Οι έρευνες της δεκαετίας του 1950 είχαν καθιερώσει την ιδέα ότι η πρωτοφανής επιδημία των καρδιακών προσβολών (εμφραγμάτων) που είχε παρατηρηθεί στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν αποτέλεσμα της κατανάλωσης πολλών ζωικών τροφών που ανέβαζαν τη χοληστερόλη (χοληστερίνη) στο αίμα των ανθρώπων. Ωστόσο, πριν ξεκινήσουν οι έρευνες για τις καρδιακές προσβολές, υπήρχε ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από τη χοληστερόλη διότι αγνοούνταν βασικά πράγματα. Το ερώτημα ήταν πως η χοληστερόλη και τα άλλα λίπη κυκλοφορούσε στο αίμα. Τα λίπη δεν αναμειγνύονται με το νερό, άρα πως η χοληστερόλη μεταφερόταν μέσα στο αίμα που αποτελείται κατά 60% από νερό;
Το ερώτημα αυτό ανέλαβε να απαντήσει ο Τζων Γκόφμαν, ένας ιατρικός ερευνητής με διδακτορικό στη φυσική. Ο Γκόφμαν σκέφτηκε πως αν έβρισκε τον τρόπο μεταφοράς της χοληστερόλης στο αίμα, ίσως να αποκαλυπτόταν ο ρόλος της στα εμφράγματα (καρδιακές προσβολές) και εφοδιασμένος μ’ ένα μηχάνημα που μπορούσε να μετρήσει διαστάσεις μορίων μπήκε στο παιγνίδι το 1948. Μέσα σε τρία χρόνια, ανακάλυψε ότι η χοληστερόλη και τα άλλα λίπη κυκλοφορούσαν στο αίμα σαν υποβρύχια επιβιβαζόμενα σε πρωτεΐνες. Τα συμπλέγματα λιπών και πρωτεϊνών έμοιαζαν με μικροσκοπικές μπαλίτσες και ονομάστηκαν λιποπρωτεΐνες. Ο Γκόφμαν ταξινόμησε τις λιποπρωτεΐνες σε πέντε κατηγορίες ανάλογα με τη πυκνότητά τους και οι μελέτες του προκάλεσαν μεγάλη έξαψη. Κάνοντας αναλύσεις αίματος σε καρδιοπαθείς και υγιείς ανθρώπους, ο Γκόφμαν βρήκε ότι η χοληστερόλη που μετέφεραν οι λιποπρωτεινες χαμηλής πυκνότητας, οι LDL (Low Density Lipoproteins), σχετίζονταν με τις καρδιακές προσβολές. Όσο περισσότερη χοληστερόλη υπήρχε στα σωματίδια LDL, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή. Αντίθετα, οι λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας, οι HDL (High Density Lipoproteins), ασκούσαν προστατευτική επίδραση. Οι υπόλοιπες τρεις κατηγορίες λιποπρωτεϊνών παρουσίαζαν μικρό ενδιαφέρον γιατί μετέφεραν λίγη χοληστερόλη. Το πρωί, πριν το φαγητό, το 70% της χοληστερόλης που κυκλοφορεί στο αίμα μεταφέρεται από τις λιποπρωτεΐνες LDL και το 20% από τις λιποπρωτεΐνες HDL.
Στη συνέχεια έγινε γνωστό ότι οι λιποπρωτεΐνες LDL μεταφέρουν τη χοληστερόλη από το συκώτι στους ιστούς και σ’ αυτή τη διαδικασία μπορούν να εισβάλουν μέσα στο τοίχωμα της αρτηρίας προκαλώντας την αθηρωματική πλάκα ενώ αντίθετα οι λιποπρωτεΐνες HDL μεταφέρουν τη χοληστερόλη από τους ιστούς πίσω στο συκώτι. Αυτή η διαφορά κάνει τη χοληστερόλη που μεταφέρεται στις λιποπρωτεΐνες LDL “κακή” και την χοληστερόλη που μεταφέρεται στις λιποπρωτεΐνες HDL “καλή”, αλλά φυσικά πρόκειται για το ίδιο μόριο που απλώς έχει αλλάξει όχημα μεταφοράς.
