Το γονιδιακό ντόπινγκ (gene doping), δηλαδή η παρέμβαση με ενέσιμες ουσίες που “αποσιωπούν” ορισμένα γονίδια είναι δύσκολο να επιτευχθεί αλλά φαίνεται πως βρίσκεται ήδη στη σκέψη ορισμένων. Εχουν ήδη δημιουργηθεί ποντίκια-μαραθωνοδρόμοι, ποντίκια-Σβαρτζενέγκερ αλλά και σκύλοι με τεράστια μυϊκή δύναμη. Ολα αυτά κάνουν ορισμένους ειδικούς να πιστεύουν ότι βρίσκεται κοντά η μέρα του γονιδιακού ντόπινγκ, αν δεν αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Επισήμως, οι αρχές αντιντόπινγκ αναφέρουν ότι η γονιδιακή παρέμβαση σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της αθλητικής απόδοσης αποτελεί θεωρητικό ζήτημα.
Ωστόσο, όπως αναφέρει στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters ο Αντι Πάρκινσον, επικεφαλής της αρμόδιας Υπηρεσίας Αντι-Ντόπινγκ της Βρετανίας (UKAD) «δεν θα εκπλησσόμουν εάν κάποιος εκεί έξω προσπαθεί να κάνει γονιδιακό ντόπινγκ και πιστεύω ότι όλο αυτό είναι άκρως ανησυχητικό».
Από την πλευρά της η Διεθνής Υπηρεσία Αντι-Ντόπινγκ (WADA) αναφέρει ότι έχει ήδη «ρίξει» μεγάλα ποσά στην έρευνα που αφορά τη «σύλληψη» των αθλητών που πιθανώς έχουν υποστεί «γονιδιακή βελτίωση».
Το γονιδιακό ντόπινγκ στο οποίο εισάγεται γενετικό υλικό στον οργανισμό με «όχημα μεταφοράς» κάποιον αβλαβή ιό (αν και υπάρχουν και άλλες μέθοδοι) μπορεί να αλλάξει το «γενετικό προφίλ» ενός αθλητή βελτιώνοντας την απόδοσή του μέσω της αύξησης της μυϊκής δύναμης, της παραγωγής αίματος, της αντοχής ή της κατανομής του οξυγόνου στους ιστούς.
Όπως προαναφέρθηκε, καθώς δεν υπάρχουν τα μέσα για να ελεγχθεί εάν ένας αθλητής έχει ντοπαριστεί γενετικώς, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο επίπεδο της ελίτ των αθλητών. Ωστόσο ο Κρις Κούπερ, καθηγητής της Επιστήμης της Αθλησης στο Πανεπιστήμιο Εσεξ πιστεύει «ότι είναι σχεδόν απίθανο αυτή τη στιγμή να υπάρχει γονιδιακώς ντοπαρισμένος αθλητής». Σύμφωνα με τον καθηγητή οι προσπάθειες των αρμόδιων υπηρεσιών πρέπει να επικεντρωθούν στον έλεγχο για γνωστές απαγορευμένες ουσίες όπως τα αναβολικά ή για το ντόπινγκ αίματος.
Παρόλα αυτά ορισμένοι επιστήμονες του πεδίου της γονιδιακής θεραπείας αναφέρουν ότι έχουν λάβει αιτήματα από ανθρώπους του αθλητισμού οι οποίοι επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για την πορεία των ερευνών τους.
Η ερυθροποιητίνη
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του γερμανού προπονητή του στίβου Τόμας Σπρινγκστάιν ο οποίος δικάστηκε το 2006 με την κατηγορία του ντοπαρίσματος αθλητών του. Από e-mail που είχε στείλει ο προπονητής και τα οποία ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της δίκης φάνηκε ότι η γονιδιακή παρέμβαση έχει (τουλάχιστον) περάσει από το μυαλό κάποιων ανθρώπων του αθλητισμού.
Στην περίπτωση του Σπρινγκστάιν στα e-mail γινόταν λόγος για το Repoxygen – πρόκειται για μια γονιδιακή θεραπεία την οποία ανέπτυξε η εταιρεία Oxford Medica για την αντιμετώπιση της σοβαρής αναιμίας (σημειώνεται ότι η εταιρεία σταμάτησε στο μεταξύ να ασχολείται με το συγκεκριμένο προϊόν καθώς δεν φαινόταν να είναι κερδοφόρο ως θεραπεία). Ο Σπρινγκστάιν ανέφερε στο ηλεκτρονικό μήνυμά του σε έναν ολλανδό γιατρό ότι είναι πολύ δύσκολο να βρει το Repoxygen. «Παρακαλώ δώστε μου νέες οδηγίες σύντομα ώστε να μπορώ να παραγγείλω το προϊόν πριν από τα Χριστούγεννα» έγραφε. Η συγκεκριμένη θεραπεία αφορά έγχυση ενός αδρανοποιημένου ιού ο οποίος μεταφέρει το γονίδιο για την παραγωγή ερυθροποιητίνης, μιας ορμόνης η οποία αυξάνει τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και την αερόβια απόδοση του οργανισμού. Το Repoxygen αποτελεί όμως ένα μόνο κομμάτι του παζλ των γονιδιακών παρεμβάσεων που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση του γονιδιακού ντόπινγκ.
