Μια θεωρία για το ποιος κληρονομείται η ομοφυλοφιλία στο παιδί με βάση πορίσματα της επιγενετικής ανέπτυξαν αμερικανοί ειδικοί του Εθνικού Ινστιτούτου Μαθηματικής και Βιολογικής Σύνθεσης. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Quarterly Review of Biology» και το συμπέρασμά τους είναι ότι η ομοφυλοφιλία κληρονομείται από τη μητέρα στον γιο και από τον πατέρα στην κόρη.
Η ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας είναι δύσκολο να εξηγηθεί από εξελικτικής άποψης. Θεωρητικά, υπό το πρίσμα της θεωρίας του Δαρβίνου το gay γονίδιο, αν υπάρχει στη φύση, είναι σχεδόν αδύνατο να επιβιώσει καθώς αυτοί που το έχουν δεν θα το κληρονομήσουν διότι δεν θα κάνουν απογόνους. Στην πράξη βέβαια, αυτό δεν επαληθεύεται καθώς το 27% των ομοφυλόφιλων ανδρών κάνουν παιδιά. Αλλά ούτε και στα ζώα επαληθεύεται η θεωρία καθώς οι μελέτες δείχνουν ότι ορισμένα είδη επιδεικνύουν συχνά ομοφυλόφιλη συμπεριφορά (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πίθηκοι μπονόμπο, ξαδέρφια των χιμπατζήδων αλά και του ανθρώπου).
Καθώς η ο ομοφυλοφιλία είναι αρκετά διαδεδομένη στο ζωικό βασίλειο, το φαινόμενο απαιτεί μια εξήγηση. Από την άλλη μεριά υπάρχει η παρατήρηση εδώ και μερικά χρόνια ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία “κληρονομείται” κατά κάποιο τρόπο όχι από τον πατέρα αλλά από τη μητέρα. Ορισμένες στατιστικές παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι αν υπάρχει ομοφυλόφιλος γιος στην οικογένεια, τότε είναι πολύ πιθανότερο να υπάρχει και άλλος ομοφυλόφιλος στο σόι της μητέρας απ’ ότι στους συγγενείς του πατέρα.
Το γονιδιακό υπόβαθρο
Προηγούμενες μελέτες είχαν μάλιστα δείξει ότι η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται συχνά μέσα στην ίδια οικογένεια, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ερευνητές να εκτιμούν ότι υπάρχει γονιδιακό υπόβαθρο στις σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί το gay γονίδιο. Τώρα η νέα μελέτη των ειδικών του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου ισχυρίζεται ότι υπάρχει επιγενετική και όχι γενετική σύνδεση με την ομοφυλοφιλία.
Η επιγενετική εξηγεί πώς η έκφραση των γονιδίων ρυθμίζεται από προσωρινούς «διακόπτες», τους αποκαλούμενους επιγενετικούς δείκτες. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν ουσιαστικώς ένα επιπλέον «στρώμα» πληροφορίας προσδεδεμένης στα γονίδια η οποία έχει επίδραση στην ανάπτυξή μας.
Παρότι τα γονίδια κρατούν τις «οδηγίες», οι επιγενετικοί δείκτες ορίζουν πώς ακριβώς εκτελούνται αυτές οι οδηγίες – ορίζουν δηλαδή πότε, πού και πόσο ένα γονίδιο εκφράζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.
Σε κάθε γενιά παράγονται συνήθως νέοι επιγενετικοί δείκτες, ωστόσο πρόσφατα στοιχεία μαρτυρούν ότι κάποιοι επιγενετικοί δείκτες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και μπορούν έτσι να συμβάλλουν στις ομοιότητες μεταξύ συγγενών – μια διαδικασία που προσομοιάζει με αυτή των κοινών γονιδίων μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας.
Αν ένας άνδρας είναι ετεροφυλόφιλος, ο αδερφός του έχει 2% πιθανότητα να είναι gay. Αν όμως ο άνδρας είναι gay, τότε ο αδερφός του έχει 12% πιθανότητα να είναι κι αυτός gay. Αν ο αδελφός ενός ομοφυλόφιλου άνδρα είναι δίδυμος, τότε έχει 24% πιθανότητα να είναι gay, κι αν είναι πανομοιότυπος δίδυμος (από το ίδιο ωάριο) η πιθανότητα ανεβαίνει στο 50%.
