Η δίαιτα ORAC ήταν μια ιδιαίτερα διαφημισμένη διατροφή που βασιζόταν στην αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφών και τελούσε υπό την αιγίδα του Αμερικανικού Οργανισμού Γεωργίας (USDA). Στην πραγματικότητα δεν ήταν μια δίαιτα που αποσκοπούσε στην απώλεια κιλών (όπως έχει προβληθεί στην Ελλάδα) αλλά μια αντιοξειδωτική διατροφή που είχε σκοπό να βελτιώσει την υγεία των καταναλωτών. Τα θεμέλια όμως στα οποία βασιζόταν δεν ήταν γερά με αποτέλεσμα να αποσυρθεί τον Μάιο του 2012.
Η δίαιτα ORAC,το ακρωνύμιο σημαίνει Oxygen Radical Absorbence Capacity (δηλαδή Ικανότητα Απορρόφησης Ριζών Οξυγόνου) βασιζόταν σε τροφές που είχαν μεγάλη ικανότητα εξουδετέρωσης των ελεύθερων ριζών που προκύπτουν από το οξυγόνο. Ωστόσο σήμερα, ύστερα από μια διαμάχη που τελικά δεν κράτησε πολύ, η συγκεκριμένη διατροφή, ή έστω δίαιτα, δεν φαίνεται να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη πολλών ερευνητών.
Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η κλίμακα ORAC έδειχνε, πρώτον, την ικανότητα των τροφών να εξουδετερώνουν μόνο μια ελεύθερη ρίζα, την υπεροξειδική ρίζα (peroxyl radical) και, δεύτερον, μετρούσε αυτήν την ικανότητα στον δοκιμαστικό σωλήνα (test tube) και όχι μέσα στο ανθρώπινο σώμα.
Τον Μάϊο του 2012 ύστερα από την κριτική που ασκούνταν, ο πίνακας με την αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφών αποσύρθηκε από το site του Αμερικανικό Οργανισμό Γεωργίας (USDA) και η προώθηση της συγκεκριμένης δίαιτας είναι πια ανύπαρκτη.
Καταλυτικό ρόλο στην «εξαφάνιση» της κλίμακας ORAC ήταν ότι άλλα νεότερα και καλύτερα τεστ για την αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφών που εμφανίστηκαν δεν συμφωνούσαν μαζί της. Έτσι οι τροφές που πρότεινε η δίαιτα ο ORAC δεν θεωρούνται πια «υπερτροφές» (superfoods) όπως γινόταν πριν από λίγα χρόνια.
Ελεύθερες ρίζες και αντιοξειδωτικά
Οι ελεύθερες ρίζες (free radicals) είναι άτομα ή μόρια που έχουν ένα αζευγάρωτο ηλεκτρόνιο στην εξωτερική τους στοιβάδα. Αυτό κάνει τις ελεύθερες ρίζες να κινητοποιούνται για να αρπάξουν το ηλεκτρόνιο που τους λείπει από οποιοδήποτε άλλο μόριο μπορούν. Η «κλοπή» ηλεκτρονίων ονομάζεται οξείδωση κι όταν συμβαίνει μέσα στο σώμα μπορεί να επιφέρει σοβαρές βλάβες.
Οι ελεύθερες ρίζες μπορούν να οξειδώσουν (να πάρουν δηλαδή ένα ηλεκτρόνιο) από λίπη, πρωτεΐνες, ακόμα και το μιτοχονδιακό DNA και μ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν βλάβες σ΄αυτά τα μόρια. Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που είναι ενσωµατωµένα στις κυτταρικές µεµβράνες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην οξείδωση, μια διαδικασία γνωστή ως υπεροξείδωση των λιπιδίων.
Παραδόξως, οι πιο δραστικές ελεύθερες ρίζες προέρχονται από τον μεταβολισμό του οξυγόνου. Στα μιτοχόνδρια των κυττάρων, το οξυγόνο αντιδρά χημικά με μόρια των τροφών για να παραχθεί ενέργεια αλλά το 2-4% του οξυγόνου μετατρέπεται σε ελεύθερες ρίζες όπως το ανιόν του υπεροξειδίου (Ο2¯·) και η ρίζα υδροξυλίου (ΟΗ¯).
Πρέπει να πούμε βέβαια, ότι οι ελεύθερες ρίζες παίζουν ουσιώδη ρόλο στην υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος σκοτώνοντας διάφορα επιβλαβή βακτήρια. Όταν όμως υπάρχει υπερπαραγωγή ελευθέρων ριζών μπορούν να κάνουν ζημιά στα κύτταρα. Η παραγωγή πολλών ελευθέρων ριζών για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργεί στο σώμα ένα στρες που ονομάζεται οξειδωτικό στρες και συμβάλει στην εμφάνιση διαφόρων ασθενειών.
