Η καρδιά περιβάλλεται ολόκληρη εξωτερικά από το περικάρδιο, ένα λεπτό ινώδη υμένα (μεμβράνη) που μοιάζει με σάκο. Το περικάρδιο αποτελείται από δύο χιτώνες-πέταλα, έναν προσκολλημένο στην καρδιά και έναν ελεύθερο. Μεταξύ τους σχηματίζεται μία κοιλότητα που ονομάζεται περικαρδιακή κοιλότητα, και φυσιολογικά περιέχει μια μικρή ποσότητα διαυγούς υγρού. Η φλεγμονή του περικαρδίου αναφέρεται ως περικαρδίτιδα και συχνά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής του υγρού.
Ανάλογα με το χρόνο της παρουσίασης και της διάρκειας, η περικαρδίτιδα χωρίζεται σε οξεία και χρόνια μορφή. Η οξεία περικαρδίτιδα είναι πιο κοινή από ό τι χρόνια περικαρδίτιδα. Οι ήπιες περιπτώσεις ενδέχεται να βελτιωθούν από μόνες τους. Η θεραπεία για τις πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να περιλαμβάνει φάρμακα και, σπανίως, χειρουργική επέμβαση. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να βοηθήσει να μειωθεί ο κίνδυνος από μακροχρόνιες επιπλοκές.
Η ποσότητα υγρού που περιέχεται στο περικάρδιο μπορεί να αυξηθεί, προκαλώντας αυτό που ονομάζεται περικαρδιακή συλλογή. Η περικαρδίτιδα μπορεί να είναι ξηρή ή υγρή λόγω συγκέντρωσης υγρού στην περικαρδική κοιλότητα.
Συμπτώματα
Το πιο κοινό σύμπτωμα που προκαλείται από περικαρδίτιδα είναι πόνος στο στήθος, ο οποίος εντοπίζεται στο μέσο του στέρνου, είναι έντονος και συνεχής σε σημείο που ο ασθενής δυσκολεύεται να ξαπλώσει, ενώ ελαττώνεται στην καθιστή θέση.
Ο πόνος μπορεί να είναι σοβαρός, και συχνά επιδεινώνεται από την αλλαγή θέσης ή με τη βαθιά αναπνοή. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να έχουν δυσκολία στην αναπνοή, ή πυρετό. Ο πόνος είναι συνήθως απότομος σαν αυτόν που προκαλεί το κόψιμο με μαχαίρι. Μπορεί όμως να προκύψει και σταδιακά εκπέμποντας στην πλάτη, στο λαιμό ή στα μπράτσα και να επιδεινωθεί με βαθιές ανάσες.
Ορισμένα άτομα με οξεία περικαρδίτιδα περιγράφουν τον πόνο στο στήθος πιο ήπιο, συνεχή που χειροτερεύει όμως με τη βαθιά εισπνοή και την κατάκλιση σε ύπτια θέση. Συχνά η περικαρδίτιδα μπορεί να συνοδεύεται από ήπια ενοχλήματα, στα οποία ο ασθενής δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία και η πάθηση μπορεί να αποκαλυφθεί σε δεύτερο χρόνο και εφόσον εμφανισθεί κάποια από τις επιπλοκές της.
Άλλα συμπτώματα της περικαρδίτιδας μπορεί να περιλαμβάνουν ξηρό βήχα, πυρετός, κούραση και άγχος. Λόγω της ομοιότητας των συμπτωμάτων με το έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή) η περικαρδίτιδα μπορεί να διαγνωσθεί λανθασμένα ως καρδιακή προσβολή.
Οι αιτίες
Οι αιτίες της περικαρδίτιδας είναι δύσκολο να προσδιοριστούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε δεν μπορεί να προσδιορισθεί η αιτία (και ονομάζεται ιδιοπαθής) είτε πρόκειται για ιογενή λοίμωξη (ιογενή περικαρδίτιδα).
Υπεύθυνοι στην δημιουργία της ιογενούς περικαρδίτιδας μπορεί να είναι ιοί και διάφορα μικρόβια. Άλλες καταστάσεις όπως νεφρική ανεπάρκεια, κακοήθεις όγκοι, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, φυματίωση, υποθυρεοειδισμός, θεραπευτική ακτινοβολία του θώρακα, τραύματα στο θώρακα και νόσοι του συνδετικού ιστού, όπως ο ερυθηματώδης λύκος μπορούν να συνδέονται με περιοκαρδίτιδα.
