Ορισμένα από τα ευρέως χρησιμοποιούμενα σε όλο τον κόσμο παρασιτοκτόνα και εντομοκτόνα καταστρέφουν τις μέλισσες, καθώς προκαλούν ζημιά στην ικανότητά τους να προσανατολίζονται, ενώ παράλληλα σκοτώνουν τις βασίλισσές τους, σύμφωνα με δύο νέες επιστημονικές μελέτες, μία βρετανική και μία γαλλική, που επισημαίνουν την ανάγκη να βρεθούν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ντέιβ Γκούλσον του πανεπιστημίου του Στέρλινγκ και τον Μικαέλ Ανρί του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικών Ερευνών (INRA) της Αβινιόν, που δημοσίευσαν τις σχετικές μελέτες στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με το BBC και τα πρακτορεία Ρόιτερς και Γαλλικό, μελέτησαν τις επιπτώσεις μιας κατηγορίας χημικών ουσιών, των νεονικοτινοειδών, που από τη δεκαετία του ΄90 χρησιμοποιούνται σε πάνω από 100 χώρες τόσο στη γεωργία, όσο και στους κήπους.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα παρασιτοκτόνα -που έχουν δημιουργηθεί έτσι ώστε να πλήττουν το νευρικό σύστημα των επιβλαβών παρασίτων- προκαλούν μείωση 85% στην παραγωγή των βασιλισσών. Η μυστηριώδης και μαζική μείωση των πληθυσμών των μελισσών διεθνώς πλήττει όχι μόνον τους μελισσοκόμους, αλλά γενικότερα τη γεωργική παραγωγή, καθώς δυσκολεύει την επικονίαση των φυτών. Σε ορισμένες χώρες ιδίως, οι αριθμοί των μελισσών έχουν υποχωρήσει δραματικά.
Πολλές αιτίες έχουν προταθεί για αυτή την εξέλιξη, όπως ασθένειες των μελισσών, παράσιτα, εντομοκτόνα- παρασιτοκτόνα ή ένας συνδυασμός αυτών και άλλων πιθανών αιτιών. Οι νέες μελέτες δείχνουν ότι τα παρασιτοκτόνα είναι σίγουρα ανάμεσα σε αυτές τις αιτίες. Τα νεονικοτινοειδή, που μεταξύ άλλων χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες δημητριακών, συχνά ψεκάζονται στους σπόρους, πριν καν αυτοί φυτευτούν στο χώμα, με συνέπεια, καθώς το φυτό αναπτύσσεται, κάθε μέρος του να περιέχει το παρασιτοκτόνο, γεγονός που καθιστά το τελευταίο πιο αποτελεσματικό. Όμως, με αυτό τον τρόπο, η χημική ουσία εισέρχεται επίσης στη γύρη και το νέκταρ, με συνέπεια να πλήττει τις μέλισσες.
Οι Βρετανοί ερευνητές, μέσα από παρατηρήσεις και συγκριτικά πειράματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι κυψέλες που δεν εκτίθενται στο παρασιτοκτόνο, αφενός είναι κατά 12% μεγαλύτερες σε μέγεθος και αφετέρου παράγουν περίπου 14 βασίλισσες η κάθε μία, ενώ όσες εκτίθενται στα νεονικοτινοειδή, παράγουν μόλις δύο βασίλισσες κατά μέσον όρο.
Από την άλλη, οι Γάλλοι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, όταν οι μέλισσες εκτίθενται στις εν λόγω χημικές ουσίες, σε μεγάλο βαθμό δεν μπορούν πια να βρουν τον δρόμο για να γυρίσουν στην κυψέλη τους, καθώς χάνουν πια την ικανότητα προσανατολισμού και έτσι αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν. H βρετανική έρευνα μελέτησε κυρίως την επίδραση της ουσίας imidacloprid, ενώ η γαλλική του thiamethoxam.
Και στις δύο περιπτώσεις (μείωση αριθμού βασιλισσών, απώλεια προσανατολισμού), κατά τους ερευνητές, οι αποικίες των μελισσών κινδυνεύουν με σημαντική μείωση πληθυσμού, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή τους, σε συνδυασμό με τις πιέσεις και από άλλους παράγοντες.
Οι επιστήμονες εισηγούνται στις αρμόδιες αρχές να επανεξετάσουν τα τεστ ασφαλείας για τις συγκεκριμένες χημικές ουσίες, καθώς μέχρι σήμερα η προσοχή στρέφεται στο αν η εφαρμοζόμενη δόση σκοτώνει τις μέλισσες, όμως, όπως φαίνεται, ο κίνδυνος είναι έμμεσα θανατηφόρος, ακόμα κι όταν τα έντομα δεν πεθαίνουν άμεσα από τα παρασιτοκτόνα.
Τα νεονικοτινοειδή αποτελούν μία επικερδή αγορά πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ παγκοσμίως. Αν και μερικές χώρες έχουν εφαρμόσει μερική απαγόρευση, μία πλήρης παγκόσμια απαγόρευση, όπως προτείνουν ορισμένες οικολογικές οργανώσεις, φαίνεται μάλλον αδύνατη.