H αναιμία προκύπτει όταν μειωθεί η αιμοσφαιρίνη στο αίμα (ή όταν η αιμοσφαιρίνη έχει υποστεί κάποια ποιοτική αλλοίωση).
Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη που περιέχει σίδηρο και βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια στα οποία και δίνει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα τους. Η συνηθέστερη αιτία αναιμίας είναι η σιδηροπενική αναιμία, δηλαδή η έλλειψη σιδήρου στη διατροφή (ή όταν το λεπτό έντερο δεν απορροφά αρκετό σίδηρο από τις τροφές) καθώς και η απώλεια αίματος.
Ο κύριος ρόλος της αιμοσφαιρίνης είναι να δεσμεύει το οξυγόνο στο αίμα και στη συνέχεια να το μεταφέρει στους ιστούς. Ο σίδηρος, ως μέρος της αιμοσφαιρίνης, συμβάλλει στη δέσμευση του οξυγόνου στο μόριο της αιμοσφαιρίνης. Η έλλειψη σιδήρου στον οργανισμό εμποδίζει το σχηματισμό επαρκούς αιμοσφαιρίνης στο μυελό των οστών και αυτό έχει ως συνέπεια τα ερυθρά αιμοσφαίρια που παράγονται να είναι μικρά και να μην έχουν μεγάλη χωρητικότητα μεταφοράς οξυγόνου.
Συμπτώματα
Όταν το σώμα δεν έχει αρκετό οξυγόνο, εμφανίζονται τα συμπτώματα της αναιμίας: εύκολη κόπωση, δύσπνοια, ταχυκαρδία και αίσθημα παλμών (συνειδητοποίηση του κτύπου της καρδιάς), πονοκέφαλος (ιδιαίτερα στο μέτωπο), εμβοές στα αυτιά, ανορεξία και εντερικές διαταραχές, ωχρό δέρμα (κιτρινίζει) και ζαλάδα που μπορεί να φτάσει στην λιποθυμία. Άλλα συμπτώματα είναι ξηρότητα στο στόμα και στο λαιμό, πληγές στη γλώσσα, τριχόπτωση και νύχια που σπάνε εύκολα.
Bασικός παράγοντας που καθορίζει τα συμπτώματα της σιδηροπενικής αναιμίας είναι ο βαθμός έλλειψης σιδήρου. Αν έχετε ήπια ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να μην έχετε κανένα σύμπτωμα. Αν όμως έχετε σοβαρή ανεπάρκεια σιδήρου θα έχετε σοβαρά συμπτώματα και κυρίως κόπωση. Η σιδηροπενική αναιμια μπορεί επίσης να εμφανίσει το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών.
Εκτός από τα παραπάνω συμπτώματα, αν δεν έχετε επαρκή επίπεδα σιδήρου στο αίμα σας, η καρδιά σας πρέπει να εργάζεται σκληρότερα για να μεταφέρει οξυγόνο στα όργανα του σώματος σας. Η σιδηροπενική αναιμία, μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακά προβλήματα, όπως είναι ταχυπαλμία, θωρακικό άλγος και καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό. Σε μια έγκυο γυναίκα, οι συνέπειες της σιδηροπενικής αναιμίας μπορεί να οδηγήσουν σε πρόωρο τοκετό ή σε γέννηση λιποβαρούς μωρού.
Εκείνοι που πλήττονται περισσότερο από τη σιδηροπενική αναιμία είναι τα βρέφη (ανεμία νεογνού), τα μικρά παιδιά, οι γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη και οι γυναίκες κατά την εμμηνόρροια. Περίπου οι μισές έγκυες γυναίκες αντιμετωπίζουν σιδηροπενική αναιμία κατά την εγκυμοσύνη και τουλάχιστον 1 στα 5 κορίτσια ή γυναίκες βιώνουν την αναιμία κάποια στιγμή στη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας τους.
Ο λόγος που πλήττονται οι γυναίκες είναι η απώλεια αίματος κατά την περίοδο, όπου μπορούν να χαθούν 15-30 mg σιδήρου. Αυτή η αναιμία είναι γενικά χωρίς σημαντικά συμπτώματα καθώς η απώλεια αίματος είναι σχετικώς μικρή και προσωρινή. Αν όμως υπάρχει υπερβολική εμμηνορροϊκή απώλεια αίματος (αλλά και υπερβολική απώλεια αίματος κάθε είδους π.χ. γαστρεντερικά προβλήματα, αιμορροίδες κλπ ) τα συμπτώματα της σιδηροπενικής αναιμίας μπορεί είναι σοβαρά. Να σημειωθεί ότι μια συχνή αιτία απώλειας αίματος παγκοσμίως είναι εκείνη που οφείλεται σε λοίμωξη από νηματοσκώληκα.