Το σώμα διαθέτει σημαντικά αντιοξειδωτικα ένζυμα (γλουταθειόνη, καταλάση, αλβουµίνη, ουρικό οξύ, χολερυθρίνη κλπ) ωστόσο υπάρχει η πεποίθηση ότι χρειάζεται εξωτερική βοήθεια από τη διατροφή (ή δίαιτα) η οποία πρέπει να παρέχει διατροφικά αντιοξειδωτικά μόρια.
Τα διατροφικά αντιοξειδωτικα χαρίζουν εύκολα ένα από τα ηλεκτρόνιά τους στις ελευθερες ριζες µετατρέποντάς τες έτσι σε µη τοξικές. Υπάρχουν πολλά αντιοξειδωτικά μόρια στα φρούτα και τα λαχανικά και φαίνεται στο δοκιμαστικό σωλήνα ότι μια κατηγορία τους οι πολυφαινόλες, είναι πολύ ισχυρά.
Η βιταμίνη C και η βιταμίνη Ε είναι δύο επίσης ισχυρά αντιοξειδωτικά που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Η βιταμίνη Ε είναι λιποδιαλυτή και εξουδετερώνει τις ελεύθερες ρίζες στα λιπίδια των κυτταρικών μεμβρανών ενώ η βιταμίνη C είναι υδατοδιαλυτή και δρα στα υδάτινα μέρη του κυττάρου. Άλλα διατροφικά αντιοξειδωτικά είναι η βιταµίνη A, τα φλαβονοειδή (ανήκουν στις πολυφαινόλες), το σελήνιο, το Β-καροτένιο, το συνένζυµο Q10, ο ψευδάργυρος και το λυκοπένιο.
Η κλίμακα ORAC
Στη δεκαετία του 1980 οι ερευνητές θέλησαν να βρουν ένα τρόπο που να μετρά την αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφών κι έτσι εμφανίστηκε η περίφημη κλίμακα ORAC η οποία παρουσιάστηκε ως ένας τρόπος μέτρησης της αντιοξειδωτικής δύναμης που διαθέτει μια τροφή.
Όμως η κλίμακα / δίαιτα ORAC δημιούργησε εξαρχής μια σύγχυση ακόμα και μεταξύ των ειδικών καθώς το τεστ ήταν φτιαγμένο έτσι που να μετρά την εξουδετέρωση μόνο μιας ελεύθερης ρίζας, της υπεροξειδικής ρίζας, και δεύτερον, η αντιοξειδωτική ικανότητα της τροφής αφορούσε τον δοκιμαστικό σωλήνα και όχι το ανθρώπινο σώμα.
Είναι αλήθεια ότι η υπεροξειδική ρίζα είναι μια από τις σημαντικότερες ελεύθερες ρίζες η οποία μάλιστα προκύπτει πρώτη από τον μεταβολισμό του οξυγόνου. Αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Οι πέντε ελεύθερες ρίζες που συναντώνται πιο συχνά στο ανθρώπινο σώμα είναι: η ρίζα υδροξυλίου (hydroxyl radical), η υπεροξειδική ρίζα ( peroxyl radical), η υπεροξυνιτρώδης ρίζα (peroxynitrite), το μονήρες οξυγόνο (singlet oxygen radical) και το ανιόν του υπεροξειδίου (superoxide anion).
Σύμφωνα με την κλίμακα ORAC, το acai berry έχει 18.500 αντιοξειδωτικές μονάδες, τα μούρα αρώνια 18.000, τα ξερά δαμάσκηνα 5.770 μονάδες, οι σταφίδες 2.830, τα μούρα blueberries 2.400 τα μούρα blackberries 2.036, τα μούρα cranberries (κράνα) 1.750, οι φράουλες 1.540, τα ρόδια 1.245 και τα raspberries (σμέουρα) έχουν 1.220 αντιοξειδωτικές μονάδες. Να σημειωθεί ότι αυτές οι αντιοξειδωτικές μονάδες αφορούσαν 1 γραμμάριο της κάθε τροφής. Από την άλλη μεριά, σε χαμηλή κατάταξη βρίσκονταν στην κλίμακα ORAC τα καρότα με 207 αντιοξειδωτικές μονάδες, τα φασόλια με 201 μονάδες, οι ντομάτες με 189 και τα κολοκυθάκια με 176.
Όμως η κλίμακα ORAC ήταν μεροληπτική κατά την αντιοξειδωτική κατάταξη των τροφών διότι δεν έδειχνε την πραγματική αντιοξειδωτική ικανότητά τους παρά μόνο όσον αφορά την υπεροξειδική ρίζα. Η ντομάτα λάμβανε χαμηλή κατάταξη διότι έχει χαμηλή αντιοξειδωτική ικανότητα στην υπεροξειδική ρίζα. Όμως η ντομάτα, λόγω των καροτενοειδών που περιέχει, παρουσιάζει σημαντική αντιοξειδωτική ικανότητα στο μονήρες οξυγόνο κάτι για το οποίο η κλίμακα ORAC αδιαφορούσε εκ κατασκευής.
