Οι περισσότερες γυναίκες θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα αναιμίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. H αναιμία στην εγκυμοσύνη εμφανίζεται συνήθως τους τέσσερις τελευταίους μήνες. Οι αιτίες που επηρεάζουν την εμφάνιση της αναιμίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι η αυξημένη ανάγκη του οργανισμού σε θρεπτικά συστατικά που σχετίζονται με την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων όπως είναι ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12 και το φολλικό οξύ.
Γυναίκες με έντονες ναυτίες και εμετούς κατά τα πρώιμα στάδια της κύησης, ή που εγκυμονούν περισσότερο από ένα μωρό, ή όσες έχουν ανεπαρκή διατροφή χωρίς να λαμβάνουν συμπληρώματα σιδήρου, ή οι γυναίκες που γέννησαν πριν από μικρό χρονικό διάστημα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν αναιμία κύησης.
Η αναιμία κύησης
Όταν μειωθεί η αιμοσφαιρίνη στο αίμα προκύπτει αναιμία. Τα κύρια συμπτώματα της αναιμίας είναι εύκολη κούραση, δύσπνοια, ταχυκαρδία, πονοκέφαλος, εμβοές στα αυτιά, ανορεξία, εντερικές διαταραχές, ωχρό δέρμα (κιτρινίζει), ζαλάδα που μπορεί να φτάσει στην λιποθυμία, ξηρότητα στο στόμα και στο λαιμό, πληγές στη γλώσσα, τριχόπτωση και νύχια που σπάνε εύκολα.
Η αιμοσφαιρίνη (Ηb) είναι μια πρωτεΐνη που περιέχει σίδηρο και βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Ο κύριος ρόλος της αιμοσφαιρίνης είναι να δεσμεύει το οξυγόνο στο αίμα και στη συνέχεια να το απελευθερώνει στους ιστούς. Ο σίδηρος, ως μέρος της αιμοσφαιρίνης, συμβάλλει στη δέσμευση του οξυγόνου στο μόριο της αιμοσφαιρίνης. Επιπλέον, η έλλειψη σιδήρου στον οργανισμό εμποδίζει το σχηματισμό επαρκούς αιμοσφαιρίνης στο μυελό των οστών και αυτό έχει ως συνέπεια τα ερυθρά αιμοσφαίρια που παράγονται να είναι μικρά και να μην έχουν μεγάλη ικανότητα (χωρητικότητα) μεταφοράς οξυγόνου.
Οι φυσιολογικές τιμές της αιμοσφαιρίνης στο αίμα εξαρτώνται από την ηλικία και το φύλο. Οι τιμές κυμαίνεται από 12 μέχρι 16 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στις γυναίκες, από 14 μέχρι 18 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στους άνδρες και κατά κάτι λιγότερο στα παιδιά. Τιμές αιμοσφαιρίνης κάτω από 12 g/dl για τις μη εγκυμονούσες γυναίκες και κάτω από το 14 g/dl (1 dl = 100 ml) για τους άντρες αποτελούν ένδειξη αναιμίας.
Ο αιματοκρίτης επίσης μπορεί να υποδείξει αναιμια. Ο αιματοκρίτης αναφέρεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Μετράει την αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο συνολικό όγκο του αίματος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο αιματοκρίτης δείχνει «πόσο πυκνό ή αραιό είναι το αίμα». Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη είναι για τους άντρες, 42-52% και για τις μη εγκυμονούσες γυναίκες 36-48%. Αιματοκρίτης κάτω από 33% μπορεί να υποδηλώνει μέτρια αναιμία όταν δεν υπάρχει εγκυμοσύνη. Στην εγκυμοσύνη όμως, οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη μπορούν να είναι χαμηλότερες από ότι συνήθως (π.χ. 34% σε μονή κύηση και 30% σε πολύδυμο κύηση). Αυτές οι χαμηλότερες τιμές του αιματοκρίτη αντανακλούν τη φυσιολογική υδραιμία της κύησης και δεν δηλώνουν πραγματική αναιμία. Στην εγκυμοσυνη υπάρχει αύξηση του όγκου του πλάσματος της κυοφορούσας, με αποτέλεσμα να ‘αραιώνει’ η περιεκτικότητα του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμοαραίωση). Με άλλα λόγια, η αναιμία της κύησης που υποδεικνύει η πτώση του αιματοκρίτη αντανακλά μία φυσιολογική κατάσταση. Μιλάμε για ‘φαινομενική’ αναιμία και όχι για πάθηση εκτός και αν επιδεινωθεί.
Τελικά, υπάρχει αναιμία κύησης όταν η αιμοσφαιρινη πέσει κάτω από 10 g/dl (ενώ όταν δεν υπάρχει εγκυμοσύνη το όριο ανεβαίνει στα 12 g/dl). Παραταύτα, κάθε έγκυος με επίπεδα αιμοσφαιρίνης 11 g/dl κατά την έναρξη της κύησης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αναιμική και αυτό γιατί με την αιμοαραίωση που θα επακολουθήσει η αναλογία της αιμοσφαιρίνης θα πέσει κι άλλο.
Η έλλειψη σιδήρου είναι η αιτία για το 95% των περιπτώσεων αναιμίας κατά την εγκυμοσύνη (σιδηροπενική αναιμία). Η έλλειψη σιδήρου οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη η απορρόφηση από την διατροφή, (κακή διατροφή, άθληση κ.λ.π.) ή σε προηγούμενες εγκυμοσύνες όταν δεν έχει προλάβει να αποκατασταθεί ο σίδηρος στο σώμα.
