Θα περίμενε κανείς ότι ο όρος “αθηρωματικός δείκτης” περιγράφει την έκταση της αθηροσκλήρωσης που έχει κάποιος στις αρτηρίες του αλλά δεν είναι αυτό το νόημα του όρου.
Ο αθηρωματικός δείκτης είναι μια μέτρηση που δείχνει την αναλογία της καλής χοληστερίνης προς την συνολική χοληστερίνη που κυκλοφορεί στο αίμα μας.
Στη δεκαετία του 1950 είχε βρεθεί ότι όσοι έχουν υψηλή χοληστερίνη (λέγεται και χοληστερόλη) κινδυνεύουν να πάθουν καρδιακή προσβολή περισσότερο από αυτούς που έχουν χαμηλή τιμή. Ωστόσο, υπήρχε ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από τη χοληστερίνη διότι αγνοούνταν βασικά πράγματα. Η χοληστερίνη είναι ένα είδος λίπους το οποίο δεν αναμειγνύεται με το νερό. Άρα πως κυκλοφορεί στο αίμα το οποίο αποτελείται κατά 60% από νερό;
Βρέθηκε λοιπόν ότι η χοληστερίνη και άλλα λίπη (π.χ. τα τριγλυκερίδια) κυκλοφορούν στο αίμα σαν υποβρύχια επιβιβαζόμενα σε πρωτεΐνες. Τα συμπλέγματα λιπών και πρωτεϊνών -μοιάζουν με μικροσκοπικές μπαλίτσες- και ονομάστηκαν λιποπρωτεΐνες. Οι πρώτοι ερευνητές ταξινόμησαν αυτές τις λιποπρωτεΐνες σε πέντε κατηγορίες ανάλογα με τη πυκνότητά τους και αυτή η ταξινόμηση ισχύει μέχρι σήμερα.
Πως μεταφέρεται η χοληστερίνη
Μόνο η χοληστερίνη που μεταφέρεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας, τις LDL (Low Density Lipoproteins), σχετίζεται με τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή (έμφραγμα). Όσο περισσότερη χοληστερίνη υπάρχει στα σωματίδια LDL, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για έμφραγμα. Αντίθετα, η χοληστερίνη που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας, τις HDL (High Density Lipoproteins (Λιποπρωτεΐνες Υψηλής Πυκνότητας), ασκεί προστατευτική επίδραση στην καρδιά.
Οι υπόλοιπες τρεις κατηγορίες λιποπρωτεϊνών παρουσιάζουν μικρό ενδιαφέρον γιατί μεταφέρουν λίγη χοληστερίνη. Για παράδειγμα, το πρωί, πριν το φαγητό, το 70% της χοληστερίνης που κυκλοφορεί στο αίμα μεταφέρεται από τις λιποπρωτεΐνες LDL και το 20% από τις λιποπρωτεΐνες HDL.
Οι λιποπρωτεΐνες LDL μεταφέρουν τη χοληστερόλη από το συκώτι στους ιστούς και σ’ αυτή τη διαδικασία μπορούν να εισβάλουν μέσα στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλώντας φλεγμονή και τελικά αθηροσκλήρωση. Αντίθετα οι λιποπρωτεΐνες HDL μεταφέρουν τη χοληστερίνη από τους ιστούς πίσω στο συκώτι. Αυτή η διαφορά είναι που κάνει τη χοληστερίνη της LDL “κακή” και την χοληστερίνη της HDL “καλή”, αλλά φυσικά πρόκειται πάντα για το ίδιο μόριο που απλώς έχει αλλάξει όχημα μεταφοράς.
Ο αθηρωματικός δείκτης
Αφού η χοληστερίνη μπορεί να είναι κακή ή καλή ανάλογα με το όχημα μεταφοράς της, οι ερευνητές πρότειναν έναν δείκτη που ονόμασαν αθηρωματικό δείκτη και ο οποίος δείχνει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή καλύτερα από την απλή μέτρηση της συνολικής χοληστερόλης.
Αυτός ο αθηρωματικός δείκτης είναι μια απλή διαίρεση. Είναι το πηλίκον της συνολικής χοληστερίνης προς την HDL. Όσο μικρότερο είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης τόσο μικρότερος είναι και ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή.
Για παράδειγμα, ας πούμε ότι κάποιος έχει συνολική χοληστερίνη 280 mg/dl ενώ ένας άλλος έχει 160 mg/dl. Εκ πρώτης όψεως ο πρώτος έχει αυξημένο κίνδυνο (ο μέσος όρος της χοληστερίνης στις μέρες μας είναι γύρω στα 200 mg/dl). Όμως ας υποθέσουμε ότι ο πρώτος έχει ΗDL χοληστερίνη 70 mg/dl και ο δεύτερος έχει 40 mg/dl. Τότε ο αθηρωματικός δείκτης για τον πρώτο είναι 280 / 70 = 4 και για τον δεύτερο είναι 160 / 40 = 4. Δηλαδή και οι δύο έχουν τον ίδιο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή. Με άλλα λόγια ο αθηρωματικός δείκτης λαμβάνει υπόψη την επίδραση της καλής χοληστερίνης. Μια επιθυμητή τιμή για τον αθηρωματικό δείκτη είναι το 4 και κάτω.
Ορισμένοι ερευνητές χρησιμοποιούν ένα λίγο διαφορετικό αθηρωματικό δείκτη. Αντί να διαιρέσουν την συνολική χοληστερίνη με την καλή χοληστερίνη, διαιρούν την κακή χοληστερίνη με την καλή, δηλαδή θωρούν τον πηλίκον LDL/HDL ως αθηρωματικό δείκτη.
Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά των δύο αθηρωματικών δεικτών. Και οι δύο δείχνουν τον πραγματικό κίνδυνο για καρδιακό πρόβλημα και σύμφωνα με τις στατιστικές αναλύσεις είναι πιο αξιόπιστοι από την απλή μέτρηση της συνολικής ή της κακής χοληστερίνης.
Όμως ο αθηρωματικός δείκτης δεν γίνεται από όσους θεωρούν ότι τα ζωικά προϊόντα πρέπει να μειωθούν στη διατροφή. Τα κορεσμένα λιπαρά ανεβάζουν τη κακή χοληστερίνη αλλά σχεδόν πάντα κάνουν το ίδιο και με την καλή. Και το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνει ελάχιστα ο αθηρωματικός δείκτης. Αν κάποιος θεωρήσει τον αθηρωματικό δείκτη ως την καλύτερη μέτρηση του καρδιακού κινδύνου, οι συστάσεις για μείωση της κατανάλωσης αυγών, γαλακτοκομικών και κρέατος, δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Καθώς η χρήση του αθηρωματικού δείκτη αποδυναμώνει τις επικρατούσες διατροφικές συμβουλές, ορισμένοι λένε ότι έχει περισσότερη αξία η κακή χοληστερίνη ως σήμα του καρδιακού κινδύνου παρά η καλή. Θεωρούν την HDL απλώς ως έναν «σκουπιδοτενεκέ» που μαζεύει την χοληστερίνη που περισσεύει και την αποβάλλει πριν συσσωρευτεί μέσα στις αρτηρίες. Και λένε ότι αν κάποιος έχει πολλά «σκουπίδια» είναι επόμενο να έχει και πολλούς «σκουπιδοτενεκέδες». Δηλαδή αν κάποιος αυξήσει την κακή χοληστερίνη τότε αυξάνει και την καλή χοληστερίνη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει όφελος.