Ο Γκόφμαν βαθμολόγησε τις λιποπρωτείνες ανάλογα με το κακό που πίστευε ότι προξενούσαν στις αρτηρίες και κατασκεύασε έναν αθηρωματικό δείκτη λέγοντας ότι προβλέπει καλύτερα τις καρδιακές προσβολές από την απλή μέτρηση της συνολικής χοληστερόλης (και είχε δίκιο). Όμως οι άλλοι ερευνητές τότε δεν μπορούσαν να μετρήσουν τη χοληστερόλη που κουβαλούσαν οι διάφορες λιποπρωτεΐνες στο αίμα. Τα μηχανήματα που έκαναν διαχωρισμό λιποπρωτεϊνών εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ ήταν μόνο δύο και το ένα χρησιμοποιούσε ο Γκόφμαν.
Εγέρθηκαν λοιπόν αντιρρήσεις για το αν πράγματι είχε σημασία η μέτρηση της LDL χοληστερίνη και της HDL χοληστερίνης ξεχωριστά. Ειπώθηκε ότι η συνολική χοληστερόλη ήταν εξίσου καλό μέτρο του κινδύνου με την LDL χοληστερόλη, ενώ η HDL χοληστερόλη ίσως ήταν ουδέτερη. Ο Άνσελ Κίιζ (Ancel Keys), o πιο φημισμένος ερευνητής των καρδιακών προσβολών και της σχέσης που είχαν με τη διατροφή, όταν ανέλυσε τα στοιχεία του Γκόφμαν το 1951, δεν βρήκε διαφορά μεταξύ των διαφόρων λιποπρωτεϊνών λέγοντας: «…η χρήση των λιποπρωτεϊνικών κατηγοριών… δεν είναι καλύτερη απ’ ότι η συνολική χοληστερόλη».
Μετά από αυτό το σχόλιο, οι ερευνητές θα χρησιμοποιούσαν ως μέτρο του κινδύνου για τις καρδιακές προσβολές τη συνολική χοληστερόλη χωρίς να νοιάζονται για τη μέτρηση της LDL χοληστερόλης και της HDL χοληστερόλης ξεχωριστά. Μετά από λίγα χρόνια όμως έγινε τεχνικά εφικτός ο διαχωρισμός των λιποπρωτεϊνών για πολλά εργαστήρια και καθιερώθηκε ο διαχωρισμός της χοληστερίνης σε κακή και καλή. Δημιουργήθηκε μάλιστα με βάση τις στατιστικές μελέτες ένας αθηρωματικός δείκτης που δείχνει καλύτερα τον κινδυνο εμφράγματος απ’ ότι η απλή μέτρηση της συνολικής χοληστερίνης.
Θα μπορούσε ο Γκόφμαν να συνεχίσει τις έρευνές του για να διαπιστωθεί αν ο αθηρωματικός δείκτης, που ο ίδιος είχε τότε προτείνει, έκρινε καλύτερα τον κίνδυνο εμφράγματος απ’ ότι η συνολική χοληστερόλη αλλά ο Γκόφμαν έχασε το ενδιαφέρον του για την αθηροσκλήρωση. Ασχολήθηκε με την επίδραση των ακτινοβολιών στο ανθρώπινο σώμα λέγοντας μετά από χρόνια ότι για την αύξηση των καρκίνων έφταιγε η ραδιενέργεια από την υπερσυνταγογράφηση των ακτινογραφιών. Το 2005, σε ηλικία 87 ετών, ο Γκόφμαν εξέφρασε πικρία για την αντιμετώπιση των μελετών του στη δεκαετία του 1950 πιστεύοντας ότι αγνοήθηκαν επειδή ήταν φυσικός και όχι γιατρός.
