Ερευνητές των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Έσεξ, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Μαρία Κουίγκλι και τη δρ Κλερ Κάρσον, μελέτησαν περίπου 13.000 παιδιά και βρήκαν ότι το άσθμα είναι συχνότερο σ’ αυτά που γεννήθηκαν μετά από κάποια θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Διαπίστωσαν ότι σε ηλικία 5 ετών, όσα παιδιά είχαν γεννηθεί από γονείς με προβλήματα γονιμότητας (που είτε είχαν καταφύγει στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, είτε είχε καθυστερήσει αρκετά η επίτευξη της κύησης), είχαν σημαντικά αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν ασθμα (39%).
Είχαν επίσης πιο πολλές γενικότερες αναπνευστικές δυσκολίες κατά 27%), με συνέπεια να έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα (90%) να καταφύγουν σε θεραπεία για το άσθμα. Το 24% των παιδιών που είχαν γεννηθεί με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, εμφάνιζαν άσθμα στα 5 τους χρόνια, έναντι ποσοστού 15% για τα παιδιά, των οποίων οι γονείς δεν είχαν τέτοια προβλήματα. Αυξημένη ήταν η πιθανότητα άσθματος και στα επτά χρόνια, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Πάντως οι ερευνητές εξηγούν ότι οι γονείς που απέκτησαν παιδί μετά από θεραπεία υπογονιμότητας, δεν πρέπει να ανησυχούν ιδιαίτερα, καθώς, αν και η συσχέτιση είναι σαφής, δεν έχει αποδειχτεί ακόμα ότι όντως η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι η αιτία για τον αυξημένο κίνδυνο άσθματος. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν και άλλες έρευνες για να βρεθεί η αιτία και ο συγκεκριμένος βιολογικός μηχανισμός που εμπλέκεται. Σε κάθε περίπτωση, το άσθμα στην εποχή μας είναι πλέον διαχειρίσιμο και δεν εμποδίζει τα παιδιά να ζουν μια κανονική και δραστήρια ζωή.
Μεταξύ των πιθανών εξηγήσεων για τη σχέση υπογονιμότητας – άσθματος περιλαμβάνεται η επίδραση της σχετικής θεραπείας στους γονείς, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δεν έχουν ακόμα γίνει γνωστοί.
Οι ερευνητές συνεχίζουν τη μελέτη τους για να δουν σε ποιο βαθμό η αυξημένη πιθανότητα άσθματος συνεχίζεται και μέχρι την ηλικία των 11 ετών, ενώ παράλληλα σχεδιάζουν έρευνα σε μεγαλύτερο δείγμα παιδιών.
Η δημοσίευση της μελέτης έγινε στο επιστημονικό έντυπο Human Reproduction.