Αμερικανική έρευνα βρήκε ότι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης σε μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο να αναπτύξουν νόσο Αλτσχάιμερ. Όπως αναφέρει ο Peter Zandi του Πανεπιστημίου Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη, σε μελέτη του η οποία δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιδιοδικού Neurology, «αφορμή για τη σχετική έρευνα ήταν η διαπίστωση ότι οι μελέτες παρατήρησης και οι κλινικές μελέτες έδιναν τελείως διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα «εάν η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μειώνει τον κίνδυνο εκδήλωσης Αλτσχάιμερ». Οι μελέτες παρατήρησης έδειχναν ότι η θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο, ενώ αντίθετα οι κλινικές μελέτες έδειχναν ότι αυξάνει τον κίνδυνο».
Έτσι, αποφάσισε να ερευνήσει εάν το χρονοδιάγραμμα ή το είδος της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης είναι εκείνο, τελικά, που κάνει τη διαφορά. Με δηλώσεις του στον Τύπο ο Zandi εξηγεί τι συμπεράσματα προέκυψαν: «Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχει ένα κρίσιμο παράθυρο κοντά στην εμμηνόπαυση, όπου η θεραπεία με αυξητική ορμόνη μπορεί ενδεχομένως να είναι ευεργετική. Από την άλλη πλευρά, εάν αρχίσει αργότερα η ορμονική θεραπεία, θα μπορούσε να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ».
Ο Zandi και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν 1.768 γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω για 11 χρόνια. Από αυτές τις γυναίκες, 1.105 είχαν χρησιμοποιήσει ορμονική θεραπεία, είτε μόνο με οιστρογόνα είτε σε συνδυασμό με προγεστερόνη. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, 176 γυναίκες ανέπτυξαν άνοια και πιο συγκεκριμένα την ασθένεια Αλτσχάιμερ. Από αυτές, 87 προέρχονταν από την ομάδα των 1.105 γυναικών που ακολούθησαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ενώ 89 γυναίκες με άνοια προέρχονταν από το πολύ μικρότερο γκρουπ των υπόλοιπων 663 γυναικών που δεν είχαν ακολουθήσει θεραπεία μετά την εμμηνόπαυση.
Μετά από στατιστική ανάλυση, τα στοιχεία έδειξαν ότι οι γυναίκες που ξεκίνησαν θεραπεία με αυξητική ορμόνη, εντός πέντε ετών από την έναρξη της εμμηνόπαυσης, είχαν 30% χαμηλότερο κίνδυνο να εκδηλώσουν Αλτσχάιμερ, σε σύγκριση με αυτές που δεν είχαν ακολουθήσει θεραπεία.
Περαιτέρω στατιστική ανάλυση και παρεμετροποίηση των στοιχείων οδήγησαν στο τελικό συμπέρασμα: «Ο κίνδυνος εκδήλωσης Αλτσχάιμερ μπορεί να εξαρτάται από το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της ορμονοθεραπείας. Παρότι η ορμονοθεραπεία δείχνει να αποδεικνύεται επωφελής εάν λαμβάνεται κατά τη διάρκεια ενός κρίσιμου χρονικού «παραθύρου» κοντά στην εμμηνόπαυση, εάν χορηγηθεί αρκετά αργότερα θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες κινδύνου εκδήλωσης της νόσου».
Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν, βέβαια, ότι θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω μελέτες, ώστε να καθοριστεί με ακρίβεια το «παράθυρο ασφαλείας», πριν προχωρήσουν σε κλινικές συστάσεις.