Με τη βοήθεια αυστηρών διαιτολογίων και μερικές φορές ελεγχόμενων εμέτων, προσπαθούν να ξαναβρούν την σιλουέτα της εφηβείας τους. Με τη χρόνια χρήση του μπότοξ και καταφεύγοντας συχνά στις χειρουργικές αισθητικές επεμβάσεις, επιδιώκουν να αποκτήσουν μια πλαστική, αψεγάδιαστη ομορφιά. Όσο για τη γκαρνταρόμπα τους… η απόκτηση κάθε είδους που επιτάσσει η μόδα, αποτελεί γι’ αυτές αληθινό στόχο ζωής. Είναι οι γυναίκες οι οποίες, φτάνοντας στο μέσον της ζωής τους (εκεί γύρω στα 40-50 χρόνια) βρίσκονται αντιμέτωπες με μία διαταραχή την οποία οι ψυχολόγοι αποκαλούν «Σύνδρομο των Νοικοκυρών σε Απόγνωση».
Η ομώνυμη, αμερικανική τηλεοπτική σειρά, την οποία έχουμε δει και στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη που έφερε στις οθόνες τις μητέρες οι οποίες, ανταγωνιζόμενες τις έφηβες κόρες τους, προσπαθούν να μοιάσουν στους διασήμους που βλέπουν στα περιοδικά και επιδίδονται σε μία φρενίτιδα αγορών από επώνυμες μπουτίκ.
Την συγκεκριμένη διαταραχή περιέγραψε πρώτη η δρ Ταμάρα Πράιορ, τέως καθηγήτρια και διευθύντρια του Προγράμματος Διατροφικών Διαταραχών στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και νυν επιστημονική διευθύντρια του Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών (EDC) του Ντένβερ.
Η δρ Πράιορ ήταν η πρώτη ειδικός στις διατροφικές διαταραχές (όπως η νευρογενής ανορεξία, η βουλιμία και η υπερφαγία) η οποία παρατήρησε πως η όψιμη ανορεξία που παρουσίαζαν γυναίκες μέσης ηλικίας ήταν στην πραγματικότητα μια υποτροπιάζουσα διατροφική διαταραχή που εκδηλωνόταν σε εκείνες που ασχολούνταν υπερβολικά πολύ, σε βαθμό εμμονής, με την εικόνα τους.
Την σχετική ανακοίνωση έκανε το 2006, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της Εθνικής Εταιρείας Διατροφικών Διαταραχών (NEDA) των ΗΠΑ. Όπως εξήγησε, οι γυναίκες με διατροφική διαταραχή στη μέση ηλικία κατά κανόνα πάλευαν επί χρόνια με την εικόνα του σώματός τους, είχαν αυξημένες πιθανότητες να έχουν εκδηλώσει ανάλογη διαταραχή κατά το παρελθόν, ενώ παρουσίαζαν επί σειρά ετών ύποπτα, αλλά όχι εξαντλητικά, συμπτώματα.
Τα συμπτώματα
Όπως εξηγεί στην γαλλική εφημερίδα «LeFigaro», η ψυχοθεραπεύτρια Michelle Freud, συγγραφέας του βιβλίου «Mincir et se réconcilier avec soi» (εκδ. Albin Michel), οι πάσχουσες από το συγκεκριμένο σύνδρομο εύκολα γίνονται αντιληπτές από έναν ειδικό.
«Είναι αδύνατες, αλλά θέλουν ν’ αδυνατίσουν κι άλλο. Είναι όμορφες αλλά νομίζουν πως είναι άσχημες. Και περιγράφουν μία ζωή όπου η απόκτηση ρούχων ή ο έλεγχος της διατροφής μοιάζουν σαν να υπάρχουν για να γεμίζουν ένα κενό», λέει.
Ασφαλώς, η εμφάνιση του συνδρόμου έχει κοινωνικά αίτια. Όπως έδειξε και μια εκπληκτική έρευνα που πραγματοποίησε η δημοσιογράφος Mona Chollet, συγγραφέας του βιβλίου «Beauté fatale» (εκδ. Zones), είναι εμφανείς οι δεσμοί ανάμεσα στα συμπτώματα αυτών των γυναικών και τα συνεχή μηνύματα στα οποία εκτίθενται οι γυναίκες μέσω των ΜΜΕ και των βιομηχανιών της μόδας και της ομορφιάς.
«Οι πιέσεις για τη σημασία της εμφάνισης τούς δημιουργούν μια κατάσταση ανασφάλειας, που τις ωθεί να ρίξουν όλο το βάρος στην απόκτηση του ιδεατού προτύπου», εξηγεί.
Στις πιο ευαίσθητες από αυτές τις γυναίκες, η ανάγκη να μοιάσουν στα είδωλα της μόδας μετατρέπεται σε μια ασίγαστη αναζήτηση, η οποία μπορεί να τις οδηγήσει στην εμμονή και στη δυστυχία.
Η θεραπεία
Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη η ψυχοθεραπεία, ούτως ώστε «να καταλάβουν ποια βαθύτερη, ανικανοποίητη ανάγκη κρύβεται πίσω από το σύνδρομο που τις ταλαιπωρεί», λέει η δρ Freud.
«Οι γυναίκες αυτές είναι σαν να μην γνωρίζουν τον εαυτό τους. Αγνοούν εάν αυτό που βιώνουν οφείλεται στην ανάγκη τους για αναγνώριση, για αγάπη, για ασφάλεια ή πολύ απλά στο ότι είναι πάρα πολύ κουρασμένες και έχουν ανάγκη να ξεφύγουν από την καθημερινότητα. Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνει η ψυχοθεραπεία, είναι να τις βοηθήσει να εντοπίσουν την βαθύτερη ανάγκη τους», προσθέτει.
Μαζί της συμφωνεί ο ψυχίατρος Jean-Pierre Seznec, συγγραφέας του «J’ arrête de lutter avec mon corps» (εκδ. PUF). «Πολύ συχνά, οι ασθενείς αυτές συγχέουν την εικόνα που βλέπουν στον καθρέφτη με αυτή που έχουν στην φαντασία τους, γεγονός που εμπεριέχει μια συναισθηματική συνιστώσα», λέει. «Όταν λ.χ. είναι λυπημένες, νομίζουν ότι είναι άσχημες. Και όταν αναρωτιούνται “θα αρέσω έτσι όπως είμαι;” πυροδοτούν την αγωνία τους».
Ο δρ Seznec προσθέτει πως τα συναισθήματα αυτά προσπαθούν να εκτονώσουν οι ασθενείς, όταν προβαίνουν σε φρενήρεις αγορές – και, συνεπώς, στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας πρέπει να διδαχτούν να τα εκτονώνουν με άλλους τρόπους.
Πολύ σημαντικό είναι επίσης να απομακρυνθούν από την εμμονή τους και να έρθουν πιο κοντά στις πραγματικές, πιο βαθιές απολαύσεις της ζωής. Για τον σκοπό αυτό, η δρ Freud ζητά από τις ασθενείς της να κρατούν ημερολόγιο, στο οποίο καθημερινά γράφουν κάθε δραστηριότητα που πραγματικά τις ευχαριστεί και δεν σχετίζεται με την μόδα.
«Έχουν ανάγκη να αποναρκισσιστούν και να ανακτήσουν την επαφή με το αληθινό σώμα τους, μέσα λ.χ. από μασάζ ή ασκήσεις χαλάρωσης», λέει.
Μία άλλη άσκηση που τις ωφελεί πολύ είναι να κάθονται μπροστά σε έναν καθρέφτη και να εστιάζουν την προσοχή τους και να μιλούν φωναχτά για ένα σημείο του σώματός τους που τους αρέσει πραγματικά (λ.χ. τα χέρια ή τα μαλλιά τους). «Είναι σαν ένα θεραπευτικό πρωτόκολλο με στάδια, που έχει ως στόχο να τις απελευθερώνει σταδιακά από την παθολογική εικόνα που έχουν για το σώμα τους», καταλήγει.