Οι άνθρωποι που δίνουν τακτικά αίμα μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν σιδηροπενικη αναιμια, δεδομένου ότι με την αιμοδοσία μπορεί να καταστρέφουν αποθήκες σιδήρου. Η χαμηλή αιμοσφαιρίνη που σχετίζεται με τη δωρεά αίματος μπορεί να είναι ένα προσωρινό πρόβλημα που μπορεί να αποκατασταθεί με την κατανάλωση περισσότερων τροφών πλούσιες σε σίδηρο.
Διάγνωση και αιματολογικές εξετάσεις
Η διάγνωση της αναιμίας βασίζεται στα συμπτωματα του ασθενούς και στις αιματολογικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αίματος αφορούν πρώτα απ’ όλα την αιμοσφαιρίνη και τον αιματοκρίτη.
Οι φυσιολογικές τιμές της αιμοσφαιρίνης στο αίμα εξαρτώνται από την ηλικία και το φύλο. Οι τιμές κυμαίνεται από 12 μέχρι 16 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στις γυναίκες, από 14 μέχρι 18 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στους άνδρες και κατά κάτι λιγότερο στα παιδιά. Τιμές αιμοσφαιρίνης κάτω από 12 g/dl για τις γυναίκες που δεν εγκυμονούν και κάτω από το 14 g/dl (1 dl = 100 ml) για τους άντρες αποτελούν ένδειξη αναιμίας. Για τις γυναίκες που βρίσκονται σε εγκυμοσύνη, η αιμοσφαιρινη πρέπει να πέσει κάτω από 10 g/dl για να διαπιστωθεί αναιμία.
Ο αιματοκρίτης αναφέρεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και είναι επίσης μια σημαντική εξέταση. Μετράει την αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο συνολικό όγκο του αίματος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο αιματοκρίτης δείχνει «πόσο πυκνό είναι το αίμα». Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη είναι για τους άντρες, 42-52% και για τις μη εγκυμονούσες γυναίκες 36-48%. Αιματοκρίτης κάτω από 30 υποδηλώνει μέτρια έως σοβαρή αναιμία. Στην εγκυμοσύνη όμως, οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη μπορούν να είναι χαμηλότερες από ότι συνήθως (π.χ. 34% σε μονή κύηση και 30% σε πολύδυμο κύηση). Αυτές οι χαμηλότερες τιμές του αιματοκρίτη κατά την εγκυμοσύνη αντανακλούν τη φυσιολογική υδραιμία της κύησης και δεν δηλώνουν πραγματική αναιμία. Απλώς υπάρχει αύξηση του όγκου του πλάσματος της κυοφορούσας, με αποτέλεσμα να ‘αραιώνει’ η περιεκτικότητα του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμοαραίωση).
Εξετάσεις για σιδηροπενική αναιμία
Αν διαπιστωθεί από τις παραπάνω αιματολογικές εξετάσεις ότι έχετε αναιμία, αυτό δεν σημαίνει ότι έχετε οπωσδήποτε έλλειψη σιδήρου. Μπορεί η αναιμία σας να οφείλεται σε άλλη αιτία. Μπορεί για παράδειγμα η αιτία της αναιμίας σας να είναι η ανεπαρκής πρόσληψη ή απορρόφηση βιταμίνης Β12 ή φολλικού οξέος.
Για να διαπιστωθεί ότι έχετε έλλειψη σιδήρου (δηλαδή σιδηροπενική αναιμία) ο γιατρός θα σας συστήσει εξετάσεις, που αφορούν το σίδηρο. Η συγκέντρωση του σιδήρου στο αίμα είναι χρήσιμη αλλά δεν βοηθά στην έρευνα του μεταβολισμού του σιδήρου. Για την καλύτερη εκτίμηση πρέπει να προσδιοριστούν η φερριτίνη, η τρανσφερίνη και η ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC).
Η φεριτίνη αποτελεί την κύρια μορφή αποθήκευσης σιδήρου στο σώμα και χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν άμεσες ανάγκες για τον σίδηρο (π.χ. αιμοποίηση). Η συγκέντρωσή της αντανακλά τα διαθέσιμα αποθέματα σιδήρου και είναι μειωμένη σε καταστάσεις σιδηροπενίας (έλλειψη σιδήρου). Επίπεδα φεριτίνης κάτω από 15 ng/ml για τους ενήλικες και κάτω από τα 12 ng/ml για τα παιδιά, θεωρούνται ένδειξη αναιμίας.
Η τρανσφερίνη είναι η πρωτεΐνη που βοηθά στην μεταφορά του σιδήρου στους διάφορους ιστούς. Σε περιπτώσεις σιδηροπενικής αναιμίας αυξάνεται η τιμή της. Οι φυσιολογικές τιμες της είναι 200-400 mg/dL. Σε περιπτώσεις αναιμίας λόγω χρόνιων νοσημάτων, η τιμή της είναι χαμηλή, γι’αυτόν τον λόγο, η τρανσφερίνη αποτελεί δείκτη της κατάστασης θρέψης του ατόμου.
Η ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα μετρά έμμεσα την ποσότητα της τρανσφερίνης που μπορεί να μεταφέρει σίδηρο. Στη σιδηροπενική αναιμία, αυξάνει η ικανότητα δέσμευσης. Μπορεί να επηρεαστεί από άλλες καταστάσεις, όπως η λοίμωξη και η φλεγμονή. Οι φυσιολογικές τιμές της ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας (TIBC) είναι 260-440%.
Αυτές οι εξετάσεις αφορούν τη διάγνωση της σιδηροπενικής αναιμίας και την θεραπείας της. Μπορεί ωστόσο να απαιτηθούν και πρόσθετες εξετάσεις επειδή τα επίπεδα του σιδήρου επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες όπως π.χ. λοιμώξεις και φλεγμονές. Έτσι ο γιατρός μπορεί να σας συστήσει έλεγχο θυρεοειδούς (Τ3, Τ4, TSH ) και έλεγχο για βιταμίνη Β12 και φολλικό οξύ.
Διάγνωση σιδηροπενικής αναιμίας υπάρχει όταν ο αιματοκρίτης είναι κάτω από 33%, ο μέσος όγκος ερυθρών αιμοσφαιρίων (MCV) είναι κάτω από 79 ή ο σίδηρος ορού κάτω από 60, η φερριτίνη είναι οριακή ή χαμηλή και υπάρχει υψηλή σιδηροδεσμευτική ικανότητα.
Σίδηρος και διατροφή
Στο σώμα υπάρχουν 4-5 γραμμάρια σιδήρου, εκ των οποίων το 1 γραμμάριο λειτουργεί ως απόθεμα με τη μορφή φερριτίνης. Κάθε μέρα, ο οργανισμός χάνει 1-3 mg σιδήρου: αυτά πρέπει να τα αναπληρώσουμε μέσω της διατροφής μας, διαφορετικά η έλλειψη σιδήρου αυξάνει μέχρι που φτάνει κάποια στιγμή να επηρεάσει και τα αποθέματα σιδήρου και αρχίζει η σιδηροπενική αναιμία.
Σε γενικές γραμμές οι ημερήσιες ανάγκες μας σε σίδηρο είναι 1-3 mg. Από το σύνολο της διατροφής λαμβάνονται περίπου 10-30 mg σιδήρου κατά μέσο όρο, εκ των οποίων απορροφάται το 10% (1-3 mg). Ωστόσο οι απαιτήσεις σε σίδηρο μεταβάλλονται ανάλογα με το φύλο και την ηλικία και εξαρτώνται από τις αποθήκες σιδήρου που έχουμε στο σώμα μας. Πιο αναλυτικά, οι καθημερινές ανάγκες σε σίδηρο από τη διατροφή ανάλογα με την ηλικία, είναι οι εξής:
- Για νεογέννητα έως 6 μηνών : 10 mg την ημέρα.
- Παιδιά από 6 μηνών – 4 χρονών : 15 mg την ημέρα.
- Γυναίκες από 11 – 50 χρόνων: 18 mg την ημέρα. Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες, τις μέρες της έμμηνου ρύσεως (περίοδο), έχουν απώλειες 30-60 ml αίματος που αντιστοιχούν σε 15-30 mg σιδήρου.
- Γυναίκες πάνω από 50 χρόνων: 10 mg την ημέρα.
- Γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη: 30-60 mg την ημέρα.
- Άνδρες από 10 – 18 χρόνων: 18 mg την ημέρα.
- Άνδρες πάνω από 19 χρόνων: 10 mg την ημέρα.
Οι παραπάνω ποσότητες είναι αυτές που πρέπει να περιέχονται στη διατροφή. Το σώμα χρειάζεται πολύ λιγότερες ποσότητες αλλά η ποσότητα σιδήρου στη διατροφή πρέπει να είναι υψηλή διότι το σώμα απορροφά περίπου το 10%. Πάντως, όταν μειώνονται τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό, αυξάνεται έως και 10 φορές η απορρόφηση του σιδήρου από το λεπτό έντερο, δηλαδή ο οργανισμός προσπαθεί να αναπληρώσει το κενό. Αν οι αποθήκες σιδήρου είναι πλήρεις, τότε απορροφάται λιγότερη ποσότητα από τις τροφές. Αυτή η ρύθμιση στην απορρόφηση συμβαίνει γιατί η αυξημένη ποσότητα σιδήρου κάνει κακό στον οργανισμό. Ο σίδηρος είναι ένα δίκοπο μαχαίρι διότι αυξάνει το οξειδωτικό στρες. Ο υπερβολικός σίδηρος βλάπτει τους ιστούς του σώματος και αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Σε μεγάλες δόσεις είναι τοξικός.
Αιμικός και μη αιμικός σίδηρος
Καλές πηγές σιδήρου ζωικής προέλευσης είναι το συκώτι χοιρινού, το συκώτι κοτόπουλο και το μοσχαρίσιο συκώτι, η μοσχαρίσια μπριζόλα, οι σαρδέλες και τα στρείδια. Καλές πηγές σιδήρου φυτικής προέλευσης είναι οι φακές, τα κεράσια, οι αγκινάρες, τα μανιτάρια, τα δημητριακά και οι ηλιόσποροι. Δείτε πιο αναλυτικά ποιες τροφές είναι πλούσιες σε σίδηρο.
Πρέπει να ξέρετε ότι υπάρχουν δύο είδη σιδήρου στη διατροφή: ο αιμικός και ο μη αιμικός σίδηρος. Ο αιμικός σίδρηος βρίσκεται σε ζωικές τροφές (κόκκινο κρέας, ψάρια, πουλερικά) ενώ ο μη αιμικός σίδηρος βρίσκεται σε φυτικές τροφές (φακές, φασόλια). Απορροφάται καλύτερα ο αιμικός σίδηρος από το σώμα αλλά οι πιο πολλές τροφές περιέχουν μη αιμικό σίδηρο.
Οι πρωτεΐνες του κρέατος και η βιταμίνη C βελτιώνουν την απορρόφηση του μη αιμικού σιδήρου. Οι τανίνες (τσάι), το ασβέστιο (γαλακτοκομικά), οι πολυφαινόλες και τα φυτικά οξέα (όσπρια και ολικής αλέσεως προϊόντα) μειώνουν την απορρόφηση του μη αιμικού σιδήρου. Έτσι οι άνθρωποι που δεν τρώνε κρέας μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σιδηροπενικής αναιμίας. Η βιταμίνη C έχει μεγάλη σημασία καθώς ένας φυσικός χυμός πορτοκάλι μπορεί να διπλασιάσει ή ακόμα και να τριπλασιάσει την απορρόφηση του σιδήρου. Έτσι, οι τροφές με σίδηρο πρέπει να καταναλώνονται μαζί με τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C (ακτινίδιο, φράουλες, πιπεριές, μπρόκολο, σγουρό μαρούλι, κλπ).
Αν μια δίαιτα πλούσια σε σίδηρο δεν είναι αρκετή, ή αν ο γιατρός διαπιστώσει ότι έχετε πολύ χαμηλό σίδηρο στο σώμα σας (χαμηλή φεριτίνη) θα σας χορηγήσει χάπια που περιέχουν άλατα σιδήρου (θειικός σίδηρος ή φουμαρικός). Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι δυνατόν να εμφανιστούν κάποιες παρενέργειες όπως πόνος στην κοιλιά, δυσκοιλιότητα ή διάρροια και μαύρο χρώμα στα κόπρανα. Η απορρόφηση του σιδήρου που περιέχεται στα χάπια είναι καλύτερη αν ληφθεί με άδειο στομάχι, εφόσον ο ασθενής μπορεί να το ανεχτεί.
Οι παρενέργειες μπορούν να βελτιωθούν με τη μείωση της δόσης και την αντικατάσταση του αρχικού σκευάσματος με ένα σκεύασμα το οποίο περιέχει λιγότερο διαθέσιμο σίδηρο σε κάθε δισκίο (π.χ. γλυκονικός σίδηρος). Τέλος, η θεραπεία μπορεί να γίνει και με ενδομυϊκές ενέσεις που περιέχουν σίδηρο.
Πρέπει να ξέρετε ότι η έλλειψη σιδήρου δεν μπορεί να διορθωθεί από την μια μέρα στην άλλη. Μπορεί να χρειαστεί να λαμβάνετε συμπληρώματα σιδήρου για αρκετούς μήνες ώστε να αναπληρωθούν τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό. Σε γενικές γραμμές, θα αρχίσετε να αισθάνεστε καλύτερα μια εβδομάδα μετά από την έναρξη της θεραπείας.