Η δισφαινόλη Α (BPA) υπάρχει σε διάφορα προϊόντα από τη δεκαετία του 1960. Εντοπίζεται κυρίως σε σκληρά πλαστικά, σε συσκευασίες ποτών και τροφίμων και ως εσωτερική επίστρωση σε κονσέρβες. Πριν από λίγους μήνες η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε ότι η δισφαινόλη Α δεν θα πρέπει πλέον να περιέχεται σε παιδικά προϊόντα όπως μπιμπερόν, πιπίλες κ.ά. Οι αρμόδιοι ωστόσο δεν έχουν καταφέρει ακόμη να προσδιορίσουν τις «ασφαλείς» ποσότητες της δισφαινόλη Α.
Τώμα μια νέα μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, αναφέρει ότι τα παιδιά που φέρουν υψηλά επίπεδα δισφαινόλης Α στον οργανισμό τους αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδιά.
«Προφανώς η ανθυγιεινή διατροφή και η έλλειψη σωματικής άσκησης αποτελούν τους κύριους παράγοντες πίσω από την παχυσαρκία στις ΗΠΑ, ειδικά στα παιδιά» εξηγεί ο κύριος συγγραφέας της μελέτης δρ Λεονάρντο Τρανσάντε. Ο ίδιος όμως προσθέτει ότι τα αίτια της παχυσαρκίας ίσως να είναι πιο περίπλοκα. Τόνισε ωστόσο ότι πρόκειται για την πρώτη μελέτη που συνδέει την δισφαινόλη Α με την παιδική παχυσαρκία και η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνει προηγούμενα ευρήματα σε ενηλίκους.
Η μελέτη για τη δισφαινόλη Α
Προηγούμενες μελέτες σε ζώα είχαν δείξει ότι η δισφαινόλη Α πυροδοτεί την παχυσαρκία, διακόπτοντας την ομαλή λειτουργία του μεταβολισμού και ενισχύοντας τη διόγκωση των λιποκυττάρων. Ευρήματα άλλων μελετών πάλι, έκαναν λόγο για πιθανό συσχετισμό μεταξύ των επιπέδων της δισφαινόλης Α στα ούρα ενηλίκων και την εμφάνιση νοσημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία όπως π.χ. ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά.
Στην τελευταία αμερικανική μελέτη, ο ειδικοί χρησιμοποίησαν δεδομένα που αφορούσαν σε 2.800 παιδιά ηλικίας από 6 έως 19 ετών, τα οποία βρίσκονταν υπό παρακολούθηση από το 2003 έως το 2008.
Συγκρίνοντας τα επίπεδα της χημικής ουσίας στα ούρα τους με το σωματικό τους βάρος, οι ερευνητές μοίρασαν τους νεαρούς εθελοντές σε ομάδες. Είδαν λοιπόν, ότι περίπου το 22% των παιδιών με τα υψηλότερα επίπεδα δισφαινόλης Α έγιναν τελικά παχύσαρκα συγκριτικά με το 10% των παιδιών που εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα της ουσίας στα ούρα τους.
Από την άλλη πλευρά πολλοί είναι οι ειδικοί που βλέπουν τα αποτελέσματα αυτά με επιφύλαξη. Υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που ο οργανισμός αποβάλλει τη χημική ουσία μέσα σε διάστημα λίγων ωρών, τα ευρήματα αυτά ενδεχομένως να υποδηλώνουν απλά ότι τα παχύσαρκα παιδιά είχαν περισσότερες πιθανότητες να είχαν καταναλώσει πρόσφατα μια τροφή από συσκευασία που περιείχε δισφαινόλη Α.
Επιπλέον, αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια της μελέτης ελήφθη μόνο ένα δείγμα ούρων από κάθε παιδί, με το νεαρότερο να είναι ήδη 6 ετών. Κάτι τέτοιο λοιπόν δεν αποκαλύπτει τα επίπεδα της δισφαινόλης Α στα οποία ενδεχομένως να είχαν εκτεθεί ως βρέφη – μια ηλικία κατά την οποία, θεωρητικώς, η χημική ουσία θα είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στον οργανισμό και θα μπορούσε να πυροδοτήσει την παχυσαρκία.
«Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης παρουσιάζουν μια υπόθεση η οποία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης» υπογραμμίζει από την πλευρά της η διευθύντρια του Αμερικανικού Ινστιτούτου Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας, Λίντα Μπέρνμπαουμ.