Τρίκαλα: Η κεραμεική από τα χριστιανικά χρόνια

kerameikhΠλούσιες πληροφορίες για την κεραμεική που εντοπίστηκε στην πόλη των Τρικάλων αλλά και την ευρύτερη περιοχή από τα παλαιοχριστιανικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια φέρνει στο φως έκθεση που φιλοξενείται σ’ ένα ιστορικό μνημείο των Τρικάλων, στο Κουρσούμ Τζαμί.

Η έκθεση, με τίτλο «Κεραμεική στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων από τα παλαιοχριστιανικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια» σκοπό έχει να «συστήσει» στο κοινό των Τρικάλων κεραμεικά, επιτραπέζια αντικείμενα ή αντικείμενα καθημερινής ζωής, που με χρώμα- ή χωρίς-, εξυπηρέτησαν και κόσμησαν τα νοικοκυριά από τα παλαιοχριστιανικά έως τα νεότερα χρόνια, εξηγεί η προϊσταμένη της 19ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρ. Μαντζανά.

Τα εκθέματα από την πόλη των Τρικάλων, συντηρημένα φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα στην Αρχαιολογική Συλλογή Τρικάλων, ενώ όσα προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων ήλθαν στο φως από ανασκαφικές έρευνες που διενεργεί η 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και συντηρήθηκαν από τον συντηρητή έργων τέχνης Ι. Κοκινόπουλο με τη βοήθεια του εργατοτεχνικού προσωπικού της Εφορείας. Την επιμέλεια της έκθεσης είχε ο αρχαιολόγος Σπύρος Κουγιουμτζόγλου ενώ το σχεδιασμό των γραφικών ο Απόστολος Ντέρης.

   Φτιάχνοντας την κλωστή

Χωρίς να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε γεννήθηκε η υφαντική, τις πρώτες ενδείξεις για ρούχα τις συναντάμε ήδη στην προϊστορία. Έχουν βρεθεί βελόνες ραψίματος ακόμα και από την Παλαιολιθική Εποχή!

Από τη Νεολιθική Εποχή (6800-3200 π.Χ.) και την Εποχή του Χαλκού (3200-1100 π.Χ.) έχουν βρεθεί πολλά εξαρτήματα υφαντικής (σφοντύλια), αποτυπώματα υφασμάτων σε αγγεία, ίχνη υφασμάτων, καθώς και σπόροι λιναριού.

Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια αρκετές είναι οι σκηνές με γυναίκες στον αργαλειό. Στην αρχαία Ελλάδα, ο αργαλειός ήταν όρθιος: οι γυναίκες ύφαιναν περπατώντας από τη μία άκρη στην άλλη. Ο χιτώνας και το ιμάτιο, τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων, αρχικά ήταν «άρραφτα»: όπως έβγαινε το ύφασμα από τον αργαλειό, το τύλιγαν γύρω από το σώμα και το στερέωναν στους ώμους με μεγάλες καρφίτσες, τις περόνες.

   Εικόνες από τη Βυζαντινή εποχή

Η κάθε οικογένεια, σύμφωνα με τον κ. Κουγιουμτζόγλου, κάλυπτε τις ανάγκες της σε ρούχα και σε εξοπλισμό του σπιτιού (πετσέτες, τραπεζομάντιλα, στρωσίδια, κουρτίνες), χρησιμοποιώντας κυρίως το μαλλί και το λινάρι. Όμως, τα ρούχα των πλουσίων ήταν κατασκευασμένα και από πιο σπάνια υλικά: από το θαλάσσιο μαλλί της πίνας, από χρυσά και ασημένια νήματα και βέβαια από μετάξι. Τα πολύτιμα πορφυρά μεταξωτά, δηλαδή βαμμένα από το κοχύλι πορφύρας, τα φορούσε αποκλειστικά ο αυτοκράτορας και οι υψηλοί αξιωματούχοι.

Οι Βυζαντινοί δεν γνώριζαν το μυστικό της σηροτροφίας γι’ αυτό έκαναν εισαγωγές μεταξιού. Η τεχνική αυτή έγινε γνωστή στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα, όταν δύο μοναχοί μετέφεραν κρυφά αυγά μεταξοσκώληκα από την Ινδία.

