Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που δύο αδέλφια τα οποία μεγάλωσαν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον αποδεικνύεται να είναι τα «άκρα αντίθετα» σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους: το ένα μπορεί να είναι καλό παιδί και γενναιόδωρο ενώ το άλλο κακό και μοχθηρό. Τώρα μια νέα μελέτη δείχνει ότι για αυτές τις διαφορές πρέπει μάλλον να στραφούμε – και – στα γονίδια. Και πιο συγκεκριμένα στην ωκυτοκίνη και την αγγειοπιεσίνη, δύο ορμόνες οι οποίες όταν κατακλύζουν τον εγκέφαλο προκαλούν συναισθήματα αγάπης και γενναιοδωρίας, προσδένονται σε υποδοχείς των νευρώνων οι οποίοι έχουν διαφορετικές μορφές.
Νέα μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο με επικεφαλής τον ψυχολόγο Μισέλ Πουλέν, μαρτυρεί ότι το ποια μορφή ορμονικών υποδοχέων φέρει ένα άτομο παίζει ρόλο στο πόσο καλοσυνάτο είναι.
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους, τα οποία δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό «Psychological Science», οι ειδικοί μελέτησαν εκατοντάδες εθελοντές. Τους έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το πόσο «επιμελείς» ήταν στα κοινωνικά τους καθήκοντα, σχετικά με τις αγαθοεργίες που έκαναν αλλά και την κοσμοθεωρία τους.
Μεταξύ των ερωτήσεων περιλαμβάνονταν για παράδειγμα το εάν το άτομο έχει υποχρέωση να αναφέρει τις περιπτώσεις καταπάτησης του νόμου και να πληρώνει φόρους. Οι εθελοντές ρωτήθηκαν επίσης σχετικά με το αν ασχολούνταν με τον εθελοντισμό, αν ήταν αιμοδότες καθώς και αν πίστευαν ότι ο κόσμος είναι στη βάση του καλός ή απειλητικός και επικίνδυνος. Από το σύνολο των συμμετεχόντων, 711 έδωσαν και δείγμα αίματος για ανάλυση DNA, προκειμένου να φανεί ποια «εκδοχή» υποδοχέων ωκυτοκίνης και αγγειοπιεσίνης διέθεταν.
Οι «καλοσυνάτες» εκδοχές γονιδίων
Όπως προέκυψε, ακόμη και όταν ένα άτομο έβλεπε τον κόσμο ως απειλητικό και τους ανθρώπους ως κακούς από τη φύση τους, το ίδιο ήταν καλοσυνάτο, φιλότιμο και γενναιόδωρο σε περίπτωση που διέθετε τα γονίδια-υποδοχείς που συνδέονται με την καλοσύνη.
Σύμφωνα με τον δρα Πουλέν «αυτές οι ‘καλοσυνάτες’ εκδοχές των γονιδίων επιτρέπουν στο άτομο να ξεπερνά τα αρνητικά συναισθήματα που έχει για τον κόσμο και να βοηθά τους συνανθρώπους του παρά τις φοβίες του».Εάν ωστόσο ένα άτομο έφερε μια διαφορετική εκδοχή γονιδίων-υποδοχέων και είχε αρνητική κοσμοθεωρία, παρουσίαζε τελικώς αντικοινωνική συμπεριφορά.
Είναι χαρακτηριστικό πως σε ό,τι αφορούσε συγκεκριμένα την ωκυτοκίνη η διαφορά μεταξύ του να φέρει ένα άτομο τον «καλοσυνάτο» υποδοχέα ή να μην τον φέρει βασιζόταν σε ένα και μόνο ζεύγος βάσεων που «κατοικεί» στο χρωμόσωμα 3. Όπως φάνηκε, εάν ένα άτομο είχε κληρονομήσει δύο ζεύγη βάσεων γουανίνης – ένα από κάθε γονέα – και διέθετε γονότυπο που αναπαριστάται με τα γράμματα GG, τα κύτταρά του δημιουργούσαν τον πιο «καλοσυνάτο» υποδοχέα. Εάν αντιθέτως είχε κληρονομήσει ένα ζεύγος βάσεων αδενίνης είτε από τον έναν είτε και από τους δύο γονείς (γονότυπος ΑΑ ή ΑG), τότε διέθετε έναν λιγότερο «καλοσυνάτο» υποδοχέα ωκυτοκίνης.
Εθνικές διαφορές
Τα ποσοστά των ανθρώπων που διαθέτουν αυτούς τους διαφορετικούς γονότυπους δεν είναι τα ίδια μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων. «Στα δείγματα Ευρωπαίων και Αμερικανών ο γονότυπος GG αφορά περίπου τα μισά άτομα. Εμείς ασχοληθήκαμε με αυτούς τους πληθυσμούς, ωστόσο άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά του γονότυπου GG είναι πολύ χαμηλότερα σε πληθυσμούς της Ανατολικής Ασίας».
Τα στοιχεία αυτά πυροδοτούν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ ψυχολόγων σχετικά με τις ρίζες της κοινωνικής και μη συμπεριφοράς. «Γνωρίζουμε ότι οι κουλτούρες της Ανατολικής Ασίας είναι πολύ πιο συλλογικές από άλλες. Πώς μπορούμε λοιπόν να εξηγήσουμε αυτές τις διαφορές;» σημείωσε ο δρ Πουλέν. Προσέθεσε ότι πιθανότατα άλλα γονίδια ή άλλοι πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν σημαντικότερο ρόλο στο να «σμιλεύσουν» τη συλλογική συμπεριφορά στα άτομα της Ανατολικής Ασίας σε σύγκριση με τους υποδοχείς ωκυτοκίνης τους.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ολοένα και περισσότερα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν μεγαλύτερη επίδραση των γονιδίων στην καλοσύνη σε σύγκριση με ό,τι πιστεύαμε ως σήμερα. Για παράδειγμα μελέτη που διεξήχθη πέρυσι από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου έδειξε ότι τα ταυτόσημα δίδυμα που μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους εμφάνιζαν πολύ πιο κοινές συμπεριφορές σε ό,τι αφορούσε τα κοινωνικά καθήκοντα και τις αγαθοεργίες σε σύγκριση με τα διζυγωτικά δίδυμα, τα οποία παρότι μεγαλώνουν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον μοιράζονται το 50% των γονιδίων τους.
Πάντως ο δρ Πουλέν τονίζει ότι «δεν υποστηρίζουμε πως ανακαλύψαμε το γονίδιο της καλοσύνης. Ανακαλύψαμε όμως γενετικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην κοσμοθεωρία και στη συμπεριφορά του ατόμου».