Η καρνιτίνη (L-Carnitine) είναι ένα μόριο με χημικό τύπο C7H15NO3 το οποίο παίζει κρίσιμο ρόλο στον μεταβολισμό του λίπους.
Εκτελεί πολλές ζωτικές λειτουργίες στο ανθρώπινο σώμα αλλά σε γενικές γραμμές μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για μια ουσία που βοηθάει τον οργανισμό να μετατρέψει τα λιπαρά οξέα σε ενέργεια μέσα στα μιτοχόνδρια. Επίσης αυξάνει την αντοχή, μειώνει τις ανάγκες των κυττάρων σε οξυγόνο και ενισχύει την αποκατάσταση των μυών ύστερα από την άσκηση.
Η καρνιτίνη παράγεται κυρίως στο συκώτι και τα νεφρά από δύο απαραίτητα αμινοξέα, την μεθειονίνη και τη λυσίνη. Η βιοσύνθεση της απαιτεί επίσης βιταμίνη C, σίδηρο, βιταμίνη Β6 και νιασίνη. Συνήθως, ο οργανισμός παράγει όση καρνιτινη χρειάζεται αλλά μερικές φορές υπάρχει έλλειψη καρνιτίνης λόγω κάποιας δυσλειτουργίας.
Πρέπει να πούμε ότι η καρνιτινη δεν θεωρείται «απαραίτητο» θρεπτικό συστατικό με την έννοια ότι πρέπει να προσλαμβάνεται από τη διατροφή (όπως π.χ. τα απαραίτητα αμινοξέα) διότι συντίθεται από τον οργανισμό. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν συνιστώμενες ημερήσιες προσλήψεις ανάλογα με το φύλο και την ηλικία.
Μόνο όταν υπάρχουν προβλήματα υγείας συνιστάται η πρόσληψη της από τροφές και τα διατροφικά συμπληρώματα. Οι υγιείς άνθρωποι που ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή θεωρείται ότι δεν χρειάζονται χορήγηση. Κάποιοι χορτοφάγοι μπορεί να έχουν χαμηλότερη συγκέντρωση καρνιτινης στο αίμα τους από τους κρεατοφάγους άρα η διατροφή παίζει ρόλο στη ποσότητα της ουσίας που έχει κάποιος στο σώμα του. Είναι ευνόητο πως όταν λείπουν από τη διατροφή η μεθειονίνη και η λυσίνη δεν προκύπτει επαρκής καρνιτίνη. Σ’ αυτή την περίπτωση χρειάζεται πρόσληψη καρνιτίνης από τη διατροφή ή από διατροφικά συμπληρώματα, κατόπιν βέβαια συμβουλής γιατρού.
Σε πολλούς τομείς της ιατρικής έχει αποδειχθεί η προαγωγή του μεταβολισμού του λίπους μέσω της καρνιτίνης χρήσιμης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και άλλους ασθενείς. Ωστόσο η έλλειψη καρνιτίνης σε υγιείς ανθρώπους είναι κάτι σπάνιο στις μέρες μας διότι υπάρχει σε πολλές ζωικές τροφές.
Διατροφή και συμπληρώματα
Η ονομασία της καρνιτίνης προέρχεται από την λατινική λέξη carnus που σημαίνει σάρκα. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο καθώς η κύρια διατροφική πηγή της καρνιτίνης είναι το κρέας. Το 90% της καρνιτινης στον άνθρωπο και τα υπόλοιπα θηλαστικά βρίσκεται στους μυς. Αποθηκεύεται επίσης στην καρδιά, στον εγκέφαλο και στο σπέρμα. Γενικά αποθηκεύεται στους ιστούς που χρησιμοποιούν ως ενέργεια το λίπος, για παράδειγμα η ενέργεια της καρδιάς προέρχεται κατά 60% από το λίπος.
Το κρέας των αιγοπροβάτων είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε καρνιτίνη (μέχρι 2 γραμμάρια ανά κιλό). Επίσης το βοδινό έχει υψηλή περιεκτικότητα σε καρνιτίνη (περίπου 670 mg ανά κιλό). Οι φυτικές τροφές περιέχουν λίγη καρνιτίνη κι έτσι οι αποκλειστικά χορτοφάγοι έχουν λιγότερα αποθέματα καρνιτίνης στο σώμα τους.
