος τρόπος είναι η κλασική ομοιοπαθητική, που αναζητεί ένα φάρμακο που να συνδέεται με απόλυτη ακρίβεια με τα συμπτώματα του ασθενούς -τόσο τα σωματικά όσο και τα ιδιοσυγκρασιακά- και χρησιμοποιεί ένα μεμονωμένο φάρμακο. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, είναι συνηθέστερο να συνταγογραφείται ένα μίγμα φαρμάκων. Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή ως πολυφαρμακία. Στις ΗΠΑ εφαρμόζονται και οι δύο τύποι ομοιοπαθητικής ιατρικής. Στις ΗΠΑ, η ζήτηση για ομοιοπαθητικά προϊόντα ατόνησε κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, αλλά έχει σημειώσει θεαματική αύξηση από τη δεκαετία του 1970 (παράλληλα με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για όλες τις μορφές εναλλακτικής ιατρικής). Μερικές εταιρίες προϊόντων ομοιοπαθητικής είδαν τις πωλήσεις τους να εκτοξεύονται στα ύψη, σημειώνοντας αύξηση κατά 1.000% μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.
Σήμερα, ανάμικτα ομοιοπαθητικά φάρμακα διατίθενται χωρίς να χρειάζεται ιατρική συνταγή για τη γρίπη, τις κολπικές λοιμώξεις από ζυμομύκητες και άλλες κοινές ασθένειες. Ένα παράδειγμα αυτών των βασιζόμενων στην παθολογία ομοιοπαθητικών θεραπειών -σε αντιδιαστολή με τις βασιζόμενες στα συμπτώματα θεραπείες- κατά τις οποίες η ίδια αγωγή χορηγείται σε όλους όσους πάσχουν από μια συγκεκριμένη πάθηση, είναι το δημοφιλές φάρμακο για τη γρίπη Oscillococcinum. Παρασκευάζεται από καρδιά και συκώτι πάπιας, που μουσκεύονται για σαράντα ημέρες πριν υποστούν επεξεργασία.
Το 1806, ο Hahnemann έγραφε: “Καμία ουσία δεν είναι δηλητηριώδης όταν λαμβάνεται στη σωστή δόση”. Αν και στην παρασκευή των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων μερικές φορές χρησιμοποιούνται τοξικά συστατικά που δεν τρώγονται ή δεν έχουν ευχάριστη γεύση, οι πολλαπλές αραιώσεις αποτελούν εγγύηση ότι τα φάρμακα αυτά δεν θα προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η συμβατική ιατρική
Σύμφωνα με τον ιατρικό ιστορικό Harris Coulter, η δημιουργία του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ομοιοπαθητικής (American Institute of Homeopathy) το 1844 ήταν η άμεση αιτία της ίδρυσης δύο χρόνια αργότερα του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (American Medical Association). Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος κράτησε εχθρική στάση προς την ομοιοπαθητική σε όλη τη διάρκεια του υπόλοιπου μέρους του δέκατου ένατου αιώνα, μιας περιόδου κατά την οποία οι ομοιοπαθητικοί ήταν δημοφιλέστεροι από ποτέ. (Οι στατιστικές για το έτος 1890 δείχνουν ότι υπήρχαν περίπου 14.000 ομοιοπαθητικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή οι ομοιοπαθητικοί ανέρχονταν περίπου στο ένα έκτο του συνολικού αριθμού των γιατρών της συμβατικής ιατρικής.)
Μεταξύ των ετών 1850 και 1880, οι γιατροί της συμβατικής ιατρικής υφίσταντο κυρώσεις ακόμα και αν απλώς είχαν σχέσεις με ομοιοπαθητικούς. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1870, ένας γιατρός στη Νέα Υόρκη διαγράφηκε από τον ιατρικό του σύλλογο επειδή αγόρασε γαλακτοσάκχαρο (που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ομοιοπαθητικών σκευασμάτων) από ένα ομοιοπαθητικό φαρμακείο. Ένας γιατρός στο Norwalk του Κονέκτικατ τιμωρήθηκε με τον ίδιο τρόπο λόγω υπονοιών ότι είχε ζητήσει τη συμβουλή ενός ομοιοπαθητικού -που συνέβαινε να είναι η σύζυγος του! (Η απόφαση απορρίφθηκε αργότερα λόγω έλλειψης στοιχείων.) Αυτή η σθεναρή στάση αντίθεσης προς την ομοιοπαθητική τελικά είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί η ομοιοπαθητική σε μαρασμό μέχρι τη δεκαετία του 1930.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να αρχίσει να υποχωρεί η έχθρα προς τους ομοιοπαθητικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα ιατρικό λεξικό όριζε την ομοιοπαθητική ως cult (μορφή λατρείας ή μόδας) και δήλωνε ότι η πραγματική αξία της ομοιοπαθητικής έγκειται στην απόδειξη των θεραπευτικών δυνάμεων της φύσης και τις θεραπευτικές αρετές των placebo.