   Πλάτανος

Η ανασκαφική έρευνα που διεξάγεται από το 1990 στη θέση «Οβριάσα», ΒΑ του οικισμού του Πλατάνου, έφερε στο φως δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές, η ύπαρξη των οποίων μαρτυρεί την κατοίκηση της θέσης στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια, ενώ από επιφανειακές έρευνες που έγιναν στην περιοχή διαπιστώνεται η κατοίκηση της θέσης ήδη από την ελληνιστική περίοδο.

Σε αγρό αποκαλύφτηκαν δύο παράλληλες μεταξύ τους βασιλικές, με ενδιάμεση απόσταση μόλις δύο μέτρων. Η νότια, συμβατικά καλούμενη Βασιλική Α, είναι τρίκλιτη με νάρθηκα, ο οποίος επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω τριβήλου ανοίγματος και ημικυκλική αψίδα ιερού, στο εσωτερικό της οποίας διατηρείται λιθόκτιστο σύνθρονο. Το δάπεδο του ναού ήταν επιστρωμένο με πήλινες πλάκες ενώ οι τοίχοι έφεραν επιχρίσματα από κουρασάνι. Μετά την καταστροφή και ερείπωση του κτιρίου, ο χώρος της άλλοτε βασιλικής καταλήφθηκε από νεκροταφείο.

Η ευρισκόμενη βορείως της πρώτης Βασιλική Β διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση λόγω της επιμελέστερης κατασκευής της, επίσης τρίκλιτη με νάρθηκα και ημικυκλική αψίδα ιερού. Στο χώρο του Ιερού Βήματος εντοπίσθηκε η λίθινη πλάκα της Αγίας Τράπεζας καθώς και τμήμα της βάσης της, ενώ κατά χώραν διατηρείται ο βατήρας του φράγματος του πρεσβυτερίου και η βάση του λίθινου άμβωνα του ναού.

Το δάπεδο του ναού είναι επιστρωμένο με πήλινες πλάκες, οι περισσότερες από τις οποίες φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση με πτηνά, σταυρούς και ανθρώπινες μορφές, που πρέπει να αποτελούν τη σφραγίδα του κεραμοποιείου.

Τέλος δυτικά της Βασιλικής Β΄ εντοπίστηκαν ίχνη αρχιτεκτονικών καταλοίπων που πιθανότατα πρόκειται για βοηθητικούς χώρους των ναών.

   Ζάρκος Τρικάλων

Ο Ζάρκος βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου – ακρόπολη της αρχαίας πόλης Φαυττός, η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει και κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως δηλώνουν τα ερείπια δύο βασιλικών. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο ήταν έδρα του επισκόπου του Γαρδικίου.

Κατά μήκος της Ε.Ο. Τρικάλων – Λαρίσης, στη θέση «Άγιος Νικόλαος ο Φονιάς», βρίσκονται τα ερείπια της «Βασιλικής του Ζάρκου». Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με ίχνη ψηφιδωτού δαπέδου στο κεντρικό και βόρειο κλίτος. Τα σωζόμενα σπαράγματα του ψηφιδωτού έφεραν σχήματα από βλαστόσπειρες και φολίδες. Δυτικά του νάρθηκα αποκαλύφθηκε στενόμακρος χώρος και βόρεια αυτού το βαπτιστήριο.

Τα υπολείμματα των τοίχων παρουσιάζουν διαφορές στην τοιχοδομία που δείχνουν ότι το κτίσμα επισκευάστηκε στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο.

Με την ευκαιρία της διάνοιξης της Ν.Ε.Ο. Τρικάλων – Λαρίσης διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα νότια και δυτικά του αρχαιολογικού χώρου.

Η έρευνα έφερε στο φως τμήμα εκτεταμένου νεκροταφείου με συνεχείς ταφές, πλούσια περισυλλογή νομισμάτων, κεραμεικής και μικροτεχνίας, τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Επίσης αποκαλύφτηκαν προσκτίσματα καθώς και ένας κεραμεικός κλίβανος στη δυτική πλευρά.