Τα «ποντίκια Σβαρτσενέγκερ»
Ερευνα που οδήγησε σε γενετικώς ντοπαρισμένους υπεραθλητές (στη συγκεκριμένη περίπτωση ποντίκια) έχει διεξαγάγει ο Λι Σουίνι, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. Το 2007 αναζητώντας τρόπους ώστε να αποκαταστήσει τη μυϊκή ανάπτυξη σε ασθενείς με μυϊκή δυστροφία ο Σουίνι δημιούργησε στο εργαστήριο ποντίκια με τεράστιους μυς και μεγάλη δύναμη ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Τα «σούπερ-ποντίκια» δημιουργήθηκαν μέσω της έγχυσης ενός ιού που μετέφερε το γονίδιο που κωδικοποιεί για την παραγωγή του αυξητικού παράγοντα 1 της ινσουλίνης (IGF-1), μιας πρωτεΐνης που αλληλεπιδρά με τα κύτταρα στο εξωτερικό των μυϊκών ινών βοηθώντας στην ανάπτυξή τους. Τα ποντίκια αυτά ονομάστηκαν … Σβαρτσενέγκερ ενώ λίγο αργότερα η ίδια ερευνητική ομάδα ανέφερε αντίστοιχη επιτυχία με εφαρμογή της θεραπείας και σε σκύλους.
Τα «ποντίκια Σβαρτσενέγκερ» ήλθαν να κλέψουν τη δόξα από τα «ποντίκια-μαραθωνοδρόμους» που είχαν δημιουργηθεί τρία χρόνια νωρίτερα με παρέμβαση σε ένα γονίδιο που ονομάζεται PPAR-delta. Tα συγκεκριμένα γενετικώς τροποποιημένα ποντίκια μπορούσαν να τρέχουν διπλάσια απόσταση από τα φυσιολογικά ενώ παράλληλα παρέμεναν αδύνατα ακόμη και όταν ακολουθούσαν διατροφή πλούσια σε λιπαρά.
Τεχνικώς λοιπόν φαίνεται ότι η γονιδιακή παρέμβαση μπορεί να πετύχει. Κανένας όμως δεν ξέρει ποιες αρνητικές επιδράσεις μπορεί να έχει για τον οργανισμό.
Οι παρενέργειες
Ο καθηγητής Κούπερ στο βιβλίο του με τίτλο «Run, Swim, Throw, Cheat» αναφέρεται σε ένα πείραμα που διεξήγαγαν συνεργάτες του δρος Σουίνι στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια σε μακάκους πιθήκους με χρήση γονιδιακής θεραπείας που αφορούσε την παραγωγή ερυθροποιητίνης.
Αρχικώς η θεραπεία ήταν αποτελεσματική αυξάνοντας τη μεταφορά οξυγόνου στους μυς των πιθήκων. Ωστόσο στη συνέχεια οι υψηλές συγκεντρώσεις ερυθροποιητίνης οδήγησαν σε παραγωγή τόσο πολλών ερυθρών αιμοσφαιρίων ώστε το αίμα άρχισε να εμφανίζει μεγάλη πηκτικότητα με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιπηκτικής θεραπείας σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στη συνέχεια τα επίπεδα ερυθροποιητίνης των πιθήκων έπεσαν ξαφνικά κατακόρυφα οδηγώντας σε σοβαρή αναιμία και αναγκάζοντας τους ερευνητές να σταματήσουν τα πειράματα και να θανατώσουν τα ζώα. «Ολες αυτές οι μελέτες μαρτυρούν ότι από όλες τις μεθόδους ντόπινγκ το γονιδιακό ντόπινγκ είναι αυτή τη στιγμή το πιο δύσκολο τεχνικά και επικίνδυνο» γράφει ο καθηγητής Κούπερ στο βιβλίο του.
Παρότι φαίνεται πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το ντόπινγκ (και μάλιστα το γονιδιακό), κάποιοι αθλητές μάλλον δεν λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους. Αυτό απέδειξε δημοσκόπηση που διεξήγαγε ο Μπομπ Γκόλντμαν, γιατρός και ιδρυτής της Εθνικής Ακαδημίας Αθλητιατρικής σε κορυφαίους αθλητές τη δεκαετία του 1980. Ο δρ Γκόλντμαν ρώτησε τους αθλητές εάν θα λάμβαναν μια ουσία που θα τους εξασφάλιζε χρυσά μετάλλια αλλά θα τους σκότωνε μέσα σε πέντε χρόνια. Περισσότεροι από τους μισούς απάντησαν θετικά. Η δημοσκόπηση επαναλαμβανόταν κάθε δύο χρόνια επί μια δεκαετία και τα αποτελέσματα ήταν πάντα τα ίδια – περίπου οι μισοί αθλητές δήλωναν ότι (κυριολεκτικώς) θα πέθαιναν για ένα χρυσό μετάλλιο. «Ορισμένοι από τους αθλητές ήταν 16 ετών» ανέφερε ο Γκόλντμαν στο Reuters. «Το να είναι κάποιος διατεθειμένος να πεθάνει στα 21 χρόνια του είναι τρομερό».
Αυτή η αποφασιστικότητα πολλών αθλητών είναι λοιπόν που κάνει τους ειδικούς να εκτιμούν ότι ένας άνθρωπος που προτίθεται να τα θυσιάσει όλα (ακόμη και τη ζωή του) για ένα μετάλλιο δεν θα κάνει πίσω μπροστά στους κινδύνους του γονιδιακού ντόπινγκ.
Πηγή: To Bήμα