Οι ασθενείς με AIDS συχνά αναπτύσσουν λοιμώξεις που παράγουν περικαρδίτιδα.Μερικά από τα φάρμακα που μπορούν να παράγουν περικαρδίτιδα περιλαμβάνουν προκαϊναμίδη, hydralazine, φαινυτοΐνη, και ισονιαζίδη. Ορισμένες μορφές καρκίνου μπορεί να κανουν μεταστάσεις στο περικάρδιο και να παράγουν περικαρδίτιδα.
Περικαρδίτιδα παρατηρείται σε ποσοστό μέχρι 15% των ασθενών που έχουν υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή). Υπάρχει επίσης μια καθυστερημένη μορφή της περικαρδίτιδας μετά καρδιακή προσβολή, που ονομάζεται σύνδρομο Dressler, που εμφανίζεται εβδομάδες έως μήνες μετά την καρδιακή προσβολή.
Η διάγνωση
Για τη διάγνωση της περικαρδίτιδας πολύ σημαντική είναι η λεπτομερής λήψη του ιατρικού ιστορικού. Η ακρόαση της καρδιάς είναι επίσης σημαντική και μπορεί να αποκαλύψει ένα χαρακτηριστικό εύρημα της πάθησης, που είναι ο ήχος περικαρδιακής τριβής. Ο ήχος αυτός παράγεται από την τριβή των δύο πετάλων του περικαρδίου καθώς η καρδιά συστέλλεται και διαστέλλεται.
Σημαντικά διαγνωστικά εργαλεία είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, η ακτινογραφία θώρακα που συχνά αποκαλύπτει χαρακτηριστική διόγκωση της καρδιακής σιλουέτας από τη συλλογή υγρού στο περικάρδιο, όπως επίσης και το ηχοκαρδιογράφημα. Με το ηλεκτροκαρδιογράφημα καταγράφεται ταχυκαρδία ενώ με το υπερηχοκαρδιογράφημα, αν η περικαρδίτιδα είναι υγρή, διαπιστώνεται η ύπαρξη του υγρού μέσα στην περικαρδική κοιλότητα και εκτιμάται η σοβαρότητα της πάθησης να προκαλέσει συμπίεση των καρδιακών κοιλοτήτων από την μεγάλη ποσότητα υγρού. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται καρδιακός επιπωματισμός και είναι η σοβαρότερη επιπλοκή της περικαρδίτιδας.
Για τη διερεύνηση των αιτίων της περικαρδίτιδας είναι απαραίτητος ο πλήρης έλεγχος του αίματος με γενικές και ειδικές εξετάσεις. Τα εργαστηριακά ευρήματα με εξέταση αίματος βοηθούν να βρεθεί η αιτία της περικαρδίτιδας (γενική αίματος, ΤΚΕ, CRP, ανοσολογικοί δείκτες κ.λ.π.).
Κατά περίπτωση και ειδικότερα όταν υπάρχει κλινική υποψία ότι η περικαρδίτιδα δεν είναι ιογενής αλλά οφείλεται σε κάποια γενική πάθηση του οργανισμού, π.χ. όγκο ή κολλαγόνωση, ο ασθενής υποβάλλεται σε στοχευμένες και περισσότερο ειδικές εξετάσεις, όπως η αξονική και η μαγνητική τομογραφία.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα και την αιτιολογία της περικαρδίτιδας και ξεκινά με ανάπαυση και φάρμακα. Η περικαρδίτιδα κατά κανόνα ελέγχεται και υποχωρεί με τη χορήγηση φαρμάκων. Τα φάρμακα που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για τη θεραπεία της οξείας περικαρδίτιδας είναι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, όπως η ασπιρίνη. Άλλα φάρμακα όπως η ιβουπροφαίνη χρησιμοποιούνται για να μειώσουν τη φλεγμονή και συσσώρευση υγρού στο περικάρδιο.
