Ο κοκκύτης (στα αγγλικά whooping cough ή pertussis) είναι μια οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος με έντονα συμπτώματα. Πρόκειται για μια παιδική αρρώστια, ιδιαίτερα μολυσματική και με εύκολη μετάδοση, η οποία όμως εμφανίζεται και στους ενήλικες.
Ο κοκκύτης οφείλεται στο βακτήριο του αιμόφιλου του κοκκύτη (Bordetella pertussis). Το μικρόβιο προσβάλλει με τις τοξίνες του τα επιθηλιακά κύτταρα των βρόγχων και των βρογχιολίων προκαλώντας φλεγμονή και στένωση των αυλών. Μεγάλο κίνδυνο διατρέχουν τα παιδιά που είναι κάτω του ενός έτους και ιδιαίτερα τα βρέφη κάτω των τριών μηνών.
Όταν το παιδί είναι άρρωστο από κοκκύτη οι αναπνοές του δεν είναι ρυθμικές και βήχει συνέχεια. Ο κοκκύτης δεν εμφανίζεται συχνά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, καθώς υπάρχει το εμβόλιο κατά του κοκκύτη. Όπως όμως αναφέρεται πιο κάτω, το εμβόλιο αυτό (DTaP) δεν παρέχει ανοσία εφ’ όρου ζωής, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί, τα τελευταία χρόνια έξαρση του κοκκύτη, τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Για παράδειγμα, στον Καναδά πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι εκδηλώνονται σήμερα 6 φορές περισσότερα περιστατικά κοκκύτη, σε σύγκριση με πριν 10 χρόνια ενώ στις ΗΠΑ τα περιστατικά αυξήθηκαν 13 φορές από το 1981 μέχρι σήμερα.
Μετάδοση και συμπτώματα
Επειδή το μικρόβιο του αιμόφιλου του κοκκύτη (Bordetella pertussis) δεν επιβιώνει για μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό περιβάλλον η μετάδοση προϋποθέτει τη στενή επαφή μεταξύ των ατόμων. Ευτυχώς, υπάρχει πρόληψη για τον κοκκύτη με το αντίστοιχο εμβόλιο που ξεκινά να γίνεται στα παιδιά από την ηλικία των 2 μηνών. Το εμβόλιο κατά του κοκκύτη περιορίζει κατά πολύ τη μετάδοση της νόσου. Τα μη εμβολιασμένα παιδιά διατρέχουν κατά 23 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από κοκκύτη σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν εμβολιαστεί.
Η μετάδοση του κοκκύτη γίνεται από τα σταγονίδια που εκπέμπει ο άρρωστος όταν βήχει, φτερνίζεται ή ακόμη και όταν μιλάει. Από τη στιγμή που θα μπει το μικρόβιο στον οργανισμό ενός παιδιού θα εμφανίσει τα συμπτώματα μετά από 7-14 μέρες. Τα πρώτα συμπτώματα δίνουν την εντύπωση ότι το παιδί περνά ένα απλό κρυολόγημα (ρινοκαταρροή, ελαφρύς βήχας, πυρετός, μάτια που δακρύζουν κτλ). Παρουσιάζει δηλαδή, βήχα, ελαφρό πυρετό, τρέχουν τα μάτια του και η μύτη του. Τα πιο πάνω συμπτώματα διαρκούν 1-2 βδομάδες. Αν στη συνέχεια ο βήχας παρατείνεται και αρχίζει να γίνεται πιο έντονος και συχνός θέτει υποψία κοκκύτη. Εφόσον τελικά είναι κοκκύτης, ο βήχας αρχίζει να γίνεται παροξυσμικός.
Ο παροξυσμικός βήχας χαρακτηρίζεται από απότομη εισπνοή αέρα που ακολουθείται με 5-10 προσπάθειες για βήχα. Αυτές οι απανωτές προσπάθειες για βήχα διακόπτονται με απότομη εισπνοή κατά την οποία ακούγεται και ένας χαρακτηριστικός θόρυβος σαν το παιδί να πνίγεται. Παροξυσμικά επεισόδια βήχα θα παρουσιάζει αρκετά το παιδί μέχρι που να μπορέσει να αποβάλλει κάποιο κομμάτι βλέννας. Πολλές φορές το επεισόδιο του παροξυσμικού βήχα ακολουθείται από εμετό. Το στάδιο αυτό διαρκεί 2-4 βδομάδες και σταδιακά το παιδί αρχίζει να αναρρώνει. Ο μικροοργανισμός μεταδίδεται πολύ εύκολα, μόλις αρχίσει ο παροξυσμικός βήχας μέχρι και τρεις εβδομάδες μετά. Άτομα που μένουν στο ίδιο σπίτι με τον άρρωστο έχουν πιθανότητα 80-100% να μολυνθούν. Ο κοκκύτης συνολικά διαρκεί περίπου 2 μήνες ενώ το παιδί ταλαιπωρείται πραγματικά για 3-4 εβδομάδες.