Διατροφή και συμπληρώματα σιδήρου
Ο γιατρός μπορεί να ανιχνεύσει την ύπαρξη αναιμίας μέσω αιματολογικής εξέτασης, η οποία γίνεται κατά τον πρώτο προγεννητικό έλεγχο. Οι περισσότερες γυναίκες όμως δεν εμφανίζουν έλλειψη σιδήρου κατά την πρώτη αυτή εξέταση. Η πλειονότητα των εγκυμονουσών γυναικών ξεκινά τη φάση της εγκυμοσύνης με αρκετά αποθέματα σιδήρου που μπορούν να διαρκέσουν μέχρι και την 20η εβδομάδα της κύησης. Όμως, σε αυτό το σημείο της εγκυμοσύνης, ο όγκος του αίματος αυξάνεται πάρα πολύ και μαζί με την αύξηση του όγκου του αίματος συχνά οι τιμές της αιμοσφαιρίνης στο αίμα μειώνονται.
Πρέπει λοιπόν η έγκυος να φροντίσει τον εαυτό της και το παιδί της, ιδιαίτερα όταν το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο κυήσεων είναι μικρό γιατί τότε η εμφάνιση αναιμικών καταστάσεων είναι συχνότερη (επειδή τα φυσικά αποθέματα σιδήρου της μητέρας δεν προλαβαίνουν να ανανεωθούν). Η προσοχή που πρέπει να επιδεικνύει μία έγκυος σε ό,τι αφορά στη διατροφή της πρέπει να εστιάζεται στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα της τροφής. Οι έγκυες εξ ορισμού έχουν έλλειμμα στις σιδηραποθήκες. Κατά τον ΠΟΥ το 90% των γυναικών κατά την έναρξη της κύησης είναι σε λανθάνουσα σιδηροπενία.
Γι’ αυτό πρέπει οι έγκυες να επιλέγουν τροφές πλούσιες σε σίδηρο όπως το συκώτι, το μοσχαρίσιο κρέας, τα αυγά και τα φρούτα και τα λαχανικά. Η σιδηροπενική αναιμία μπορεί να αποφευχθεί, αν η έγκυος καταναλώνει καθημερινά περισσότερα τρόφιμα πλούσια σε σίδηρο. Πριν από την εγκυμοσύνη χρειάζεται μία ημερήσια ποσότητα πρόσληψης σιδήρου περίπου 15-18 mg αλλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτείται μία ημερήσια πρόσληψη σιδήρου 30-60 mg.
Πρέπει να ξέρετε ότι υπάρχουν δύο είδη σιδήρου στη διατροφή: ο αιμικός και ο μη αιμικός σίδηρος. Ο αιμικός σίδηρος βρίσκεται σε ζωικές τροφές (κόκκινο κρέας, ψάρια, πουλερικά) ενώ ο μη αιμικός σίδηρος βρίσκεται σε φυτικές τροφές (φακές, φασόλια). Απορροφάται καλύτερα ο αιμικός σίδηρος από το σώμα αλλά οι πιο πολλές τροφές περιέχουν μη αιμικό σίδηρο. Οι πρωτεΐνες του κρέατος και η βιταμίνη C βελτιώνουν την απορρόφηση του μη αιμικού σιδήρου. Οι τανίνες (τσάι), το ασβέστιο (γαλακτοκομικά), οι πολυφαινόλες και τα φυτικά οξέα (όσπρια και ολικής αλέσεως προϊόντα) μειώνουν την απορρόφηση του μη αιμικού σιδήρου. Έτσι οι άνθρωποι που δεν τρώνε κρέας μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σιδηροπενικής αναιμίας. Η βιταμίνη C έχει μεγάλη σημασία καθώς ένας φυσικός χυμός πορτοκάλι μπορεί να διπλασιάσει ή ακόμα και να τριπλασιάσει την απορρόφηση του σιδήρου. Έτσι, οι τροφές με σίδηρο πρέπει να καταναλώνονται μαζί με τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C (ακτινίδιο, φράουλες, πιπεριές, μπρόκολο, σγουρό μαρούλι, κλπ).
Επειδή οι αποθήκες σιδήρου πολλών γυναικών δεν είναι ικανές να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, συστήνεται η λήψη σιδήρου σε συμπλήρωμα κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Οι έγκυες με σιδηροπενική αναιμία αντιμετωπίζονται επιτυχώς με χορήγηση 325 mg σιδήρου (1tab) ή σε πολυβιταμινούχο σκεύασμα (με φυλλικό οξύ μαζί). Υψηλότερες δόσεις αυξάνουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες από το γαστρεντερικό, ειδικά δυσκοιλιότητα, οπότε η μία δόση μπλοκάρει (αποκλείει) την απορρόφηση της επόμενης δόσης μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη συνολική πρόσληψη. Σπανίως απαιτείται η παρεντερική χορήγηση. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται ενδομυικώς (ΙΜ) σε διαιρεμένες δόσεις, ανά δύο ημέρες μέχρι συνολικής δόσης 1000 mg (μετά το πρώτο τρίμηνο μπορεί να δοθεί ενδομυικός σίδηρος).
Εάν δεν ανταποκριθεί η αναιμία με τη χορήγηση σιδήρου τότε η αιτία της αναιμίας ενδέχεται να είναι η έλλειψη σε φολλικό οξύ. Σε όλες τις εγκύους πρέπει να δίδεται καθημερινά συμπλήρωμα 0,8 mg φυλλικό οξύ.