H 38χρονη Bρετανίδα νευροεπιστήμονας Αμάντα Έλισον, λέκτορας στο Τμήμα Ψυχολογίας και μέλος της Ερευνητικής Μονάδας Νοητικής Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο Durham αναφέρει ότι οι άντρες υποφέρουν περισσότερο από τις γυναίκες όταν παθαίνουν γρίπη ή κρυολόγημα. Η Έλισον λέει πως οι άντρες διαθέτουν περισσότερους υποδοχείς θερμοκρασίας στον εγκέφαλο, με συνέπεια να βιώνουν τις συνέπειες της εποχιακής ίωσης πιο έντονα απ’ όσο οι γυναίκες.
Η διαφορά εντοπίζεται σε μία περιοχή του εγκεφάλου που ρυθμίζει πλήθος σωματικών λειτουργιών, μεταξύ των οποίων και η θερμοκρασία. Η περιοχή αυτή λέγεται προοπτικός πυρήνας και το μέγεθός της δεν είναι σταθερό στους άνδρες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Προοπτικός πυρήνας και τεστοστερόνη
Στην πραγματικότητα, άνδρες και γυναίκες αρχίζουν ισότιμα τη ζωή τους την μάχη εναντίον την ίωσης και της γρίπης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη περιοχή έχει το ίδιο μέγεθος στα παιδιά.
Καθώς όμως τα αγόρια μπαίνουν στην εφηβεία, η τεστοστερόνη (η ορμόνη του ανδρικού φύλου) αρχίζει να επηρεάζει τον προοπτικό πυρήνα, διογκώνοντάς τον. Ο προοπτικός πυρήνας βρίσκεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ακριβώς κάτω από τον φλοιό του εγκεφάλου, προς το πρόσθιο τμήμα του. Ο πυρήνας ενώνεται με την υπόφυση – τον αδένα του εγκεφάλου που ρυθμίζει την παραγωγή πολλών ορμονών.
Όπως εξηγεί η δρ Έλισον σε ένα βιβλίο με τίτλο «Getting Your Head Around the Brian», όταν μας προσβάλλει μία ίωση (γρίπη ή κοινό κρυολόγημα) μία από τις αντιδράσεις του οργανισμού είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του, για να μπορέσει να καταστρέψει τους υπαίτιους μικροοργανισμούς. «Οι ιοί δεν επιβιώνουν στις υψηλές θερμοκρασίες και όταν το ανοσοποιητικό σύστημα δέχεται επίθεση, ο προοπτικός πυρήνας αυξάνει τη σωματική θερμοκρασία για να τους σκοτώσει», σημειώνει.
Ωστόσο, «οι άντρες διαθέτουν περισσότερους υποδοχείς θερμοκρασίες, επειδή αυτή η περιοχή του εγκεφάλου τους είναι μεγαλύτερη. Έτσι, ανεβάζουν υψηλή θερμοκρασία και εκδηλώνουν ισχυρότερη ανοσοποιητική αντίδραση. Εάν λοιπόν παραπονούνται ότι δεν αισθάνονται καλά ή έχουν βαρύτερα συμπτώματα, πιθανότατα έχουν δίκιο», συμπληρώνει.
Πριν από λίγα χρόνια, ανάλογο εύρημα είχε ανακοινωθεί και σε έρευνα με γενετικά τροποποιημένα ποντίκια. Ακριβώς, όμως, επειδή είχε πραγματοποιηθεί σε πειραματόζωα, εξ ορισμού θεωρήθηκε προκαταρκτική. Η δρ Έλισον χρησιμοποίησε έρευνες σε εγκεφάλους ανθρώπων από άλλες ερευνητικές ομάδες, για να καταλήξει στα συμπεράσματα που περιέχονται στο βιβλίο της. Οι έρευνες αυτές ήταν τόσο μεταθανάτιες παθολογοανατομικές μελέτες, όσο και τομογραφίες εγκεφάλων ζώντων εθελοντών.