Μπορεί ο σακχαρώδης διαβήτης να μοιάζει με καλοκάγαθο όρο αλλά πρόκειται για τη πέμπτη αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες. Διαβητικός είναι αυτός που έχει υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του (η γλυκόζη λέγεται και “ζάχαρο” του αίματος).
Τα φυσιολογικά επίπεδα της γλυκόζης το πρωί, με το στομάχι άδειο, είναι τα 60-100 mg/dl. Ύστερα από ένα συνηθισμένο γεύμα, η γλυκόζη αυξάνεται απότομα στο αίμα και μετά από δύο ώρες πέφτει στα 120-140 mg/dl, αλλά στους διαβητικούς μπορεί να παραμένει τρεις φορές πιο πάνω από το φυσιολογικό.
Οι επιπτώσεις του διαβήτη
Η γλυκόζη δεν πρέπει να είναι σε υψηλή συγκέντρωση στο αίμα για πολλούς λόγους. Όταν είναι πάνω από τα 170-180 mg/dl, διέρχεται από τα νεφρά στα ούρα παρασύροντας αρκετό νερό, γι’ αυτό οι διαβητικοί έχουν συχνοουρία, αφυδάτωση και ασυνήθιστη δίψα. Επίσης, οι διαβητικοί εξαντλούνται γρήγορα και πεινάνε συχνότερα, γιατί όταν η γλυκόζη παραμένει στο αίμα, σημαίνει ότι δεν μπαίνει στα μυϊκά κύτταρα για να δώσει ενέργεια.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που οι διαβητικοί έχουν μειωμένες αντοχές. Η γλυκόζη κολλάει στην αιμοσφαιρίνη, μια πρωτεΐνη που μεταφέρει το οξυγόνο στους ιστούς και την εμποδίζει να κάνει σωστά τη δουλειά της. Γενικότερα, η γλυκόζη προσκολλάται σε όλες τις πρωτεΐνες του αίματος, ένα φαινόμενο που ονομάζεται γλυκοζυλίωση και επιταχύνει τη γήρανση. Όσο περισσότερη γλυκόζη κυκλοφορεί στο αίμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η γλυκοζυλίωση κι αυτό δεν αφορά μόνο τους διαβητικούς. Το αν κάποιος έχει διαβήτη, μπορεί πάντως να φανεί από τη μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.
Οι διαβητικοί έχουν αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα (καρδιακή προσβολή) διότι η γλυκόζη κάνει την LDL χοληστερόλη (χοληστερίνη) πιο επικίνδυνη. Ο κίνδυνος για καρδιοπάθεια είναι η σοβαρότερη επιπλοκή του διαβήτη. Μια άλλη είναι ότι προκαλούνται βλάβες στα αγγεία. Επηρεάζονται τα μάτια, τα νευρά και τα νεύρα, επιπλοκές που εμφανίζονται μετά από 5-10 χρόνια.
Ινσουλίνη και γλυκαγόνη
Η αιτία του διαβήτη σχετίζεται με τη λειτουργία μιας ορμόνης που εκκρίνει το πάγκρεας, την ινσουλίνη. Μετά από ένα τυπικό γεύμα, η γλυκόζη κυκλοφορεί στο αίμα και ερεθίζει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος να παράγουν ινσουλίνη. Χωρίς την ινσουλίνη, ίχνη μόνο γλυκόζης μπορούν να μπουν στα μυϊκά κύτταρα. Πάνω στις κυτταρικές μεμβράνες των μυϊκών κυττάρων, υπάρχουν υποδοχείς σαν μικροσκοπικές πόρτες, που ανοίγουν με ένα “κλειδί” το οποίο κατέχει η ινσουλίνη. Όταν συμβεί αυτό, ανεβαίνει από το εσωτερικό του κυττάρου στην επιφάνεια ένα μόριο που λέγεται Glut-4 και τραβάει τη γλυκόζη μέσα στο κύτταρο.
