Από τη στιγμή που θα εντοπίσετε ένα τσιμπούρι στο δέρμα σας επιβάλλεται η άμεση αντιμετώπισή του, καθώς μπορεί να είναι μολυσμένο και να σας μεταδώσει κάποια ασθένεια. Τα τσιμπούρια (κρότωνες) ανήκουν στα αραχνοειδή και ανάλογα με το είδος τους μεταδίδουν ασθένειες όπως είναι η νόσος του Lyme (μπορρελίωση) και η εγκεφαλίτιδα (δάγκειος ή αιμορραγικός πυρετός Κριμαίας – Κονγκό).
H ασθένεια Lyme ή Lyme μπορρελίωση είναι μια ζωοανθρωπονόσος που προκαλείται από βακτήρια, τις σπειροχαίτες του συμπλέγματος Borrelia burgdorferi που περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 είδη. Τα βακτήρια αυτά έχουν λεπτό επίμηκες σώμα και βρίσκονται σε τσιμπούρια (καθώς επίσης και σε κουνούπια και μύγες).Από τα τσιμπούρια, τρία είναι τα κύρια παθογόνα είδη για τον άνθρωπο και ειδικότερα τo σκληρό τσιμπούρι που ονομάζεται Ixodes ricinus.
Όταν ένα τσιμπούρι προσκολλάται στο ανθρώπινο δέρμα και είναι μολυσμένο με μπορρέλια, το βακτήριο περνάει στο αίμα και μεταναστεύει στους ιστούς αποφεύγοντας το ανοσοποιητικό σύστημα κι έτσι προκαλείται η λοίμωξη που ονομάζεται Lyme ή μπορρελίωση Lyme bοrreliosis).
Τα τσιμπούρια τρέφονται με αίμα
Τα τσιμπούρια είναι αρθρόποδα που συγγενεύουν με τις αράχνες, τους σκορπιούς και τα ακάρεα, ενώ διαφέρουν από τα έντομα καθώς δεν φέρουν φτερά, κεραίες και σύνθετους οφθαλμούς. Φέρουν τέσσερα ζεύγη ποδιών εκτός από τις προνύμφες που φέρουν τρία ζεύγη. Ο κύκλος ζωής των τσιμπουριών διαρκεί περίπου δύο χρόνια και περιλαμβάνει τα στάδια ανάπτυξης του αυγού, της προνύμφης, της νύμφης και του ενήλικα.
Κάθε ενήλικο θηλυκό γεννά ομάδες 200-1000 αυγών σε καλά προφυλαγμένους χώρους, όπως κάτω από πέτρες σβόλους χώματος ή μέσα σε ρωγμές τοίχων και ξύλων κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Οι προνύμφες εκκολάπτονται από τα αυγά κατά την αρχή της άνοιξης και μετά τρέφονται απομυζώντας αίμα από μικρά θηλαστικά. Αναρριχώνται σε χαμηλή βλάστηση μέχρι 30 εκατοστά όπου περιμένουν να περάσει κάποιο ζώο όπως ποντίκι, σκύλος κλπ στο οποίο προσκολλώνται με την βοήθεια των νυχιών που έχουν στα πόδια τους. Απομυζούν αίμα μέχρι και διάστημα μερικών ημερών κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη διόγκωσή τους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή πολλά από τα τρωκτικά είναι μολυσμένα με το βακτήριο μπορρέλια, μολύνονται οι προνυμφες των τσιμπουριών και στη συνέχεια μεταδίδουν την μπορρέλια σε άλλα ζώα στα οποία θα προσκολληθούν στη συνέχεια, καθώς και στον άνθρωπο. Αφού περάσει περίπου ένας χρόνος, δηλαδή την επόμενη άνοιξη, οι προνύμφες μετατρέπονται σε νύμφες οι οποίες ανέρχονται σε βλάστηση ύψους 1,0 μέτρου αναμένοντας τη διέλευση κάποιου ζώου. Οι νύμφες έχουν ανάγκη από συνεχή σίτιση με αίμα στα πλαίσια της ωρίμανσης τους σε ενήλικα τσιμπούρια.