Η συνήθης δίαιτα προσφέρει 100-300 mg καρνιτίνης την ημέρα. Το 75% της καρνιτίνης προέρχεται από τη διατροφή και το 25% συντίθεται από τον οργανισμό στους ανθρώπους που ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή. Δείτε ποιες τροφές περιέχουν αρκετή καρνιτίνη.
Τροφές |
Ποσότητα τροφής |
Καρνιτίνη |
Βοδινή μπριζόλα | 100 γρ. | 60-95 mg |
Κιμάς μοσχαρίσιος | 100 γρ. | 60-94 mg |
Χοιρινό | 100 γρ. | 27,7 mg |
Μπέικον | 100 γρ. | 23,3 mg |
Αρνί | 100 γρ. | 150-200 mg |
Μπακαλιάρος | 100 γρ. | 5,6 mg |
Κοτόπουλο στήθος | 100 γρ. | 3,9 mg |
Αμερικανικό τυρί | 100 γρ. | 3,7 mg |
Παγωτό | 100 ml | 3,7 mg |
Πλήρες γάλα | 100 ml | 3,3 mg |
Η καρνιτίνη διατίθεται ως συμπλήρωμα διατροφής τόσο για όσους θέλουν να αδυνατίσουν (υπάρχει συχνά σε χάπια αδυνατίσματος) όσο και για αθλητές (υπάρχει σε ενεργειακά ποτά σε ποσότητες που ξεπερνούν την ποσότητα που έχει μια βοδινή μπριζόλα).
Ως σκεύασμα (Solgar, Intelecta κλπ) πωλείται παντού σήμερα σε προσιτή τιμή: σε φαρμακεία, γυμναστήρια, καταστήματα συμπληρωμάτων διατροφής, άλλες φορές καθαρά ως καρνιτίνη (L-Carnitine είναι η φυσική της μορφή) και άλλες μαζί με άλλες ουσίες. Είναι περισσότερο γνωστή ως το «χαπάκι» που καίει το λίπος. Πράγματι η L-Carnitine είναι ένα μόριο με λιποδιαλυτική δράση αλλά οι διατροφολόγοι αμφισβητούν ότι τα διατροφικά συμπληρώματα προσφέρουν κάποια ουσιαστικά οφέλη στην απώλεια βάρους.
Η κύρια αποστολή της καρτινίνης είναι η μεταφορά των λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας στα μιτοχόνδρια του κυττάρου για την παραγωγή ενέργειας. Τα λιπαρά οξέα αποτελούνται από μια αλυσίδα ατόμων άνθρακα καθένα από τα οποία μπορεί είναι ενωμένο με το πολύ δύο άτομα υδρογόνου. Αυτά που έχουν περισσότερα από 14 άτομα άνθρακα δεν μπορούν να υποστούν β-οξείδωση (να παράγουν ενέργεια) χωρίς τη βοήθεια της καρνιτίνης. Για να δώσουν ενέργεια αυτά τα λιπαρά οξέα πρέπει να περάσουν δύο μεμβράνες: την εξωτερική μεμβράνη των κυττάρων και το εξωτερικό περίβλημα των μιτοχονδρίων μέσα στο κύτταρο. Τα μόρια της καρνιτίνης ενώνονται με κάθε λιπαρό οξύ μακράς αλυσίδας ξεχωριστά και τα οδηγούν μέσα στα μιτοχόνδρια. Εκεί η καρνιτίνη απελευθερώνει το λιπαρό οξύ, έτσι ώστε να μετατραπεί με την επίδραση διαφόρων ενζύμων σε ενέργεια (μόρια ΑΤΡ). Αν τα λιπαρά οξέα δεν μπορέσουν να «καούν» γρήγορα στα μιτοχόνδρια (διότι π.χ. δεν επαρκούν τα ένζυμα), η καρνιτίνη επιτελεί ακόμα ένα ρόλο: τα επιστρέφει στο έξω από το κύτταρο, στο αίμα.
Δεν υπάρχουν ωστόσο αποδείξεις ότι η καρνιτίνη βοηθάει ως διατροφικό συμπλήρωμα στο αδυνάτισμα ή ότι ενισχύει τις αθλητικές ικανότητες. Αν και παίζει ζωτικό ρόλο στον μεταβολισμό του λίπους, η συμπληρωματική χορήγηση ως χάπι δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο. Αν και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πολλές μελέτες, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Το 2000 μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism, και διεξήχθη σε 36 υπέρβαρες γυναίκες, έδειξε ότι η πρόσληψη l-carnitine ή placebo δύο φορές την ημέρα για οκτώ εβδομάδες δεν είχε διαφορά στο αποτέλεσμα.
