Η διάρροια (diarrhea ή diarrhoea) είναι η διαταραχή των κενώσεων, που συνίσταται σε αύξηση του αριθμού, του όγκου και της ρευστότητας τους. Μερικές φορές κράμπες και κοιλιακοί πόνοι προηγούνται της διαταραχής.
Διάρροια θεωρείται επίσης κάθε αύξηση του βάρους των κοπράνων πάνω από 250 γραμμάρια το 24ωρο.
Τα μωρά, όταν παράγουν μαλακά και πολύ υδαρή κόπρανα, συχνότερα από 6 έως 8 φορές την ημέρα, πιθανότατα έχουν διάρροια. Ανάλογα με την διάρκεια, η διάρροια χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες:
- Οξεία, όταν διαρκεί λιγότερο από 14 ημέρες.
- Επιμένουσα, όταν διαρκεί πάνω από 14 ημέρες.
- Χρόνια, όταν διαρκεί πάνω από 30 ημέρες.
Ο όρος «λοιμώδης διάρροια» υποδηλώνει την εμφάνιση διάρροιας που οφείλεται σε κάποιο λοιμώδη παράγοντα.
Η διάρροια μπορεί να προκαλέσει αφυδάτωση (μείωση των υγρών του οργανισμού κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα). Σημειώνεται ότι η αφυδάτωση και οι απώλειες ουσιών – ηλεκτρολυτών (που παρατηρούνται εξαιτίας της διάρροιας) απαιτούν την εκτίμηση ιατρού για την αντιμετώπισή τους.
Το νάτριο, το κάλιο, το χλώριο, το μαγνήσιο και το ασβέστιο αναφέρονται ως ηλεκτρολύτες διότι έχουν ένα μικρό ηλεκτρικό φορτίο όταν διαλύονται στα υγρά του σώματος βοηθώντας έτσι στη μετάδοση των νευρικών σημάτων. Το αλάτι, για παράδειγμα, αποτελείται από 60% χλώριο και 40% νάτριο, γι’ αυτό το χημικό του όνομα είναι χλωριούχο νάτριο. Όταν λοιπόν, προκαλείται αφυδάτωση, πρέπει να αντικατασταθούν τα υγρά που χάνονται ώστε το σώμα να έχει επάρκεια σε ηλεκτρολύτες.
Αιτίες
Η διάρροια είναι ένα σύμπτωμα, μια απάντηση του σώματος σε κάτι που αναστατώνει τα έντερα. Τα πιο συχνά αίτια διαρροιών είναι τα λοιμώδη που οφείλονται σε ιούς, μικρόβια ή παράσιτα τα οποία εισβάλλουν στον οργανισμό, κυρίως μέσω της τροφής και του νερού. Η λοίμωξη μπορεί να ονομαστεί γαστρεντερίτιδα και προκαλείται συνήθως από κολοβακτηρίδια, από καμπυλοβακτηρίδια, από σαλμονέλα, από σιγκέλα κ.α. Ένας τύπος ιών, οι ροταϊοί, ευθύνονται για τις περισσότερες περιπτώσεις διάρροιας στα παιδιά (η διάρροια σε βρέφη, μωρά και παιδιά συνήθως οφείλεται σε ιό).
Η οξεία διάρροια οφείλεται κατά κανόνα σε λοιμώδη αίτια. Ο συνήθης τρόπος μετάδοσης είναι η εντεροστοματική οδός. Μετάδοση όμως μπορεί να προκύψει και από άτομο σε άτομο (Shigella) όπως επίσης και από κατοικίδια ζώα (Salmonella, Yersinia, Campylobacter). Επιδημίες από σαλμονέλλα έχουν περιγραφεί από βρώση ωμών αυγών και ατελώς μαγειρεμένων πουλερικών. Ο B. Cereus μεταδίδεται συνήθως με μολυσμένο ρύζι. Οι ιοί Rota είναι υπεύθυνοι για το 25% της οξείας διάρροιας στα παιδιά. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία οφείλεται σε φλεγμονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου από την εξωτοξίνη του C. Diffficile.