Ένα μέρος της γλυκόζης καίγεται άμεσα και ένα μέρος της αποθηκεύεται μέσα στα μυικά κύτταρα με μια μορφή που ονομάζεται γλυκαγόνο για να καεί αργότερα. Επίσης η ινσουλίνη αποθηκεύει ένα μέρος της υπερβάλλουσας γλυκόζης στο συκώτι, ως γλυκογόνο. Ένας άνθρωπος 70 κιλών έχει περίπου 150 γραμμάρια γλυκογόνο στο σώμα του.
Η ινσουλίνη βοηθάει και τα αμινοξέα να μπουν στα μυϊκά κύτταρα, κάτι που ξέρουν πολύ καλά οι μποντιμπίλντερς, γι’ αυτό και καταναλώνουν σακχαρούχα ποτά μαζί με τις πρωτεΐνες. Ενεργοποιεί επίσης τα ένζυμα που συνθέτουν τα αμινοξέα σε πρωτεΐνες, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κατά τη νεανική περίοδο. Πάντως, ο εγκέφαλος δεν έχει ανάγκη την ινσουλίνη για να πάρει τη γλυκόζη από το αίμα. Η γλυκόζη είναι υπό κανονικές συνθήκες το αποκλειστικό καύσιμο του εγκεφάλου, κι αν χρειαζόταν η ινσουλίνη, θα κινδύνευε άμεσα η ζωή σε περίπτωση που προέκυπταν προβλήματα.
Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, τότε μια άλλη ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας, και συγκεκριμένα από τα άλφα-κύτταρα του παγκρέατος, η γλυκαγόνη, διασπά το γλυκογόνο που βρίσκεται στο συκώτι προκειμένου η γλυκόζη να κυκλοφορήσει στο αίμα και να δώσει ενέργεια στο σώμα. Δηλαδή η γλυκαγόνη έχει αντίθετη δράση από αυτή της ινσουλίνης. Η έκκριση ινσουλίνης εμποδίζει την παραγωγή της γλυκαγόνης ώστε να μην αυξηθεί κι άλλο η γλυκόζη στο αίμα, όταν αυτή είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα.
Διαβήτης τύπου 1 και τύπου 2
Τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν με την ινσουλίνη είναι δύο. Το ένα είναι ότι μερικές φορές, τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος καταστρέφονται από επιθέσεις του ανοσοποιητικού συστήματος (αυτοάνοσο νόσημα) με αποτέλεσμα να παράγεται λίγη ή καθόλου ινσουλίνη. Αυτή είναι η περίπτωση των διαβητικών τύπου 1 που αποτελούν το 5-10% του συνόλου των διαβητικών.
Ο διαβήτης τύπου 1 εκδηλώνεται νωρίς στη ζωή, κατά μέσο όρο στην ηλικία των 14 ετών, κι αν δεν αντιμετωπισθεί, οδηγεί σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Χάνοντας το σώμα την ικανότητα παραγωγής ινσουλίνης, μπορεί να ανεβαίνουν σε τοξικά επίπεδα στο αίμα οι κετόνες (υπερβολική παραγωγή ακετόνης, ακετοξικού οξέος και β-υδροξυβουτυρικού οξέος) και ο ασθενής μπορεί να πέσει ξαφνικά σε κώμα. Αυτή ήταν η κύρια αιτία θανάτου των διαβητικών τύπου 1 πριν ανακαλυφθεί η ινσουλίνη το 1921. Ο διαβήτης τύπου 1 μπορεί να προκληθεί και από ιό. Στα συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 συμπεριλαμβάνονται η παρουσία γλυκόζης στα ούρα, η παραγωγή μεγάλης ποσότητας ούρων και η απώλεια σωματικού βάρους.
