Σύμφωνα με ανασκόπηση που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Resuscitation, το 25% όσων έχουν επιβιώσει ύστερα από καρδιακή ανακοπή υποφέρουν από μακροχρόνια ψυχολογικά προβλήματα, όπως άγχος, μετατραυματικό στρες και κατάθλιψη. Το επιπρόσθετο αυτό στρες στους ασθενείς που αναρρώνουν υποδιαγνώσκεται και οι γιατροί έχουν ελάχιστα διαγνωστικά κριτήρια για να εντοπίσουν εκείνους που κινδυνεύουν περισσότερο.
«Το άγχος, η κατάθλιψη και το σύνδρομο μετατραυματικού στρες είναι μείζονες παράγοντες ανησυχίας μετά από καρδιακή ανακοπή», εξηγεί η δρ Κάθλιν Γουάιλντερ Σααφ, μεταδιδακτορική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου «Commonwealth» στην Βιρτζίνια και επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας. «Έχουμε μεν τα ‘εργαλεία’ αντιμετώπισης της κατάστασης, αλλά είναι σημαντικό να μπορούμε να εντοπίσουμε και τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει.
Η καρδιακή ανακοπή, όταν δηλαδή η καρδιά σταματά να χτυπά τελείως και αναπάντεχα, είναι διαφορετική από την καρδιακή προσβολή (έμφραγμα). Στην καρδιακή ανακοπή, αν η καρδιά δεν αρχίσει να χτυπά και πάλι, ο εγκέφαλος μπορεί να υποστεί βλάβη ή θα επέλθει ακόμη και ο θάνατος.
Η κρυοθεραπεία, που μπορεί να προστατεύσει τον εγκέφαλο για κάποιο διάστημα, και ο εμφυτεύσιμος απινιδωτής, που επανεκκινεί την καρδιά, έχουν βοηθήσει αρκετά στη μείωση της θνησιμότητας λόγω ανακοπής καρδιάς, αλλά ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τα πνευματικά και συναισθηματικά «σημάδια» που αφήνει η κατάσταση στους ασθενείς.
Το στρες μπορεί να επηρεάσει τον καρδιακό παλμό
Η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της επανεξέτασαν 11 έρευνες που είχαν δημοσιευθεί από το 1993 μέχρι το 2011 και εστίαζαν σε ζητήματα ψυχικής υγείας μετά από ανακοπή καρδιάς εκτός νοσοκομείου. Διαπιστωνόταν ότι τα εν λόγω προβλήματα ταλαιπωρούσαν το 15-20% των ασθενών.
Μήνες ή και χρόνια μετά το επεισόδιο ανακοπής, το ένα τρίτο των ασθενών είχε κατάθλιψη και σχεδόν τα δύο τρίτα βίωνε άγχος. Ακόμη και τα συμπτώματα από το σύνδρομο του μετατραυματικού στρες ήταν συχνά, επηρεάζοντας από το 19% έως και το 27% των ασθενών.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η μακροχρόνια κατάσταση της ψυχικής υγείας πολλών ασθενών που έχουν επιβιώσει ανακοπής καρδιάς, δεν αξιολογείται εξηγούν οι ερευνητές, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών σε άλλους καρδιοπαθείς μειώνει το κόστος και αυξάνει την μακροπρόθεσμη επιβίωσης.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο είχε διαπιστώσει ότι ένας καταθλιπτικός ασθενής που αναρρώνει από έμφραγμα (καρδιακή προσβολή) αν υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία και αντικαταθλιπτική αγωγή για διάστημα έξι μηνών, κοστίζει στο σύστημα υγείας 1.857 δολάρια, ενώ ένας όμοιος ασθενής που δεν κάνει ψυχοθεραπεία, κοστίζει 2.797 δολάρια για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ζητήματα ψυχικής υγείας επιδρούν σημαντικά στη σωματική ανάρρωση. Σε διάστημα πέντε ετών, οι επιβιώσαντες καρδιακής ανακοπής και παρόμοιων επεισοδίων που δεν είχαν συμπτώματα μετατραυματικού στρες ζούσαν τρεις φορές περισσότερο από κάποιον ασθενή με ψυχικό τραύμα, σύμφωνα με την έρευνα του Δρ Καρλ-Χάινς Λάντγουιγκ, καθηγητή Επιδημιολογίας στο Κέντρο «Helmholtz» του Μονάχου στη Γερμανία.
Το στρες μπορεί να επηρεάσει το νευρικό σύστημα και επιδρά στον καρδιακό παλμό, ενώ επιδεινώνει και τη χρόνια φλεγμονή, η οποία επίσης κάνει κακό στην καρδιά.
«Πρόκειται για ένα νέο πεδίο έρευνας που απαιτεί νοήμονες επιστήμονες, διορατικούς συγγενείς και ενσυναίσθητους ασθενείς», υπογραμμίζει η Δρ Καρίνα Ντέιβιντσον από το Κέντρο Συμπεριφορικής Καρδιαγγειακής Υγείας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Οι εφιάλτες συνδυαστικά με την αποφυγή των γιατρών, των φαρμάκων και των επανεξετάσεων είναι σημάδια ότι ο καρδιοπαθής χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη.
Η ψυχολογική ανάρρωση προϋποθέτει συναισθήματα ασφάλειας και πίστης σε ένα καλύτερο μέλλον, συμπληρώνει ο καθηγητής Σάμιουελ Σίαρς από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Καρολίνας.