Από τις συχνότερες μορφές οξείας λοιμώδους διάρροιας στον κόσμο είναι η λεγόμενη «διάρροια των ταξιδιωτών». Υπολογίζεται ότι 20-30% των επισκεπτών της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της νοτιοανατολικής Ασίας και της νότιας Αμερικής νοσούν από διάρροια των ταξιδιωτών. Το συχνότερο μικρόβιο είναι τα εντεροπαθογόνα στελέχη Ε. Coli και ακολουθούν σε συχνότητα η Shigella, η Salmonella, και τα Campylobacter.
Υπάρχουν ωστόσο και διάρροιες οι οποίες οφείλονται σε νοσήματα, όπως τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ενδοκρινικά αίτια ή ακόμα σε παρενέργειες φαρμάκων (κυρίως αντιβιοτικά).
Διάρροια επίσης εκδηλώνεται μερικές φορές εάν τραυματιστεί η εσωτερική μεμβράνη του εντέρου. Όταν τραυματιστεί το έντερο, οι θρεπτικές ουσίες δεν διασπώνται και δεν απορροφώνται σωστά έτσι τα κόπρανα γίνονται χαλαρά. Η εντερική βλάβη που οδηγεί σε διάρροια μπορεί να οφείλεται σε βακτήρια, σε παρασιτικές λοιμώξεις ή σε τροφική δηλητηρίαση.
Μια άλλη αιτία είναι η αλλεργία σε τροφές, συχνά στο γάλα. Ορισμένοι άνθρωποι γεννιούνται με δυσανεξία στην λακτόζη (η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο γαλακτόζης), ενώ άλλοι αναπτύσσουν αυτήν την διαταραχή καθώς μεγαλώνουν. Η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε έλλειψη ενός ενζύμου που λέγεται λακτάση και διασπά τη λακτόζη προκειμένου να απορροφηθεί από το έντερο. Επειδή δεν γίνεται φυσιολογικά η πέψη του γάλακτος, ο ασθενής νιώθει «φουσκωμένος», πονάει και έχει διαρροϊκές κενώσεις.
Μερικές φορές, η έλλειψη λακτάσης εμφανίζεται μετά από χειρουργική επέμβαση στο έντερο, ακτινοθεραπεία (ακτινοβόληση της κοιλιακής χώρας) ή χημειοθεραπεία. Εάν η διάρροια οφείλεται σε δυσανεξία στη λακτόζη, ο ασθενής πρέπει να αποφεύγει το γάλα και τα παράγωγά του (π.χ. παγωτό, τυρί). Ανάλογα με την σοβαρότητα της διαταραχής, πρέπει επίσης να αποφεύγει το βούτυρο ή τις κρέμες. Μπορεί να καταναλώνει γάλα με μειωμένη λακτόζη ή γαλακτοκομικά από σόγια.
Όσον αφορά τη χρόνια διάρροια, οι αιτίες είναι πολλές και κάποιες από αυτές είναι οι παρακάτω:
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (σπαστική κολίτιδα)
- Σύνδρομα δυσαπορρόφησης
- Κατάχρηση καθαρτικών
- Χρόνιες ή υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του πεπτικού
- Φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου
- Φάρμακα
- Ενδοκρινικά νοσήματα – Νευροενδοκρινείς όγκοι
- Ακράτεια κοπράνων
- Καρκίνος παχέος εντέρου. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου περιλαμβάνεται στους τρεις συχνότερους καρκίνους σε άνδρες και γυναίκες και στο 30% εκδηλώνεται με διάρροια ή τεινεσμό και άλλα συμπτώματα.
Αντιμετώπιση: Υγρά, ηλεκτρολύτες και διατροφή
Τι μπορούμε να κάνουμε όταν πάθουμε γαστρεντερίτιδα και μας χτυπήσει η διάρροια; Ο πρώτος στόχος για την θεραπεία είναι να αντιμετωπιστεί η αιτία που την προκάλεσε. Στη συνέχεια ο ασθενής πρέπει να αναπληρώσει τα υγρά και τους ηλεκτρολύτες που χάθηκαν και να φροντίσει τη διατροφή του μέχρι την ανάρρωση.
Στην οξεία διάρροια τις πρώτες 24 ώρες δεν δίδεται τροφή και χορηγούνται μόνο υγρά. Έχει μεγάλη σημασία η ενυδάτωση του οργανισμού. Πρέπει οπωσδήποτε να πίνουμε νερό έστω και μικρές γουλιές, ή τσάι ή αναψυκτικά τύπου κόλα με πολλούς ηλεκτρολύτες. Αυτά θα ενδυναμώσουν το σύστημα να καταφέρει να ανταποκριθεί καλύτερα. Δεν πρέπει να πίνουμε χυμούς και πορτοκαλάδες. Τα αναψυκτικά, οι συμπυκνωμένοι χυμοί και άλλα ποτά πλούσια σε ζάχαρη μπορούν να επιδεινώσουν τη διάρροια.
Μετά από τις πρώτες 24 ώρες καλό είναι να φάτε κάτι. Κατά την ανάρρωση, προστίθενται συχνά, μικρά μαλακά γεύματα κατά προτίμηση βραστές τροφές. Ο λαπάς ή ο φιδές βοηθάει το στομάχι και τα έντερα. Θα πρέπει να αποφεύγονται τα ωμά λαχανικά, τα φρούτα, οι τηγανητές τροφές, το γάλα, τα μη αποφλοιωμένα δημητριακά και ο καφές. Συνιστώνται οι φακές, το κρέας ή το ψάρι, τα αυγά, τα μαγειρευμένα και αλεσμένα λαχανικά, οι μπανάνες (έχουν κάλιο) και τα μαγειρευμένα δημητριακά.
Όταν δούμε ότι η διάρροια υποχωρεί μπορούμε να φάμε λίγο φρούτο (μήλο ή μπανάνα) και αυτό όχι ολόκληρο αλλά μπουκιές. Η πηκτίνη που βρίσκεται στο μήλο (σε πολτό μήλου) ή κάποιες άλλες ουσίες που περιέχουν υδατοδιαλυτές ίνες (π.χ. καολίνη) βοηθούν στον έλεγχο της διάρροιας.
Όταν η διάρροια σταματήσει και ο ασθενής αρχίζει να ανέχεται τα τρόφιμα, η ποσότητα του φαγητού πρέπει να αυξάνεται σταδιακά. Τα σάκχαρα, το αλκοόλ, η λακτόζη, η φρουκτόζη επιδρούν αρνητικά στην οσμωτικότητα των κοπράνων και καλά είναι να αποφεύγονται. Η διατροφή αυτή αποτελείται από αμυλούχα τρόφιμα όπως, ρύζι, πατάτα, δημητριακά κ.α. και στη συνέχεια προσθέτουμε πρωτεϊνούχα τρόφιμα. Το λίπος επιτρέπεται. Τα προβιοτικά έχουν μπορούν να προφυλάξουν ή και να βελτιώσουν την διάρροια με την επίδραση τους στο ανοσοποιητικό σύστημα. Επίσης προφυλάσσουν από μολύνσεις επειδή ανταγωνίζονται τους παθογόνους μικροοργανισμούς και μπορεί να εμποδίζουν την ανάπτυξη των παθογόνων βακτηρίων.
Να σημειωθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πάρουμε αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα για τη διάρροια ή τον εμετό εάν προηγουμένως δεν έχουμε ενημερώσει τον γιατρό μας. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η γαστρεντερίτιδα να μην είναι βακτηριακή και τα φάρμακα να μην κάνουν δουλειά ή να επιβαρύνουν τον οργανισμό μας.