Το άλλο πρόβλημα με την ινσουλίνη είναι ότι μπορεί να χαθεί η δράση της. Αυτή είναι η περίπτωση των διαβητικών τύπου 2 που είναι εντελώς διαφορετική από τον διαβήτη τύπου 1. Στον διαβήτη τύπου 2, παράγεται κανονικά η ινσουλίνη, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορεί να βάλει τη γλυκόζη μέσα στα μυϊκά κύτταρα, μια κατάσταση που ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη. Όσο περισσότερη γλυκόζη παραμένει στο αίμα, τόσο ερεθίζονται τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος εκκρίνοντας ινσουλίνη, αλλά χωρίς όφελος.
Τελικά, ο διαβητικός τύπου 2 έχει πολύ γλυκόζη στο αίμα του και συγχρόνως πολύ ινσουλίνη. Σταδιακά, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει γιατί τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος εξαντλούνται και χάνουν την παραγωγική τους ικανότητα. Μερικές φορές, τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος αρχίζουν αν πεθαίνουν με ρυθμό 4% το χρόνο και ο διαβήτης τύπου 2 που εμφανίζεται στο μέσον της ζωής, μπορεί να μετατραπεί σε διαβήτη τύπου 1.
Στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2, ορισμένες φορές παρατηρείται υψηλό ζάχαρο και για ένα άλλο λόγο. Η ινσουλίνη δεν εμποδίζει την έκκριση της γλυκαγόνης η οποία διασπά το γλυκογόνο με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το ζάχαρο στο αίμα.
Ορισμένοι διαβητικοί έχουν ανεξέλεγκτη έκκριση γλυκαγόνης. Κανονικά, η γλυκαγόνη παράγεται μόνο όταν η ινσουλίνη πέσει χαμηλά στο αίμα. Σε ορισμένους διαβητικούς η γλυκαγόνη παράγεται ακόμα κι όταν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη στο αίμα, κάτι που ανεβάζει περαιτέρω τα επίπεδα της γλυκόζης. Με άλλα λόγια, στον διαβήτη τύπου 2, όχι μόνο η ινσουλίνη αλλά και η γλυκαγόνη μπορεί να μην ρυθμίζει σωστά το ζάχαρο του αίματος.
Η διατροφή
Οι διαβητικοί, σ’ όποιο τύπο και ν’ ανήκουν, πρέπει να ελέγχουν τη γλυκόζη που κυκλοφορεί στο αίμα τους και αυτό μπορεί να γίνει με τη κατάλληλη διατροφή ή και φάρμακα (χάπια).
Το τι πρέπει να τρώει κάποιος που έχει διαβήτη είναι μια περιπεπλεγμένη κατάσταση στην ιατρική βιβλιογραφία. Η πρώτη σύσταση ήταν και η πιο λογική: οι διαβητικοί πρέπει να αποφεύγουν τους πολλούς υδατάνθρακες. Πρέπει επίσης, να καταναλώνουν τα τρόφιμα στα οποία ο γλυκαιμικός δείκτης είναι χαμηλός γιατί διαφορετικά θα ανέβει η γλυκόζη γρήγορα στο αίμα (και η ινσουλίνη).
Μια άλλη σύσταση είναι να μειώσουν τις θερμίδες απ’ όπου κι αν προέρχονται. Πράγματι, οι μειωμένες θερμίδες κάνουν καλό στους διαβητικούς κάτι που είναι γνωστό από το 1871. Τότε, το Παρίσι ήταν στην κατοχή της Πρωσίας και ο φημισμένος γάλλος γιατρός Απολλινέρ Μπούτσαρντ παρατήρησε ότι, ενώ εκατοντάδες άτομα λιμοκτονούσαν, η κατάσταση των διαβητικών ασθενών του είχε βελτιωθεί. Οι διαβητικοί τύπου 1 είναι συνήθως κανονικού βάρους και το ίδιο ισχύει για το 20% του τύπου 2. Όμως το 80% των διαβητικών τύπου είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και η καλύτερη σύσταση γι’ αυτούς είναι η δίαιτα.