   Πήλινες πίπες καπνού

Ο καπνός (Nicotiana Tabacum) εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αι. Σύμφωνα με τον F.C. Pouqueville (1826), το φυτό καλλιεργήθηκε, αρχικά στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, με σπόρους που έφεραν δύο Γάλλοι έμποροι. Από εκεί, η καλλιέργειά του διαδόθηκε στην κοιλάδα του Αξιού και στην Ξάνθη και, αργότερα, σε ολόκληρη τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη νότια Ελλάδα και την υπόλοιπη Βαλκανική.

Από τον 17ο αι., μαζί με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του φυτού, το κάπνισμα των φύλλων του άρχισε να γίνεται συνήθεια, που, με μεγάλη ταχύτητα, διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ υιοθετήθηκε και από του υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρά τις προσπάθειες των σουλτάνων να περιορίσουν την καλλιέργεια και το κάπνισμα του καπνού, με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, την επιβολή αυστηρότατων ποινών, και – αργότερα – αυξημένης φορολογίας.

Από την αρχή, όμως, του 18ου αι., τα διάφορα απαγορευτικά διατάγματα καταργήθηκαν και, επί σουλτάνου Μουσταφά Γ΄ (1757-74), οι κατασκευαστές πιπών καπνού («λουλάδων») – οι «λουλατζήδες»- άρχισαν να οργανώνονται, ελεύθερα σε συντεχνίες. Έκτοτε, η δημοτικότητα του καπνού αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, ενώ το κάπνισμα άρχισε να καθιερώνεται στην κοινωνική ζωή χριστιανών και μουσουλμάνων, λειτουργώντας και ιεροτελεστικά, μέσα στα πλαίσια της εθιμοτυπίας της εποχής.

Η λέξη «τσιμπούκι» χαρακτηρίζει ολόκληρο το σκεύος καπνίσματος, που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Ανατολής από τον 17ο αι. και μετέπειτα. Αποτελούνταν από τρία μέρη, το καθένα από τα οποία ήταν κατασκευασμένο από διαφορετικό υλικό και εξυπηρετούσε διαφορετικό σκοπό:

α) ο «λουλάς», το μικρό κύπελλο, συνήθως από πυρίμαχο υλικό, μέσα στο οποίο έβαζαν τον καπνό. Στη μία πλευρά του υπάρχει μικρή σωληνοειδής προεξοχή – υποδοχέας (ο λεγόμενος «δρόμος του καπνού»), που καταλήγει στο στόμιο,

β) η καπνοσύριγγα («τσιμπουκόβεργα»), ένα ξύλινο σωληνωτό και διάτρητο στέλεχος, μήκους από ένα έως τέσσερα μέτρα, η μία άκρη του οποίου προσαρμοζόταν στο στόμιο του λουλά, ενώ η άλλη κατέληγε σε ένα ιδιαίτερο επιστόμιο ή κατευθείαν στο στόμιο του καπνιστή. Η καπνοσύριγγα κατασκευαζόταν από καλάμι ή κλωνάρια κερασιάς, γιασεμιού, λεμονιάς ή πορτοκαλιάς, τα οποία αρωμάτιζαν τον καπνό. Την καπνοσύριγγα την τρυπούσαν με πυρωμένο σύρμα.

γ) το επιστόμιο ή «ιμαμές», το οποίο προσαρμοζόταν στην άλλη άκρη της καπνοσύριγγας.

   Κατασκευή του λουλά

Ο λουλάς, εξηγεί ο κ. Κουγιουμτζόγλου, κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό άριστης ποιότητας, με την χρήση μήτρας, λίθινης, μεταλλικής ή ξύλινης. Η μήτρα αυτή έδινε το σχήμα και τη διακόσμηση.

Όταν ο πηλός ξηραινόταν, αφαιρούνταν η μήτρα και ο λουλές δεχόταν την τελευταία επεξεργασία, ενώ από τον 18ο αι. κ.ε., σφραγιζόταν με τη σφραγίδα του εργαστηρίου.