Αν η περικαρδίτιδα υποτροπιάσει, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κολχικίνη. Όταν τα παραπάνω φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά, ή σε βαρείες περιπτώσεις με επηρεασμένη την γενική κατάσταση του ασθενούς, εναλλακτική λύση είναι η κορτιζόνη, η χορήγηση της οποίας όμως, δυστυχώς, προκαλεί αρκετά συχνά επιπλοκές.
Σε οξείες περιπτώσεις, που το περικαρδιακό υγρό παράγεται γρήγορα και σε μεγάλη ποσότητα, απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο για το ενδεχόμενο της παρακέντησης του περικαρδίου και της γρήγορης αφαίρεσης του υγρού από την καρδιά. Σε χρόνιες και υποτροπιάζουσες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να γίνει εκτομή ενός μικρού τμήματος του περικαρδίου ώστε να παροχετεύεται το υγρό ή ακόμα και ολική αφαίρεση του περικαρδίου.
Επιπλοκές
Δυστυχώς, ορισμένες περικαρδίτιδες συνοδεύονται από επιπλοκές. Ενώ η περικαρδίτιδα συνήθως υποχωρεί μέσα σε λίγες ημέρες ή λίγες εβδομάδες, τρεις επιπλοκές μπορούν να συμβούν. Αυτές είναι ο καρδιακός επιπωματισμός, η χρόνια περικαρδίτιδα και η συμπιεστική περικαρδίτιδα.
Καρδιακός επιπωματισμός εμφανίζεται όταν το υγρό συσσωρεύεται στο περικάρδιο (κατάσταση που ονομάζεται περικαρδιακή συλλογή). Η υπερβολική αύξηση του υγρού έχει ως συνέπεια ν καρδιά να συμπιέζεται από το υγρό και να παρεμποδίζεται η φυσιολογική της λειτουργία. Όταν αυτό συμβαίνει, η αρτηριακή πίεση πέφτει και ο ασθενής αισθάνεται αδυναμία, ζαλάδα, και δυσκολία στην αναπνοή. Ο καρδιακός επιπωματισμός αναγνωρίζεται με τους υπερήχους. Στον επιπωματισμό επειδή μπορεί να κοστίσει τη ζωή του ασθενή, απαιτείται άμεση παροχέτευση του υγρού, η οποία μπορεί να γίνει είτε εξωτερικά με βελόνα ή χειρουργικά κάνοντας μία μικρή τομή στο θωρακικό τοίχωμα. Η εξέταση του υγρού που παροχετεύτηκε μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση του αιτίου που προκάλεσε την περικαρδίτιδα και, κατά συνέπεια, στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Χρόνια περικαρδίτιδα συμβαίνει όταν η περικαρδιακή φλεγμονή δεν επιλυθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Μπορεί να συνδεθεί με όλα τα συμπτώματα της οξείας περικαρδίτιδας, και, επιπλέον, συχνά συνοδεύεται από ιδιαίτερα μεγάλη περικαρδιακή συλλογή υγρού. Συμπιεστική περικαρδίτιδα συμβαίνει όταν μια χρόνια φλεγμονή περικάρδιο ραβδιά στον καρδιακό μυ, συμπίεση και ασφυκτικά. Τα συμπτώματα είναι τα ίδια με επιπωματισμό, αλλά συνήθως έχουν πολύ πιο σταδιακή εμφάνιση.
Η συμπιεστική περικαρδίτιδα που εμφανίζεται συνήθως μήνες η χρόνια μετά την αρχική προσβολή είναι μια άλλη επιπλοκή. Στη συμπιεστική περικαρδίτιδα το περικάρδιο ασβεστώνεται και συρρικνώνεται, προκαλώντας την παγίδευση της καρδιάς από την ελεύθερη κινησή της. Αντιμετωπίζεται με χειρουργική αφαίρεση του περικαρδίου.
Όταν ένας ασθενής με ιστορικό περικαρδίτιδας εμφανίσει μεταγενέστερα δυσκολία στην ανάσα, πρήξιμο στα πόδια, εύκολη κόπωση ή χαμηλή αρτηριακή πίεση, πάντα θα πρέπει να υπάρχει υποψία για αυτές τις επιπλοκές.