Μικρό μέγεθος LDL ίσον μεγαλύτερος κίνδυνος για έμφραγμα
Στη συνέχεια οι ιατρικοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι λιποπρωτεΐνες LDL δεν έχουν όλες το ίδιο μέγεθος. Κάποιες είναι πιο μεγάλες σε μέγεθος και κάποιες πιο μικρές. Οι μικρές είναι οι πιο επικίνδυνες διότι μπορούν πιο εύκολα να περάσουν μέσα στις αρτηρίες και να δημιουργήσουν φλεγμονή και αθηρωματική πλάκα. Η διαδικασία που δημιουργούνται οι μικρές λιποπρωτεΐνες LDL έχει ενδιαφέρον. Το συκώτι κατασκευάζει την λιποπρωτεΐνη που ονομάζεται λιποπρωτεΐνη πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL, Very Low Density Lipoproteins) και η οποία μεταφέρει χοληστερόλη και τριγλυκερίδια στους ιστούς. Κυκλοφορώντας οι λιποπρωτεινες VLDL στο αίμα, περνούν από τα τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία όπου πιάνονται από ένα ένζυμο που βρίσκεται στην επιφάνειά τους και λέγεται λιποπρωτεϊνική λιπάση. Το ένζυμο αυτό απελευθερώνει τα τριγλυκερίδια και διαχωρίζει τα λιπαρά οξέα (λίπη) από τη γλυκερόλη. Στη συνέχεια τα λιπαρά οξέα προωθούνται είτε για καύση είτε για αποθήκευση.
Καθώς τα VLDL κυκλοφορούν στο αίμα και τα ένζυμα που λέγοναι λιποπρωτεϊνικές λιπάσες “ξαφρίζουν” τα τριγλυκερίδια, τα σωματίδια VLDL μικραίνουν σε μέγεθος. Έχουν αλλάξει τώρα διαστάσεις γιατί τους λείπει ένα μέρος των τριγλυκεριδίων και θεωρείται ότι ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία λιποπρωτεϊνών που ονομάζονται ενδιάμεσης πυκνότητας (IDL, Intermediate Low Density Lipoproteins). Πρόκειται για απομεινάρια των VLDL που έχουν μικρότερο μέγεθος και μπορούν να τρυπώσουν μέσα στην αρτηρία. Τα μισά IDL που κυκλοφορούν στο αίμα φτάνουν για ανακύκλωση στο συκώτι και τα άλλα μισά ξαναπιάνονται από τις λιποπρωτεϊκές λιπάσες που αφαιρούν κι άλλα τριγλυκερίδια.
Έτσι τα σωματίδια μικραίνουν ακόμα περισσότερο και προκύπτουν τα περιβόητα LDL που είναι επικίνδυνα γιατί εισβάλουν εύκολα στο τοίχωμα της αρτηρίας και προκαλούν μια φλεγμονή που εξελίσσεται σε αθηρωματική πλάκα. Η διαδικασία αυτή δείχνει ότι το συκώτι δεν κατασκευάζει LDL αλλά VLDL που σταδιακά απογυμνώνονται από τα τριγλυκερίδια και καταλήγουν σε LDL. Όσο μικρότερα είναι τα LDL τόσο χειρότερα, έστω κι αν η ποσότητα της χοληστερόλης που κουβαλάνε είναι η ίδια.
Το συμπέρασμα είναι το εξής: Μπορεί κάποιος να έχει χαμηλή χοληστερόλη στο αίμα του αλλά να αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, αν έχει μικρά LDL. Και κάποιος άλλος, να έχει υψηλότερη χοληστερόλη αλλά να αντιμετωπίζει χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή επειδή έχει μεγάλα LDL. Αυτό άρχισε να κατανοείται στη δεκαετία του 1980 όταν οι έρευνες έδειξαν ότι τα σωματίδια LDL δεν είναι πανομοιότυπα. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκε ότι οι διαβητικοί τύπου 2 έχουν 2-4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν έμφραγμα επειδή έχουν μικρές λιποπρωτεΐνες LDL (οι διαβητικοί δεν έχουν περισσότερη χοληστερίνη στο αίμα τους από το μέσο όρο). Αν λοιπόν η χοληστερόλη παρομοιαστεί με το φορτίο ενός φορτηγού, είναι καλύτερα να μεταφέρεται πάνω σε 100 μεγάλα φορτηγά παρά σε 200 μικρότερα.