Μετά το σφράγισμα, ο λουλάς αλειφόταν – συνήθως – με μία κοκκινωπή λαμπερή αλοιφή (επίχρισμα), κατασκευασμένη από ειδικό πηλό (κόκκινο πηλό της λίμνης Van) και ακολούθως ξαναέμπαινε στο φούρνο για το τελευταίο ψήσιμο.

   Νεότερη κεραμεική του ελλαδικού χώρου

Η τέχνη του πηλού δεν έπαψε ποτέ να ασκείται στον ελλαδικό χώρο, διαγράφοντας μια μακρά και ενδιαφέρουσα πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.

Την περίοδο που ακολούθησε την τουρκική κατάκτηση του Βυζαντινού κράτους, αλλά και πιο πριν, τα κεραμεικά αντικείμενα αποτελούσαν απαραίτητα χρηστικά αντικείμενα για κάθε νοικοκυριό ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης.

Το μεταβυζαντινό τραπέζι στρωνόταν με εφυαλωμένα επιτραπέζια αγγεία, όπως κανάτες, κούπες και πινάκια, φλιτζάνια και μαστραπάδες.

Μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους στα κατά τόπους εργαστήρια του ελλαδικού χώρου εξακολουθούσαν να παράγονται εφυαλωμένα επιτραπέζια κεραμεικά παρόμοια με βυζαντινά ως προς το σχήμα αλλά και τη διακόσμηση, εξηγεί ο κ. Κουγιουμτζόγλου.

Η τοπική παραγωγή φαίνεται ωστόσο να επηρεάστηκε αισθητά και από τις αθρόες εισαγωγές κεραμεικών αγγείων, πρακτική διαδεδομένη ήδη από τα υστεροβυζαντινά χρόνια. Καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η διεξαγωγή του εμπορίου στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου από τους Βενετούς, οι οποίοι αποτελούσαν τη σημαντικότερη εμπορική δύναμη στους πρώτους μεταβυζαντινούς αιώνες.

Από τον 17ο αιώνα κι εξής εξίσου δραστήριοι παρουσιάζονται οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί και από τον 18ο αιώνα και οι Γάλλοι. Την εποχή αυτή, στον ελλαδικό χώρο εισάγονται αντικείμενα προερχόμενα από τα γνωστά αγγειοπλαστικά εργαστήρια της Βενετίας, του Μοντελούπο ή της Φαέντσας.

Παράλληλα, η συμμετοχή των Ελλήνων στο εμπορικό δίκτυο της Ανατολικής Μεσογείου συνέβαλε κατά πολύ στην προώθηση κεραμεικών από την Ανατολή και τη Δύση στις αγορές του ηπειρωτικού αλλά κυρίως του νησιωτικού Ελλαδικού χώρου. Σημαντικό ρόλο στην προώθηση των ελληνικών εμπορικών διεκδικήσεων έπαιξε η σύναψη συνθηκών, όπως αυτής του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 ή εκείνης της Κωνσταντινούπολης το 1783, που έθεταν ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες εμπόρους.

Έτσι, οι Έλληνες έμποροι δραστηριοποιηθήκαν στην περιοχή της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ελέγχοντας μάλιστα μετά το 1774 και τους Ναπολεόντειους πολέμους (1792-1815) μεγάλο μέρος του εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα συμμετείχαν στο εμπόριο που διεξαγόταν προς και από τις χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, όπου σπουδαίες ελληνικές κοινότητες είχαν αναπτυχθεί.

Την ίδια εποχή, η ανερχόμενη ελληνική αστική τάξη προμηθεύεται πορσελάνινα σερβίτσια, κοσμημένα με μυθολογικά ή ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα, από τα φημισμένα ευρωπαϊκά εργοστάσια.

Παράλληλα, πινάκια και κούπες από τα γνωστά αγγειοπλαστικά εργαστήρια της Μικράς Ασίας κατέφθασαν στον ελλαδικό χώρο σε μεγάλες ποσότητες για να χρησιμοποιηθούν στο καθημερινό τραπέζι ή, μερικές φορές, για να κοσμήσουν τους τοίχους των σπιτιών ως πολύτιμα αποκτήματα.

Δείτε επίσης