Επιπλοκές
Πιθανές επιπλοκές του κοκκύτη είναι: Πνευμονία, σπασμοί, αιμορραγία στους βλεννογόνους (από τον έντονο βήχα). Μερικές φορές το παιδί μπορεί να δαγκώσει και τη γλώσσα του. Η πνευμονία, στην οποία οφείλεται το 90% των θανάτων από κοκκύτη σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 3 ετών. Η πνευμονία οφείλεται είτε στον ίδιο τον αιμόφιλο του κοκκύτη είτε συχνότερα, σε δευτεροπαθείς επιμολύνσεις με άλλα μικρόβια (π.χ. αιμόφιλο της γρίπης, πνευμονιόκοκκο).
Μια πιο συνηθισμένη, αλλά και βαρύτατη επιπλοκή είναι η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια, που προσβάλλει κυρίως βρέφη και εκδηλώνεται με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά ευρήματα και κώμα. Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από τους πυρετικούς σπασμούς και τους σπασμούς από μεταβολικές διαταραχές που συνοδεύουν τη νόσο, όπως είναι α) η υπογλυκαιμία από τη δράση της κοκκυτικής τοξίνης, β) η τετανία από τη μεταβολική αλκάλωση (συχνοί εμετοί) και γ) η υπονατριαιμία από παράδοξη έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης.
Αλλες επιπλοκές του κοκκύτη είναι:
· Η υπογλυκαιμία που αποτελεί επίσης σοβαρή επιπλοκή της νόσου,
· οι ρινικές επιστάξεις που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του παροξυσμού,
· τα αιματώματα του σκληρού και κάτω από το βολβικό επιπεφυκότα στους οφθαλμούς
· η ρήξη ή ο τραυματισμός του χαλινού της γλώσσας,
· οι κήλες,
· η πρόπτωση του ορθού και
· οι διαταραχές της θρέψης.
Θεραπεία
Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών με κοκκύτη θα χρειαστεί να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο λόγω της βαριάς εικόνας που θα παρουσιάσει (υψηλός πυρετός, έντονος βήχας). Στο νοσοκομείο τα παιδιά αυτά απομονώνονται από τους υπόλοιπους ασθενείς για να μην τους μεταδώσουν την αρρώστια. Στο παιδί χορηγείται συγκεκριμένο αντιβιοτικό (ερυθρομυκίνη), το οποίο δυστυχώς δεν αλλάζει την πορεία της αρρώστιας αλλά περιορίζει την επέκταση του μικροοργανισμού στους άλλους ανθρώπους.
Τα αντιβηχικά φάρμακα δεν καταπραΰνουν το βήχα για αυτό και δεν χρησιμοποιούνται. Στο στάδιο του παροξυσμικού βήχα το παιδί μπορεί να παρουσιάζει αρκετούς εμετούς. Για αυτό είναι καλό να το σιτίζεται τακτικά με μικρά ελαφριά γεύματα. Προτιμώνται οι χυμοί. Σημαντική είναι η παρακολούθηση για πιθανές επιπλοκές που πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα. Τα παιδιά που νοσούν πρέπει να απομακρυνθούν από το σχολείο ή το βρεφονηπιακό σταθμό και να επιστρέψουν μια εβδομάδα μετά την έναρξη της χορήγησης της αντιβίωσης, οπότε και παύει η δυνατότητα μετάδοσης.
Πολλές φορές κρίνεται απαραίτητο, τα παιδιά ή οι ενήλικες που δεν είναι εμβολιασμένοι και ήρθαν σε επαφή με παιδί που νοσεί, να λάβουν ερυθρομυκίνη προληπτικά για δυο εβδομάδες, ανεξάρτητα από την ηλικία και τη συμπτωματολογία τους, προκειμένου να περιοριστεί η δευτερογενής μετάδοση.
Το εμβόλιο DTaP
Αν και ο κοκκύτης δεν απειλεί τη ζωή στους ενήλικες, παίρνει μια πολύ σοβαρή μορφή στα βρέφη κάτω των 3 μηνών και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ο κοκκύτης σκοτώνει κάθε χρόνο 400.000 παιδιά παγκοσμίως. Τα περισσότερα κρούσματα καταγράφονται στις φτωχές χώρες. Δυστυχώς όμως από το 1980 και μετά, η ασθένεια άρχισε να εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα ακόμη και στις χώρες με πολύ ψηλά επίπεδα κάλυψης με εμβολιασμό.
