Eρευνητές από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης με επικεφαλής τον Χάσε Γουάλουμ ανέφεραν ότι ανακάλυψαν για πρώτη φορά ένα γονίδιο στις γυναίκες το οποίο μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στην προοπτική ενός γάμου ή μπορεί να τις αναγκάσει να διακόψουν μια σοβαρή σχέση. Οι γυναίκες που κληρονομούν την παραλλαγή ενός κατά τα άλλα κοινού γονιδίου είναι κατ’ αρχήν λιγότερο δεκτικές στο να παντρευτούν επειδή δεν αισθάνονται άνετα να προχωρήσουν σε σοβαρό δεσμό.
Από τη στιγμή όμως που, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, αποφασίσουν να παντρευτούν, τότε έχουν περίπου 50% πιθανότητες να βιώσουν μια προβληματική σχέση στο πλαίσιο του γάμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, κατά τους ερευνητές, οι άνδρες των οποίων οι γυναίκες φέρουν τη συγκεκριμένη γονιδιακή παραλλαγή δηλώνουν δυσαρεστημένοι από την ποιότητα του γάμου τους.
Οι ειδικοί στο σουηδικό Ινστιτούτο πιστεύουν ότι το γονίδιο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες παράγουν την οκυτοκίνη, που είναι γνωστή και ως ορμόνη της «αγκαλιάς» καθώς τα επίπεδά της στον οργανισμό συνδέονται με την εκδήλωση αισθημάτων αγάπης, στοργής και μητρότητας.
Οι γυναίκες παράγουν με φυσικό τρόπο τη συγκεκριμένη ορμόνη, ιδιαιτέρως κατά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Η ορμόνη αυτή τις βοηθά να δεθούν με το μωρό τους. Αν όμως κάποιες γυναίκες δεν μπορούν να παραγάγουν την ωκυτοκίνη όπως πρέπει (εξαιτίας του ελαττωματικού γονιδίου), τότε ίσως να μην είναι σε θέση να συνδεθούν συναισθηματικά με άλλους ανθρώπους, με τους συντρόφους, τους φίλους ή ακόμη και με τα παιδιά τους. Ισως μάλιστα η έλλειψη ωκυτοκίνης να οδηγεί και σε αυτισμό, σύμφωνα με άλλες έρευνες.
Η ομάδα του δρ Χ. Γουάλουμ εξέτασε το DNA περισσοτέρων των 1.800 γυναικών και των συντρόφων τους. Κάθε ζευγάρι είχε κοινή πορεία τουλάχιστον επί πέντε χρόνια και είτε ήταν παντρεμένοι είτε ζούσαν μαζί. Οι γυναίκες που διαπιστώθηκε ότι μετέφεραν την παραλλαγή του γονιδίου της ωκυτοκίνης, που περιγράφεται ως A-αλληλόμορφο, είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες να περάσουν μια κρίση στον γάμο τους ή να οδηγηθούν σε διαζύγιο. Ταυτοχρόνως, οι σύζυγοι αυτών των γυναικών δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι από την ποιότητα της σχέσης τους.
«Ανακαλύψαμε ενδείξεις ότι η ωξκτοκίνη μπορεί να εμπλέκεται στον έλεγχο της ανάπτυξης των ανθρώπινων δεσμών», ανέφερε ο δρ Χ. Γουάλουμ και πρόσθεσε: «Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το γονίδιο που συνδέεται με τον υποδοχέα της ωκυτοκίνης έχει άμεση σχέση με το πόσο έντονα οι γυναίκες προσκολλώνται στους συντρόφους τους».