Ο Hahnemann αποκαλούσε τους γιατρούς που ασκούσαν τη συμβατική ιατρική αλλοπαθητικούς (από την ελληνική λέξη “άλλος”, που σημαίνει διαφορετικός). Ενώ η ομοιοπαθητική αναζητεί ένα φάρμακο που να ταιριάζει με τα συμπτώματα του ασθενούς, η αλλοπαθητική αναζητά ένα φάρμακο αντίθετο προς αυτά. Τα αλλοπαθητικά φάρμακα μπορούν, μεταξύ άλλων, να φονεύουν βακτήρια, να ρίχνουν τον πυρετό, να καταστέλλουν το βήχα και να σταματούν τη διάρροια. Αντί όμως να συνεργάζονται αρμονικά με τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας του ασθενούς, συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις δυνάμεις αυτές και τις αγνοούν.
Ενώ η ομοιοπαθητική αντλεί όλα τα στοιχεία και τις ενδείξεις που χρειάζεται από τις περιγραφές των συμπτωμάτων πον δίνει ο ίδιος ο ασθενής, η σύγχρονη αλλοπαθητική ιατρική θεωρεί τα συμπτώματα απλώς ως υποκειμενικά αισθήματα ατόμων ακατάλληλων να κρίνουν την κατάσταση τους. Τα συμπτώματα περισπούν την προσοχή από τη διάγνωση. Τις ασθένειες, που προκαλούνται όλες από μηχανικές και φυσιολογικές αλλαγές, πρέπει να τις βλέπουμε, να τις αγγίζουμε ή να τις υποβάλλουμε σε βιοψία για να τις πιστεύουμε. Ο γιατρός, με άλλα λόγια, πρέπει να μπορεί να επιβεβαιώσει την εμπειρία του ασθενούς. Οι ασθένειες που δεν έχουν ορατά ή ψηλαφητά σημάδια απορρίπτονται ως ανάξιες προσοχής. Δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η κεντρική ιδέα της ομοιοπαθητικής, η δυναμοποίηση μέσω της αραίωσης, είναι εκείνη που αντιμετωπίζουν με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση οι αλλοπαθητικοί.
Παρά τις ριζικές διαφορές τους, η αλλοπαθητική και η ομοιοπαθητική συμμερίζονται αρκετές κοινές ιδέες -για παράδειγμα, την ιδέα της χρησιμοποίησης μιας μικρής ποσότητας μιας ουσίας που προκαλεί κάποια ασθένεια για την καταπολέμηση της ασθένειας. Στις συμβατικές ενέσεις αλλεργικής απευαισθητοποίησης χρησιμοποιούμε μικρές δόσεις δηλητηρίου μέλισσας ή κάποιου άλλου αλλεργιογόνου για να καταφέρουμε να πείσουμε το ευερέθιστο ανοσοποιητικό σύστημα να αγνοεί αυτό το ερέθισμα. Στον εμβολιασμό χρησιμοποιούνται φονευμένα ή εξουδετερωμένα μικρόβια, σαν να κάνει ο οργανισμός πρόβα της μάχης που θα δώσει εναντίον του αληθινού εχθρού.
Μια άλλη κοινή έννοια είναι η “κατάλληλη δοσολογία“. Ενώ η ομοιοπαθητική χρησιμοποιεί απειροελάχιστες δόσεις, πολλές από τις πρότυπες ιατρικές θεραπείες εξαρτώνται από τη χρήση επικίνδυνων φαρμάκων σε ασφαλείς ποσότητες. Στο πρώτο μάθημα φαρμακολογίας στις ιατρικές σχολές, ορισμένοι καθηγητές συνηθίζουν να γράφουν έγραψε στον πίνακα, “Τα φάρμακα είναι δηλητήρια”, για να υπενθυμίσει στους μελλοντικούς γιατρούς ότι τα φάρμακα που θα συνταγογραφήσουν αργότερα είναι ισχυρά και θα πρέπει να τα χρησιμοποιούν με σύνεση.
Ίσως έρθει κάποτε μια εποχή που θα σημάνει το τέλος των συνεχιζόμενων αψιμαχιών και την αρχή μιας ανακωχής ανάμεσα στην ομοιοπαθητική και την αλλοπαθητική, και οι δύο αυτές διαφορετικές μορφές ιατρικής θα αναγνωρίσουν ότι η βάση των κοινών τους χαρακτηριστικών είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι πιστεύεται σήμερα. Στο μεταξύ, είναι πιεστική η ανάγκη διεξαγωγής μεγάλης κλίμακας επιστημονικών μελετών των ομοιοπαθητικών θεραπειών, ώστε τα θεωρητικά και κλινικά επιχειρήματα της ομοιοπαθητικής να μπορέσουν να στηριχθούν όχι σε μια πίστη στην ύπαρξη “φαντασμάτων”, αλλά σε ποσοτικά προσδιορίσιμα, χειροπιαστά στοιχεία.