Το εμβόλιο για τον κοκκύτη είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδυασμό με εμβολιασμό διφθερίτιδας και του τετάνου που ονομάζεται DTaP. Το χρονοδιάγραμμα για τα βρέφη είναι μια σειρά πέντε δόσεων. Το εμβόλιο DTaP είναι το ακυτταρικό του κοκκύτη, το οποίο αντικατέστησε το 2005 το παλαιού τύπου του «ολόκληρου κυττάρου» (DTP) που συχνά προκαλούσε σοβαρές παρενέργειες, όπως υψηλό πυρετό, σπασμούς, λιποθυμικά επεισόδια κ.ά. Οι ερευνητές ωστόσο ανακάλυψαν ότι ακόμα και όταν χορηγούνται σωστά οι πέντε δόσεις του DTaP, η προστασία των παιδιών από τον κοκκύτη φθίνει έπειτα από πέντε χρόνια ενώ το παλαιό εμβόλιο, παρά τις σοβαρές του παρενέργειές του, διαρκούσε περισσότερο. Το DTaP είναι ένα σχετικό νέο εμβόλιο και δεν είναι ακριβώς γνωστό πόσο διαρκεί η προστασία του στους ενήλικες καθώς τώρα γίνονται οι σχετικές μελέτες. Έχει κι αυτό ορισμένες παρενέργειες, όπως και το εμβόλιο DTP, αλλά λιγότερες.
Το εμβόλιο DTaP όπως και η ίδια η ασθένεια δεν προκαλούν ανοσία για όλη τη ζωή. Οι ενήλικες όταν προσβληθούν μπορούν εύκολα να μεταδώσουν την ασθένεια στα μικρά βρέφη ηλικίας κάτω των 3 μηνών. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ένας καλός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει η πρόληψη για τα βρέφη, είναι ο εμβολιασμός των γυναικών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Ο εμβολιασμός των μελλοντικών μητέρων θα δημιουργούσε αντισώματα σε αυτές εναντίον του μικροβίου. Τα αντισώματα από τη μητέρα κατά την εγκυμοσύνη μεταφέρονται στο παιδί και έτσι κατά τους πρώτους μήνες της ζωής το παιδί θα διαθέτει άμυνα εναντίον του κοκκύτη.
Καθώς το εμβόλιο δεν προσφέρει ανοσία για πάντα, οι ενήλικες που έχουν περάσει τον κοκκύτη ή έχουν εμβολιαστεί εναντίον του, μπορεί ακόμα να μολυνθούν από το βακτήριο. Σε τέτοια περίπτωση, ένα ενήλικας μπορεί να εκδηλώσει συμπτώματα όμοια με αυτά του κοινού κρυολογήματος – συνάχι ή «μπούκωμα», λίγο ή καθόλου πυρετό και βήχα – τα οποία θα ξεπεράσει, δίχως να πάει καν στον γιατρό.
Αρχικά, είχε θεωρηθεί ότι ο επαναληπτικός εμβολιασμός δεν είναι απαραίτητος στους ενήλικες, εφόσον δεν παρουσιάζουν σοβαρά συμπτώματα και επιπλοκές. Πρόσφατα, όμως, η επιστημονική κοινότητα διαπίστωσε ότι ο εμβολιασμός των ενηλίκων για τον κοκκύτη είναι εξίσου σημαντικός, καθώς πολύ συχνά οι ενήλικες που νοσούν, χωρίς να το γνωρίζουν μεταδίδουν το μικρόβιο στα βρέφη και νεογνά, τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει τις απαραίτητες δόσεις εμβολίου ώστε να είναι προστατευμένα. Όπως εξηγεί ο Τζέιμς Ντ. Τσέρυ, καθηγητής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες «οι ήπιες μορφές της νόσου, σχεδόν ποτέ δεν γίνονται αντιληπτές».
Το 2014 μια μελέτη Βρετανών επιστημόνων βρήκε ότι το εμβόλιο δεν είναι πολύ αποτελεσματικό επειδή μεταλλάσσεται το βακτήριο που προκαλεί τον κοκκύτη. Ουσιαστική εκρίζωση του κοκκύτη πρέπει να αναμένεται μόνον όταν δημιουργηθεί εμβόλιο που προκαλεί ανοσία μεγαλύτερης διάρκειας και είναι δυνατή η επανάληψή του στην ενήλικο ζωή.