Ενώ ο πρώτος γιος έχει 2% πιθανότητα να είναι γκέι, ο δεύτερος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από τον πρώτο να είναι και αυτός gay, ενώ ο τρίτος γιος έχει 33% μεγαλύτερη πιθανότητα από το δεύτερο γιο να είναι επίσης ομοφυλόφιλος. Το φαινόμενο αυτό παραμένει ανεξήγητο μέχρι σήμερα.
Πάντως, με βάση αυτό το στατιστικό στοιχείο, ορισμένοι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη ότι η ομοφυλοφιλία ίσως τελικά να έχει σχέση με ορισμένες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας απέναντι στο έμβρυο, κάτι που βέβαια αυξάνει την πιθανότητα της ομοφυλοφιλίας ανάλογα με τον αριθμό των κυήσεων.
Επιγενετική και ομοφυλοφιλία
Τώρα ο Γουίλιαμ Ράις, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα και επικεφαλής της νέας μελέτης, υποστηρίζει ότι οι επιγενετικοί δείκτες μπορούν να προσδιορίσουν την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας στους απογόνους ετεροφυλόφιλων γονέων.
«Υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιγενετικοί δείκτες συμβάλλουν τόσο στις ομοιότητες όσο και στις διαφορές μεταξύ μελών της ίδιας οικογενείας και έτσι πιθανότατα συμβάλλουν και στην παρατηρούμενη οικογενειακή κληρονομικότητα της ομοφυλοφιλίας» ανέφερε ο δρ Ράις.
Ο ερευνητής και η ομάδα του «πάντρεψαν» την εξελικτική θεωρία με τις πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης καθώς και την επίδραση των ανδρογόνων στη σεξουαλική ανάπτυξη προκειμένου να δημιουργήσουν ένα βιολογικό και μαθηματικό μοντέλο που σκιαγραφεί τον ρόλο της επιγενετικής στην ομοφυλοφιλία.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι επιγενετικοί δείκτες που είναι συγκεκριμένοι για το κάθε φύλο και παράγονται στα πρώιμα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης προστατεύουν το κάθε φύλο από τη σημαντική φυσική μεταβολή στα επίπεδα της τεστοστερόνης η οποία λαμβάνει χώρα αργότερα κατά την ανάπτυξη του εμβρύου.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι συγκεκριμένοι ανάλογα με το φύλο επιγενετικοί δείκτες δεν επιτρέπουν στα θηλυκά έμβρυα να «αρρενοποιούνται» (σε διαφορετικά επίπεδα όπως στα γεννητικά όργανα ή στη σεξουαλική ταυτότητα) όταν εκτίθενται σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης – το αντίστροφο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τα αρσενικά έμβρυα.
Από τον πατέρα στην κόρη και από τη μητέρα στον γιο
Ωστόσο όταν αυτοί οι επιγενετικοί δείκτες περνούν από τη μια γενιά στην άλλη και συγκεκριμένα από τον πατέρα στην κόρη ή από τη μητέρα στον γιο, τότε ίσως έχουν αντίστροφη επίδραση οδηγώντας σε εκθήλυνση ορισμένων χαρακτηριστικών των αγοριών – όπως αυτά που αφορούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις – και σε αντίστοιχη αρρενοποίηση ως έναν βαθμό των κοριτσιών.
Οι συγγραφείς της νέας μελέτης ισχυρίζονται ότι τα ευρήματά τους λύνουν τον εξελικτικό γρίφο της ομοφυλοφιλίας μέσω της ανακάλυψης αυτών των «σεξουαλικώς ανταγωνιστικών» επιγενετικών δεικτών οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες προστατεύουν το φύλο αλλά, ως φαίνεται, μερικές φορές περνούν στις επόμενες γενιές και συνδέονται με ομοφυλοφιλία στους απογόνους του αντίθετου φύλου.
Το μαθηματικό μοντέλο των ερευνητών δείχνει ότι τα γονίδια που κωδικοποιούν για αυτούς τους επιγενετικούς δείκτες μπορούν εύκολα να «εξαπλωθούν» στον πληθυσμό επειδή ενισχύουν πάντα την καλή φυσική κατάσταση του γονέα αλλά μόνο σπάνια επιτελούν τον αντίθετο ρόλο μειώνοντας τη φυσική κατάσταση του απογόνου του.
«Η μετάδοση σεξουαλικώς ανταγωνιστικών επιγενετικών δεικτών μεταξύ γενεών αποτελεί τον πιο λογικό εξελικτικό μηχανισμό που εξηγεί την ανθρώπινη ομοφυλοφιλία» είπε σχετικά ο Σεργκέι Γκαβρίλετς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί-Νόξβιλ που συμμετείχε στη μελέτη.