Ορισμένοι ειδικοί είχαν προτείνει μια δίαιτα που περιείχε 3000-5000 αντιοξειδωτικές µονάδες της κλίμακας ORAC αλλά όποιος ακολουθούσε αυτή τη δίαιτα ORAC είχε ενδεχομένως υψηλή άμυνα κατά της υπεροξειδικής ρίζα αλλά χαμηλή για τις υπόλοιπες ελεύθερες ρίζες. Αυτός που ακολουθούσε τη δίαιτα ORAC ήταν φυσικό να προτιμάει το acai berry (που σημειωτέον έγινε πασίγνωστο λόγω της κλίμακας ORAC) και άλλα φρούτα που βαφτίστηκαν σουπερφούντς και να υποτιμά π.χ. τη ντομάτα που είχε χαμηλό σκορ στην υπεροξειδική ρίζα. Επίσης, σύμφωνα με τη δίαιτα ORAC τα σταφύλια είναι καλύτερα από το κατσαρό λάχανο (kale) παρότι το τελευταίο έχει πολλά λιποδιαλυτά αντιοξειδωτικά.
Λόγω του ότι το τεστ ORAC ήταν εμφανώς μεροληπτικό, το 2009 ορισμένοι ερευνητές εφεύραν ένα άλλο τεστ που μπορούσε να μετρήσει την αντιοξειδωτική δύναμη μιας τροφής για τις πέντε πιο καταστροφικές ελεύθερες ρίζες. Συγκεκριμένα, το Brunswick Laboraty ανακοίνωσε ότι μπορούσε πλέον να μετρά την αντιοξειδωτική ικανότητα μιας τροφής όσον αφορά τις πέντε σημαντικότερες ελεύθερες ρίζες και κάλεσε τις εταιρείες τροφίμων να χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματα του νέου τεστ (με το αζημείωτο φυσικά) προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα τους.
Το USDA αντιμετώπιζε μια επικείμενη επιστημονική διαμάχη και απώλεια της αξιοπιστίας του καθώς στο ερώτημα αν η κλίμακα ORAC μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να συγκρίνονται οι τροφές, το Brunswick Laboraty απάντησε κατηγορηματικά όχι. Ένα μέρος της απάντησης έχει ως εξής (παρατίθεται στα αγγλικά προς αποφυγή παρεξηγήσεων): “…due to the limited sample sizes and varieties, the published ORAC values of vegetables and fruits are not comprehensive. Importantly, the most published ORAC results are obtained using the old method; therefore they are not valid anymore”.
Στη συνέχεια και άλλα ερευνητικά εργαστήρια ανακοίνωσαν τα δικά τους τεστ που μετρούσαν την αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφών. Αυτά τα τεστ όμως ήταν διαφορετικά μεταξύ τους και δεν έδιναν το ίδιο αποτέλεσμα. Οι διάφορες εταιρείες θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι το δικό τους φρούτο, λαχανικό, μπαχαρικό ή όσπριο είναι το καλύτερο αντιοξειδωτικό για τις ελεύθερες ρίζες έναντι των ανταγωνιστών τους έχοντας την πιστοποίηση ενός ιδιωτικού εργαστηρίου, τα αποτελέσματα του οποίου όμως δεν συμφωνούν με τα υπόλοιπα.
Μπροστά στον κίνδυνο να προκληθεί εμπορικό χάος στην προώθηση των προϊόντων, τον Μάιο του 2012, το USDA αποφάσισε να αποσύρει την κλίμακα ORAC δίνοντας τέλος σ’ ένα παιγνίδι που μόνο σε βάρος του καταναλωτή και της υγείας του μπορούσε να αποβεί. Άλλωστε η κλίμακα ORAC και οποιαδήποτε δίαιτα βασίζονταν σ’ αυτήν, ήταν εξ’ αρχής παραπλανητική και δεν πρόσφερε ουσιαστικά κανένα όφελος. Αυτός που δεν ακολουθούσε την δίαιτα ORAC και δεν ανησυχούσε για το πόσες αντιοξειδωτικές μονάδες της κλίμακας λαμβάνει καθημερινά ίσως τελικά να είχε καλύτερη άμυνα κατά του συνόλου των ελεύθερων ριζών καταναλώνοντας μεγαλύτερη ποικιλία φρούτων και λαχανικών, αφού δεν θα εστιάζονταν στα λίγα σουπερφούντς.