Πρέπει ακόμα να πούμε ότι στα παιδιά η έντονη διάρροια είναι πιο επικίνδυνη εξ’ αιτίας της αφυδάτωσης και απώλεια υγρών. Τα υγρά και οι ηλεκτρολύτες πρέπει να αναπληρωθούν άμεσα με έτοιμα φαρμακευτικά διαλύματα ηλεκτρολυτών ακόμη και από τους γονείς (δεν επιτρέπονται διαλύματα με συγκέντρωση σακχάρων).
Έτσι, ο γιατρός σας μπορεί να σας συστήσει να δώσετε στο μωρό σας ένα ειδικό υγρό που ονομάζεται «πόσιμο διάλυμα επανυδάτωσης» ή «πόσιμο διάλυμα ηλεκτρολυτών». Το διάλυμα αυτό βοηθά στην αντικατάσταση του νερού, του καλίου και άλλων ηλεκτρολυτών που χάνει το μωρό λόγω της διάρροιας. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν η διάρροια οφείλεται σε γαστρεντερίτιδα μικροβιακής αιτίας, ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει στο παιδί αντιβιοτικά (γενικά, τα αντιδιαρροϊκά φάρμακα που χορηγούνται χωρίς συνταγή δεν συνιστώνται συνήθως για παιδιά μικρότερα των 2 ετών).
Φαρμακευτική θεραπεία
Οι περισσότερες περιπτώσεις οξείας διάρροιας είναι λοιμώδους αιτιολογίας, βραχείας διάρκειας, αυτοθεραπεύονται και μόνο ένα ποσοστό μικρότερο του 20% των πασχόντων προσφεύγει στο γιατρό. Εάν η διάρροια διαρκεί πάνω από τρεις ημέρες και έχετε αφυδάτωση ή πυρετό, πρέπει να επισκεφτείτε τον γιατρό για θεραπευτική αντιμετώπιση. Γενικά, οι ιοί που προκαλούν τη διάρροια συνήθως δεν αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Τα αντιβιοτικά βοηθούν στην αντιμετώπιση μόνον ορισμένων τύπων σπανιότερων βακτηριακών ή παρασιτικών λοιμώξεων. Ο γιατρός είναι ο πλέον αρμόδιος να αποφασίσει για το πότε θα πρέπει να δοθούν φάρμακα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση που θα χορηγήσει ο γιατρός αποσκοπεί στην αποκατάσταση του διαταραχθέντος ισοζυγίου ύδατος και ηλεκτρολυτών, στην συμπτωματική ανακούφιση και στην καταπολέμηση της αιτίας. Επικοινωνήστε άμεσα με τον γιατρό αν υπάρχει αίμα στα κόπρανα (ή μοιάζουν με μαύρη πίσσα), αν η διάρροια συνοδεύεται από πυρετό άνω των 39 βαθμών Κελσίου, και αν έχετε κοιλιακό ή πρωκτικό πόνο.
Τα φάρμακα που προτείνονται για τη διάρροια περιέχουν οπιούχες ουσίες (χορηγούνται μόνο με συνταγή), διφαινυλοξυλάτη (Lomotil) και λοπεραμίδη (Imodium). Ανακουφίζουν και μειώνουν τους μυϊκούς σπασμούς του γαστρεντερικού σωλήνα. Το Pepto Bismol έχει καλά αποτελέσματα μόνο που μπορεί να κάνει τα κόπρανα μαύρα (και τη γλώσσα). Πάντως να ξέρετε ότι η χρήση αυτών των φαρμάκων για τη συμπτωματική ανακούφιση είναι αμφισβητούμενη. Καταστέλλουν τη διάρροια η οποία ωστόσο αποτελεί ένα σύμπτωμα το οποίο βοηθάει βγουν από το οι μικροοργανισμοί που έκαναν ζημιά στο έντερο.
Να σημειωθεί τέλος, ότι τα συμπληρώματα με φυλλικό οξύ συνιστώνται στην έντονη διάρροια διότι βοηθούν στην ανάπλαση του βλεννογόνου του εντέρου.