Μια μελέτη που διεξήχθη σε 300 ζεύγη διδύμων γυναικών (άλλα ήταν πανομοιότυπα και άλλοι όχι) και δημοσιεύθηκε στην «Διεθνή Επιθεώρηση Διατροφικών Διαταραχών», έδειξε ότι η κληρονομικότητα και τα γονίδια ευθύνονται κατά 43% για την επιθυμία για αδυνάτισμα. Το εύρημα αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την άποψη ότι οι γυναίκες βρίσκονται υπό συνεχή πίεση για δίαιτα ώστε να αποκτήσουν το τέλειο σώμα, εξαιτίας των προτύπων που προβάλλονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
«Όλοι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από μηνύματα που εκθειάζουν τις αρετές του αδύνατου σώματος, αλλά παραδόξως μόνον λίγες γυναίκες αναπτύσσουν αυτό που αποκαλούμε εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης ερευνήτρια δρ Τζέσικα Σουϊσμαν. «Ορμώμενοι από αυτή την αντίληψη, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να υπάρχουν γενετικοί παράγοντες οι οποίοι καθιστούν κάποιες γυναίκες πιο ευάλωτες σε αυτή την εσωτερίκευση. Η μελέτη μας διεξήχθη για να διαπιστώσουμε εάν ευσταθεί η θεωρία μας».
Το ιδεώδες της λεπτότητας είναι η αντίληψη πως το γυναικείο σώμα πρέπει να είναι λεπτό, θηλυκό, με στενή μέση και λίγο σωματικό λίπος. Το μέγεθος που αντιστοιχεί σε αυτό το ιδεώδες σώμα ολοένα μικραίνει και έχει πλέον φτάσει στο «size zero» ή «μέγεθος μηδέν» (είναι το μέγεθος που πρέπει να έχουν τα γυναικεία ρούχα, βάσει του ιδεώδους της λεπτότητας). Η εσωτερίκευση του ιδεώδους αυτού σημαίνει ότι μια γυναίκα είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα, όπως π.χ. αυστηρή δίαιτα, έντονη άσκηση ή ακόμα και εγχείρηση, για να αποκτήσει το σώμα των ονείρων της – και σε τέτοια περίπτωση, καραδοκούν οι διατροφικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η νευρογενής ανορεξία, η βουλιμία και η πολυφαγία.
Κατά 43% θέμα κληρονομικότητας η επιθυμία για αδυνάτισμα
Η μελέτη βασίσθηκε σε περισσότερα από 300 θήλεα ζεύγη διδύμων, ηλικίας 12 έως 22 ετών. Οι ερευνητές κατέγραψαν κατά πόσον ήθελαν οι δίδυμες να μοιάσουν στους διασήμους που έβλεπαν σε ταινίες, τηλεόραση και περιοδικά, για να υπολογίσουν το επίπεδο του ιδεώδους της λεπτότητας που είχαν. Στη συνέχεια, συνέκριναν τις πανομοιότυπες δίδυμες (όλα τα γονίδιά τους είναι τα ίδια) με τις μη πανομοιότυπες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πανομοιότυπες δίδυμες είχαν εγγύτερα επίπεδα ιδεώδους της λεπτότητας – γεγονός που σημαίνει ότι στη διαμόρφωσή του παίζουν σημαντικό ρόλο τα γονίδιά τους – και μερικές από αυτές έκαναν προσπάθεια να αδυνατήσουν ακολουθώντας κάποια δίαιτα.
Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων έδειξε πως οι απόψεις που είχαν οι δίδυμες της μελέτης για το σώμα τους, καθοριζόταν σε ποσοστό 43% από τα γονίδιά τους. Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές (κοινωνικές) επιρροές, αυτές απεδείχθη ότι έπαιζαν ρόλο – αλλά όχι αυτόν που μέχρι τώρα νομίζαμε.
Στην πραγματικότητα, σημαντικές δεν ήταν οι κοινές επιρροές όπως θα περίμενε κανείς (λ.χ. το να βλέπουν μαζί οι δίδυμες περιοδικά μόδας, ταινίες κ.τ.λ.), αλλά οι διαφορετικές επιρροές (λ.χ. το να ασχολείται μόνο η μία δίδυμη με την μόδα, το να έχει μόνο η μία φίλους «κολλημένους» με το σωματικό βάρος κ.τ.λ.).
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι οι κοινοί παράγοντες του περιβάλλοντος – όπως η έκθεση στα ίδια μέσα μαζικής ενημέρωσης – δεν ασκούν τόσο μεγάλη επίδραση, όσο νομίζαμε», παραδέχθηκε η δρ Σουϊσμαν. «Αντιθέτως, οι μη κοινοί παράγοντες, αυτοί που διαφοροποιούσαν δηλαδή τις δίδυμες της μελέτης μας, ήταν αυτοί με την μεγαλύτερη επίδραση». Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «τελικά, οι κοινωνικοί παράγοντες που νομίζαμε ότι ευθύνονται για την εσωτερίκευση του ιδεώδους της λεπτότητας δεν είναι εξίσου σημαντικοί με την κληρονομικότητα», είπε. «Επιπλέον, οι κοινωνικοί παράγοντες που οδηγούν στην εσωτερίκευση δεν είναι κατ’ ανάγκην κοινοί, αλλά διαφορετικοί για κάθε γυναίκα».
«Είναι πλέον σαφές ότι στην ανάπτυξη των διατροφικών διαταραχών παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί», δήλωσε η επιβλέπουσα της νέας μελέτης δρ Κέλυ Κλαμπ,καθηγήτρια Ψυχολογίας στο MSU.
«Πρέπει να βρούμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο δρα καθένας από αυτούς, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα το πρόβλημα των διατροφικών διαταραχών».