Εγωισμός: Η υπερβολική αυτοεκτίμηση δημιουργεί νάρκισσους

Η σημερινή νεολαία έχει χαρακτηριστεί ως «Γενιά του Εγώ» και κατηγορείται ότι διακατέχεται από υπέρμετρο εγωισμό.  Οι νέοι θεωρούνται σήμερα κακομαθημένοι, αλαζονικοί και νάρκισσοι. Οι καθηγητές παραπονούνται ότι οι φοιτητές τους απαιτούν συνεχή προσοχή. Οι εργοδότες δυσκολεύονται να καταπιούν τα υπερδιογκωμένα εγώ των νεαρών υπαλλήλων, ενώ οι ψυχοθεραπευτές λένε ότι βλέπουν μια νέα γενιά ασθενών που έχει κατάθλιψη επειδή δεν μπορει να επιτύχει τις υπερβολικές προσδοκίες της.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το φταίξιμο βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και στους άλλους ενηλίκους οι οποίοι υπερέβαλαν στο να μεγεθύνουν την άποψη που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους από τα πρώτα τους χρόνια. «Οι γονείς παραχαϊδεύουν τα παιδιά για πολύ καιρό, ενώ θα έπρεπε από πολύ νωρίς να τα μαθαίνουν ότι δεν είναι τέλεια». Αυτό ήταν το σχόλιο ενός μπλόγκερ σ’ ένα άρθρο των «New York Times» το οποίο οίκτιρε τον εγωισμό σημερινής νεολαίας. Το πρόβλημα με τα παιδιά, συνέχιζε, είναι ότι έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους επειδή έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως καθετί που κάνουν είναι σημαντικότερο από ότι κάνουν οι άλλοι. Οι κατηγορίες αυτές δεν βαρύνουν μόνο τη Γενιά του Εγώ αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία για την ανατροφή των παιδιών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να ισχύει ακόμη. Η παιδαγωγιή αυτή προσπάθησε να αυξήσει την αυτοεκτίμηση των παιδιών ώστε να έχουν μεγαλύτερες επιτυχίες στη ζωή τους αργότερα αλλά αυτό που κατάφερε είναι να ενισχύσεις τον εγωισμό.

 Παραφουσκωμένος εγωισμός

Από τους πλέον ένθερμους επικριτές της σημερινής νεολαίας είναι η Τζιν Τουένγκι, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας τού «Generation Me». Για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του υπερδιογκωμένου εγωισμού της Γενιάς του Εγώ αρκεί, όπως λέει, να κοιτάξουμε την ετήσια μελέτη των αμερικανών πρωτοετών φοιτητών που περιλαμβάνει 9 εκατ. φοιτητές κολεγίου. Αποκαλύπτει ότι το 52% των συμμετεχόντων του 2009 θεωρούσε πως είχε επίπεδα κοινωνικής αυτοπεποίθησης υψηλότερα από εκείνα του μέσου γενικού πληθυσμού σε σχέση με το 30% των φοιτητών που δήλωνε το ίδιο στη μελέτη του 1966. Οι σημερινοί φοιτητές αξιολογούν τη νοητική τους αυτοπεποίθηση, τις δεξιότητές τους στο να μιλούν δημόσια καθώς και τις ηγετικές τους ικανότητες περίπου κατά 50% υψηλότερα από ό,τι οι ομόλογοί τους του 1966.

Η υπερβολική σημασία της αυτοεκτίμησης για τη Γενιά του Εγώ σκιαγραφήθηκε σε ένα πείραμα το 2010. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπραντ Μπούσμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έδιναν στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους – π.χ., το να πάρουν μεγαλύτερο βαθμό ή να δεχθούν μια φιλοφρόνηση – μεγαλύτερη αξία από ό,τι στις ανταμοιβές που κινητοποιούν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ύπαρξής της, όπως το να φάει κάποιος το αγαπημένο του φαγητό ή το να επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι φοιτητές επίσης αξιολογούσαν αυτή την επιβράβευση υψηλότερα από το να κερδίσουν χρήματα, να πιουν αλκοόλ ή να δουν τον καλύτερό τους φίλο.

 Ματαιοδοξία και ναρκισσισμός

Στις ημέρες μας, παρ’ όλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει ένα δεύτερο νόημα: «Μια αδικαιολόγητα καλή γνώμη κάποιου για τον εαυτό του, δηλαδή ματαιοδοξία». Αυτός είναι ο ορισμός που ίσως ταιριάζει καλύτερα στη Γενιά του Εγώ. Κατ’ αρχάς, ο παραφουσκωμένος εγωισμός δημιουργεί σε πολλά νεαρά άτομα μη ρεαλιστικές προσδοκίες και η ανικανότητά τους να τις εκπληρώσουν μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στην Ατλάντα της Τζόρτζια ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο πως ένας στους εννέα Αμερικανούς άνω των 12 ετών παίρνει αυτή τη στιγμή αντικαταθλιπτικά – αριθμός τετραπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι νάρκισσοι τείνουν να μην ανέχονται την κριτική και έχουν ροπή προς την εξαπάτηση και την επιθετικότητα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο σου και κάνουν ολόκληρο καβγά για έναν βαθμό» λέει η Τουένγκι. Επίσης ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση.

«Το έχουμε παρακάνει με τον ατομισμό» λέει η κυρία Τουένγκι και αυτό αντανακλάται και στην ποπ κουλτούρα. Μαζί με τον ψυχολόγο Νέιθαν Ντε Βαλ και άλλους ερευνητές κατέγραψαν μια αύξηση της χρήσης της λέξης «εγώ» στους στίχους των αμερικανικών ποπ επιτυχιών από το 1980 ως το 2007. Ταυτοχρόνως η συχνότητα λέξεων που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, με την κοινωνική αλληλεπίδραση και τα θετικά συναισθήματα έχει μειωθεί. Η Τουένγκι θεωρεί υπεύθυνους τέσσερις παράγοντες: τις αλλαγές στη συμπεριφορά των γονέων, τη λατρεία της διασημότητας, το ιντερνετ και τον εύκολο δανεισμό. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν μια διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους, στην οποία το φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από αυτή καθαυτή την επίδοση» λέει.

Αλλοι κατηγορούν το κίνημα της αυτοεκτίμησης που ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1980. Δυστυχώς, λέει ο Λίρι, το κίνημα γεννήθηκε από μια παρανόηση. Μελέτες είχαν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και στις θετικές εξελίξεις στη ζωή. «Ο κόσμος βιάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυτοεκτίμηση ήταν η αιτία αυτών των άλλων πραγμάτων αλλά δεν είναι» λέει. Υστερα από τρεις δεκαετίες και πολλά προγράμματα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης επικρατεί η άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθρέψει κάποιος τα παιδιά του είναι να οικοδομήσει την αυτοεκτίμησή τους μέσα από συνεχείς επαίνους και θετικές αναδράσεις. Τα στοιχεία είναι όμως είναι ασαφή, στην καλύτερη περίπτωση.

Μειωμένη αντοχή στις δυσκολίες

Σήμερα οι ψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί συχνότερα τη συνέπεια θετικών γεγονότων στη ζωή παρά την αιτία τους – ένα μήνυμα το οποίο ακόμη δεν έχει περάσει σε γονείς και δασκάλους. Ο Λίρι φθάνει ως το σημείο να διαβεβαιώνει ότι η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται με τεχνητό τρόπο, χωρίς αναφορά σε επιτεύγματα, δεν έχει καμία εγγενή αξία. Εν τω μεταξύ ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος Χέρμπερτ Μαρς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αυτοεκτίμηση ως ένα τμήμα της ευρύτερης έννοιας ενός πράγματος που ονομάζεται αυτοαντίληψη και το οποίο περιλαμβάνει επίσης τις απόψεις που έχει κάποιος για την εθνοτική και μορφωτική του ταυτότητα, καθώς και για το φύλο του. Πιστεύει ότι η καλή αυτοαντίληψη και η υψηλή εκπαιδευτική απόδοση αποτελούν την αιτία και το αποτέλεσμα η μια της άλλης. «Αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη τη δουλειά των δασκάλων» λέει. «Δεν πρέπει μόνο να διδάξουν δεξιότητες, πρέπει επίσης να οικοδομήσουν την πίστη των παιδιών στον εαυτό τους και μετά να συνδέσουν αυτά τα δύο».

 Πιο σημαντικός ο αυτοέλεγχος

Ο κ. Μπαουμάιστερ υποστηρίζει ότι, αντί να «χτίζουμε» το εγώ των παιδιών, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον αυτοέλεγχό τους. Στο βιβλίο του «Willpower: Rediscovering Our Greatest Strength» παρουσιάζει στοιχεία υπέρ του ότι η δύναμη της θέλησης και όχι η αυτοεκτίμηση είναι το απαραίτητο συστατικό για μια επιτυχημένη ζωή. Υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να επιμένουν σε δύσκολα έργα ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, κάτι το οποίο θα ενισχύσει με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμησή τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτοπειθαρχίας ενθαρρύνοντας τα παιδιά να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Και αντί να τους παρέχουν διαρκή και επομένως ανούσιο έπαινο, κάτι που δημιουργεί εγωισμό, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα πραγματικά επιτεύγματα.

Η υπερβολική αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, το ίδιο όμως ισχύει και για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην εφηβεία τα παιδιά γίνονται ευάλωτα καθώς ο «συμπαγής» εγωκεντρισμός που έχουν στα πρώτα τους χρόνια αρχίζει γρήγορα να αποκτά ρωγμές. Στα κορίτσια η πτώση της αυτοεκτίμησης είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αγόρια, και στα δυο φύλα όμως η αλλαγή είναι μόνιμη. Επίσης σε αυτές τις ηλικίες η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι υψηλή αλλά ταυτόχρονα ασταθής, να καταποντίζεται με την πρώτη κριτική.

Οι γονείς φυσικά θέλουν να προστατεύσουν το παιδί τους σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, όμως το να το στολίζουν με αβάσιμους επαίνους δεν είναι η λύση διότι προκαλεί την παρενέργεια του εγωισμού. Μια καλύτερη τακτική είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά να σκέφτονται τους άλλους. Μια από τις πολλές μελέτες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από την Τζένιφερ Κρόκερ και την Εϊμι Κανεβέλο του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους, σε περίπου 200 ζεύγη φοιτητών. Διαπίστωσαν ότι όσοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους βάζοντας τον ή την συγκάτοικό τους να τους αναγνωρίσει τα καλά σημεία τους απέτυχαν: τόσο η αυτοεκτίμηση των ίδιων όσο και η γνώμη των συγκατοίκων τους για εκείνους μειώθηκαν μέσα στους τρεις μήνες που διήρκεσε το πείραμα. «Εκείνο που πραγματικά λειτούργησε ήταν το να δείχνουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συγκάτοικό τους» λέει η Κρόκερ.

 

 

 

Δείτε επίσης