Στη συνέχεια το ενήλικο τσιμπούρι αναρριχάται σε βλάστηση ύψους μέχρι και 1,5 μέτρου όπου αναμένει να τον κατάλληλο ξενιστή (κάποιο ζώο για να ρουφήξει αίμα). Όταν το τσιμπούρι πίνει αίμα από ένα ζώο ή από τον άνθρωπο εκκρίνει μια κολλώδη ουσία η οποία διευκολύνει την προσκόλλησή τους και μεταξύ άλλων αναισθητικές ουσίες με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην αισθάνεται ιδιαίτερο πόνο. Έτσι δεν γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει κάποιο τσιμπούρι στο σώμα πριν εμφανιστεί εξάνθημα.
Η ολική αφαίρεση της κεφαλής του τσιμπουριού που έχει εισχωρήσει στο δέρμα είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι σε περίπτωση που δε συμβεί αυτό, η λοίμωξη είναι πιο πιθανή. Η αφαίρεση γίνεται με τη χρήση ειδικών λαβίδων και με επιδέξιες κινήσεις ώστε να αποφευχθεί η εκκένωση του περιεχομένου του στομάχου του τσιμπουριού στο σημείο της προσβολής. Σημαντική κρίνεται επίσης η απομάκρυνσή του να γίνει πριν περάσουν 24 ώρες.
Το τσιμπούρι πρέπει να παραμείνει προσκολλημένο στο δέρμα για τουλάχιστον 24 ώρες προκειμένου να μεταδώσει αποτελεσματικά τη μπορρέλια, κάτι που συνήθως γίνεται αφού περάσουν 48 ώρες (αυτό συμβαίνει για διάφορους παράγοντες για παράδειγμα πρέπει το μπορρέλια να μεταφερθεί στους σιελογόνους αδένες του τσιμπουριού ενώ παράλληλα πρέπει να μειωθεί η παραγωγή μιας πρωτείνης).
Πάντως η διαδικασία της μόλυνσης ξεκινάει με τη μεταφορά της μπορρέλιας από το έντερο στους σιελογόνους αδένες του τσιμπουριού κατά τη διάρκεια ενός γεύματος με αίμα. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του γεύματος μολύνεται το ζώο ή ο άνθρωπος. Έπειτα, ο μολυσμένος ξενιστής μεταδίδει την μπορρέλια, επίσης κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, σε άλλο μη μολυσμένο τσιμπούρι.
Η σωστή αφαίρεση του τσιμπουριού
Είναι σημαντικό να αφαιρεθεί το τσιμπούρι όσο το δυνατό νωρίτερα, καθώς μελέτες έχουν δείξει πως οι διάφοροι νοσογόνοι παράγοντες σπανίως μεταδίδονται εφόσον το τσιμπούρι έχει παραμείνει για λιγότερο από 24 ώρες. Αντίθετα, ο κίνδυνος μετάδοσης κάποιας ασθένειας αυξάνεται αρκετά μετά από 24 ώρες και ακόμα περισσότερο μετά από 48 ώρες. Αλλά επειδή τα τσιμπήματα των τσιμπουριών είναι γενικά ανώδυνα, ένα τσιμπούρι μπορεί να γίνει αντιληπτό μετά από μέρες αφότου έχει προσκολληθεί στο δέρμα.
Αρχικά το τσιμπούρι παραμένει στην επιφάνεια του δέρματος. Εάν το τσιμπούρι έχει μπει βαθιά μέσα στο δέρμα σας (συνήθως μετά από 1-2 ημέρες παραμονής), είναι καλύτερα να το αφαιρέσει γιατρός, ώστε να αφαιρέσει όλα τα τμήματά του, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν λοίμωξη. Ωστόσο αυτό δεν είναι πάντα εφικτό καθώς μπορεί το τσιμπούρι να προσκολληθεί όταν κάνετε τις διακοπές σας και δεν υπάρχει κάπου κοντά αγροτικό ιατρείο. Σε μια τέτοια κατάσταση, κι επειδή η έγκαιρη αφαίρεση του τσιμπουριού έχει μεγάλη σημασία, μπορείτε να το απομακρύνετε μόνοι σας ακολουθώντας τις παρακάτω οδηγίες
Πως να αφαιρέσετε σωστά το τσιμπούρι
Ο μοναδικός τρόπος αφαίρεσης τσιμπουριών που συνιστάται ύστερα από 30 χρόνια εμπειρίας είναι ο «μηχανικός», δηλαδή «τσιμπάτε» το τσιμπούρι με μια λαβίδα και με επιδέξιες κινήσεις το τραβάτε σταθερά αλλά όχι απότομα προς τα έξω.