Δοκιμαστικός σωλήνας και ανθρώπινο σώμα
Υπάρχει και ένας άλλος εξίσου σημαντικός λόγος που αποσύρθηκε η πολυδιαφημισμένη κλίμακα / δίαιτα ORAC. Ακόμα και αν κατέτασσε την αντιοξειδωτική αξία των τροφών με ένα ευρύτερο κριτήριο όσον αφορά τις ελεύθερες ρίζες, αυτό δεν είχε στην πραγματικότητα βιολογική αξία γιατί το τεστ αφορούσε το δοκιμαστικό σωλήνα και όχι το ανθρώπινο σώμα.
Αυτά που συμβαίνουν μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα δεν σημαίνει ότι συμβαίνουν απαραίτητα και μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει αυτή τη διαφορά αλλά έχει τεράστια σημασία. Οι λόγοι της διαφοράς μπορεί να είναι απλοί αλλά μπορεί να είναι και περίπλοκοι. Ένας απλός λόγος είναι ότι τα διάφορα αντιοξειδωτικά (ή άλλα διατροφικά μόρια) που υπάρχουν στα φρούτα και τα λαχανικά, τα λεγόμενα φυτοχημικά, μπορεί να έχουν κακή απορρόφηση από το σώμα ή να αλλοιώνονται κατά τη διαδικασία της πέψης.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει από το Linus Pauling Institute στο Oregon State University (αλλά και το ίδιο το USDA) οι πολυφαινόλες για τις οποίες συνεχώς γράφεται ότι είναι ισχυρά αντιοξειδωτικά –και πράγματι είναι στο δοκιμαστικό σωλήνα– έχουν ανίσχυρη δράση μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει in vitro (δοκιμαστικός σωλήνα) μόνο ένα 5% από τις πολυφαινόλες που καταναλώνονται μέσω της διατροφής συγκρατούνται από το ανθρώπινο σώμα. Και από τα μόρια που συγκρατούνται, τα περισσότερα υπάρχουν ως τροποποιημένοι μεταβολίτες που αποβάλλονται γρήγορα από το σώμα.
Ο Balz Frei, διευθυντής του Linus Pauling Institute κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ανθρώπινο σώμα θεωρεί τα φλαβονοειδή (μια κατηγορία πολυφαινολών με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση στο δοκιμαστικό σωλήνα) ως ξένες ουσίες τις οποίες προσπαθεί να ξεφορτωθεί μέσω των ούρων και της χολής. (“The body sees them as foreign compounds and modifies them for rapid excretion in the urine and bile”). Στο δοκιμαστικό σωλήνα όμως τα φλαβονοειδή έχουν 3-5 φορές μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση από τη βιταμίνη C και τη βιταμίνη E.
Ακόμη χειρότερα, ορισμένοι μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι κάποια μόρια που δρουν ως αντιοξειδωτικα στο δοκιμαστικό σωλήνα συμπεριφέρονται μέσα στο σώμα ως ακριβώς το αντίθετο: ως οξειδωτικά. Κάποιοι ερευνητές λοιπόν πιστεύουν ότι η όλη ιστορία με τα αντιοξειδωτικά, όπως παρουσιάζεται, μπορεί τελικά να καταλήγει σε βάρος της υγείας των καταναλωτών που προσπαθούν να βελτιώσουν την υγεία τους βασιζόμενοι σε συμπληρώματα διατροφής ή σε δίαιτες τύπου ORAC.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο 85άχρονος μοριακός βιολόγος και γενετιστής Τζέιμς Γουάτσον, ο οποίος το 1953 ανακάλυψε μαζί με τον Τζέιμς Κρικ τη δομή του DNA και έλαβε Νόμπελ Ιατρικής το 1962, έγραψε πρόσφατα ότι τα πολλά αντιοξειδωτικά μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό αντί για καλό. Ο Γουάτσον είπε ότι ένας μεγάλος αριθμός μελετών έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αντιοξειδωτικά, όπως οι βιταμίνες Α, C και Ε και το ιχνοστοιχείο σελήνιο, δεν έχουν «καμία εμφανή αποτελεσματικότητα» στην πρόληψη του καρκίνου του στομάχου ή στην παράταση της ζωής.
Είναι ωστόσο σαφές από εκατοντάδες μελέτες ότι οι πληθυσμοί που καταναλώνουν περισσότερα φρούτα και λαχανικά έχουν καλύτερη υγεία. Αυτό ακριβώς προτείνουν οι ειδικοί: Ξεχάστε τις αντιοξειδωτικές κατατάξεις και μονάδες της δίαιτας ORAC που άλλωστε αφορούν το δοκιμαστικό σωλήνα και δεν έχουν βιολογική αξία. Κάνετε μια ισορροπημένη διατροφή, με ποικιλία φρούτων, λαχανικών και οσπρίων, και μην απασχολείστε ιδιαίτερα με τη μόδα των σουπερφουντς που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει.