Τρεις μελέτες υποδηλώνουν ότι η πιπίλα εμποδίζει την συναισθηματική ανάπτυξη των αγοριών. Τη μια από αυτές τις μελέτες πραγματοποίησαν ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Γουϊσκόνσιν-Μάντισον (UW-Madison), οι οποίοι διαπίστωσαν πως η εκτενής χρήση πιπίλας σχετίζεται αργότερα στη ζωή με πιο φτωχά αποτελέσματα σε διάφορους δείκτες της συναισθηματικής ωρίμανσης. Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Basic and Applied Social Psychology».
Τα βρέφη μαθαίνουν να αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον μέσω της μίμησης, αλλά οι ερευνητές ανακάλυψαν πως η υπερβολική χρήση της πιπίλας διαταράσσει αυτή την αλληλεπίδραση καθώς εμποδίζει τα μωρά να «αντιγράψουν» τις διαφορετικές εκφράσεις του προσώπου των γύρω τους.
Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που συσχετίζει την πιπίλα με αρνητικές ψυχολογικές συνέπειες και τα ευρήματά της δεν φάνηκε να ισχύουν για τα κορίτσια.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής ήδη ζητούν περιορισμούς στη χρήση της πιπίλας αφ’ ενός για να ενθαρρυνθεί ο θηλασμός, αφ’ ετέρου επειδή οι πιπίλες έχουν συσχετισθεί με τις ωτίτιδες και δυσμορφίες στα δόντια.
Μίμηση, μάθηση και συναίσθημα
Οι άνθρωποι κάθε ηλικίας συχνά μιμούνται – ακούσια ή εκούσια – τις εκφράσεις και την γλώσσα σώματος των ατόμων που τους περιβάλλουν. Και αυτό, διότι «η μίμηση μάς επιτρέπει να αισθανθούμε έως ένα βαθμό όπως ο απέναντί μας», κατά την επικεφαλής ερευνήτρια δρα Πώλα Νίντενθαλ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο UW-Madison.
«Αυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους καταλαβαίνουμε τι νιώθει κανείς – ιδίως εάν φαίνεται θυμωμένος, αλλά ισχυρίζεται ότι δεν είναι ή όταν χαμογελάει αλλά δεν βρίσκουμε τον λόγο της φαινομενικής ευτυχίας του», εξήγησε.
Για τα βρέφη, η μίμηση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο μάθησης, συνέχισε. «Μιλάμε στα μωρά, αλλά στην αρχή δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνουν οι λέξεις», είπε. «Πολύ περισσότερα καταλαβαίνουν από τον τόνο της φωνής μας και τις εκφράσεις του προσώπου μας». Όταν, όμως, το μωρό έχει μια πιπίλα στο στόμα, είναι πολύ λιγότερο ικανό να μιμηθεί αυτές τις εκφράσεις και τα συναισθήματα που εκφράζουν.
Μειωμένη συναισθηματική νοησμοσύνη
Τα ευρήματα προέρχονται από τρεις διαφορετικές μελέτες. Η πρώτη διεξήχθη σε εξάχρονα και επτάχρονα παιδιά. Όσα αγόρια είχαν ουσιαστικά μεγαλώσει με μία πιπίλα στο στόμα, είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να μιμηθούν τις συναισθηματικές εκφράσεις σε πρόσωπα που έβλεπαν σε μία οθόνη.
Οι ερευνητές επανέλαβαν το πείραμα με φοιτητές και φοιτήτριες. Όσοι φοιτητές είχαν χρησιμοποιήσει περισσότερο πιπίλες όταν ήσαν μωρά, πέτυχαν χαμηλότερη βαθμολογία σε τεστ ενσυναίσθησης (ουσιαστικά είναι η ικανότητα ταύτισης με τα συναισθήματα των άλλων).
Στην τρίτη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν μία άλλη ομάδα φοιτητών και φοιτητριών, που υποβλήθηκαν σε ένα κλασικό τεστ συναισθηματικής νοημοσύνης, το οποίο βαθμολόγησε την ικανότητά τους να λαμβάνουν αποφάσεις βάσει της ψυχικής διάθεσης άλλων ατόμων.
Και πάλι, η μεγαλύτερη χρήση πιπίλας κατά την βρεφική ηλικία συσχετίσθηκε στα αγόρια με χαμηλότερες βαθμολογίες στο τεστ.
«Ήταν εκπληκτική η συνέπεια των ευρημάτων και στις τρεις μελέτες, όσον αφορά τα αγόρια», είπε η δρ Νίντενθαλ. «Στα κορίτσια δεν παρατηρήθηκαν ανάλογες συσχετίσεις, ίσως διότι αυτά ωριμάζουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα αγόρια και έτσι αντισταθμίζουν τυχόν έλλειμμα εξαιτίας της πιπίλας.
»Μπορεί πάλι οι γονείς ασυναίσθητα να ενθαρρύνουν την συναισθηματικότητα των κοριτσιών, παρά την χρήση της πιπίλας, διότι θέλουν από τα κορίτσια να είναι πιο συναισθηματικά. Αντιθέτως, επειδή τα αγόρια “πρέπει” να είναι σκληρά, δεν κάνουν κάτι για να τους διδάξουν τα συναισθήματα».