1. Χρησιμοποιείστε ένα αμβλύ τσιμπιδάκι ή μια κατάλληλη ιατρική λαβίδα. Πιάστε το τσιμπούρι όσο πιο κοντά στο δέρμα γίνεται, από το κεφάλι του τσιμπουριού και όχι από το σώμα του. Η ανασήκωση του δέρματος της περιοχής που έγινε το τσίμπημα με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μπορεί να διευκολύνει στην αφαίρεση.
2. Τραβήξτε σιγά σιγά το τσιμπούρι και όχι απότομα. Η κίνηση που πρέπει να κάνετε είναι προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία έχει εισχωρήσει το τσιμπούρι. Μην κάνετε απότομες κινήσεις και μην στρέφετε τη λαβίδα για να αφαιρέσετε το τσιμπούρι γιατί από μπορεί αυτό να προκαλέσει την αποκόλληση του κεφαλιού του τσιμπουριού από το σώμα του, τα οποία θα παραμείνουν στο δέρμα.
3. Αφού αφαιρεθεί το τσιμπούρι, μπορείτε να το φυλάξετε σε ένα μικρό δοχείο για εξέταση (αν χρειαστεί στο μέλλον). Κατά πάσα πιθανότητα το τσιμπούρι θα είναι ζωντανό και θα κινείται ελεύθερα. Μπορείτε να το παρατηρήσετε έτσι ώστε να είστε σίγουροι ότι δεν έχει απομείνει στο σώμα σας κάποιο μέρος του κεφαλιού του.
4. Η περιοχή που είχε εισχωρήσει θα πρέπει να εξεταστεί καλά από κάποιον γιατρό για παραμείνοντα μέρη, τα οποία καλό είναι να αφαιρεθούν.
5. Η περιοχή καθαρίζεται στη συνέχεια με ένα αντισηπτικό διάλυμα. Χρησιμοποιείστε ιώδιο ή καθαρίστε το σημείο με σαπούνι.
Πως δεν πρέπει να αντιμετωπίσετε το τσιμπούρι
Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι αφαίρεσης τσιμπουριών αλλά όπως είπαμε συνιστάται πλέον μόνο ο «μηχανικός» τρόπος αντιμετώπισης. Γι’ αυτό:
• Μη βάζετε ουσίες όπως οινόπνευμα, πετρέλαιο, ξυλοκαϊνη, ασετόν, λάδι, βαζελίνη κλπ επάνω στο τσιμπούρι, καθώς αυτό αυξάνει τις πιθανότητες το τσιμπούρι να έχει εγχύσει σάλιο μαζί με μικρόβια και τοξίνες στο δέρμα σας.
• Μη βάζετε κάτι ζεστό επάνω στο τσιμπούρι και μην το κάψετε όσο είναι προσκολλημένο.
• Μην πιέσετε ή συνθλίψετε το σώμα του τσιμπουριού πριν την αφαίρεσή του από το δέρμα.
• Μην αγγίζετε το τσιμπούρι με γυμνά χέρια αλλά μόνο με γάντια.
• Μην χρησιμοποιήσετε αιχμηρή λαβίδα ή αιχμηρό τσιμπιδάκι διότι υπάρχει κίνδυνος να κόψετε το κεφάλι του τσιμπουριού ή ένα μέρος του και να μείνει μέσα στο δέρμα.
Μετά την αφαίρεση του τσιμπουριού, α ασθενής θα πρέπει να παρακολουθεί την πιθανή εμφάνιση τοπικών ή γενικότερων συμπτωμάτων της ασθένειας του Lyme (μπορρελίωση).
Η προληπτική λήψη αντιβιοτικών μετά την αφαίρεση του τσιμπουριού είναι ένα θέμα που προκαλεί αντιπαραθέσεις μεταξύ των γιατρών. Εξαρτάται πάντως από την περιοχή που βρισκόταν ο ασθενής όταν τον τσίμπησε το τσιμπούρι. Σε ορισμένες περιοχές τα τσιμπούρια είναι μολυσμένα σε μεγάλο ποσοστό. Για παράδειγμα στην Ελλάδα έχει βρεθεί ότι στη Μακεδονία και τη Θράκη το 45% των τσιμπουριών είναι μολυσμένα με μπορρέλιες. Αντίθετα στη Νότια Ελλάδα ένα πολύ μικρό ποσοστό των τσιμπουριών είναι μολυσμένα με το βακτήριο μπορρέλια.