Ακόμη χειρότερα, το 2005 μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το International Journal for Vitamin and Nutrition Research βρήκε ότι τα ποντίκια που ταίστηκαν με l-carnitine κέρδισαν βάρος αντί να χάσουν.
Τέλος, μελέτες σε αθλητές δεν έδειξαν ότι βελτιώθηκε η απόδοσή τους ούτε υπήρξε αύξηση της καρνιτίνης στους μυς τους ύστερα από 28 μέρες χορήγησης.
Παρενέργειες
Και ενώ οι μελέτες δεν έχουν δείξει οφέλη από τη χορήγηση καρνιτίνης, είναι δυνατόν να υπάρχουν ορισμένες παρενέργειες που συνδέονται με την υψηλή δοσολογία της ουσίας.
Τα τελευταία χρόνια ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι υψηλές ποσότητες καρνιτίνης στη διατροφή, σε συνδυασμό με ορισμένα βακτήρια που την αποδομούν στο λεπτό έντερο, μπορούν να επιταχύνουν την διαδικασία αθηροσκλήρωσης μέσω μιας ουσίας που παράγεται από τον μεταβολισμό της καρνιτινης, την Trimethylamine N-oxide (TMAO).
Μέχρι τώρα οι μελέτες έχουν δείξει ότι η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος είναι επιβλαβής για την υγεία αυξάνοντας μακροπρόθεσμα τον κίνδυνο για καρδιακές προσβολές και καρκίνο. Όσον αφορά την καρδιά ερευνητές απέδιδαν τον αυξημένο κίνδυνο στη χοληστερίνη και στα κορεσμένα λίπη που υπάρχουν στο κρέας (πιο πρόσφατα θεωρείται ότι το επεξεργασμένο κρέας όπως το σαλάμι, το μπέικον, τα λουκάνικα κλπ, είναι επιβλαβές για την καρδιά).
Όμως, «…η περιεκτικότητα του κόκκινου κρέατος σε χοληστερίνη και κορεσμένα λίπη δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να εξηγεί γιατί αυτό συμβάλλει στην αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου», λέει ο δρ Στάνλεϋ Χέιζεν (Hazen), επικεφαλής του Τμήματος Κυτταρικής Βιολογίας στην φημισμένη Cleveland Clinic, στο Οχάιο, και επικεφαλής μιας μελέτης που αφορά το ρόλο της καρνιτίνης στην αθηροσκλήρωση.
Ο Χέιζεν θεωρεί ότι ο αυξημένος κίνδυνος για την υγεία που παρουσιάζει το κρέας ίσως να προέρχεται από την ουσία TMAO και όχι από τη χοληστερίνη ή τα κορεσμένα λιπαρά οξέα. Τα βακτήρια του εντέρου διασπούν την καρνιτίνη σε ένα αέριο, το οποίο όταν φθάσει στο συκώτι μετατρέπεται στην ουσία TMAO η οποία ενισχύει της διαδικασία της αθηροσκλήρωσης.
Οι παρουσία ενός μεγάλου αριθμού βακτηρίων που παράγουν TMAO είναι συνέπεια μια δίαιτας πλούσιας σε κρέας. Οι χορτοφάγοι ή όσοι σπάνια τρώνε κρέας έχουν πολύ λιγότερα επίπεδα TMAO στο αίμα τους από τους κρεατοφάγους. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι είναι ο συνδυασμός καρνιτίνης και συγκεκριμένων βακτηρίων δημιουργεί το πρόβλημα.
Ο Χέιζεν μέτρησε τα επίπεδα καρνιτίνης και TMAO σε παμφάγους και χορτοφάγους και εξέτασε τα στοιχεία 2,595 ασθενών με καρδιακά προβλήματα. Όσοι είχαν υψηλότερη καρνιτινη και TMAO στο αίμα τους ήταν πιο πιθανό να πάθουν καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό. Αυτή η μελέτη δεν σημαίνει ότι το κρέας και τα γαλακτοκομικά κάνουν περισσότερο κακό από ότι πιστευόταν. Σημαίνει απλά ότι η αιτία που το κρέας κάνει κακό μπορεί τελικά να μην οφείλεται τόσο στην υψηλή χοληστερίνη του ή στα κορεσμένα λιπαρά όσο στην ουσία TMAO.
Μια τελευταία μελέτη του Χέιζεν βρήκε έναν άλλο μεταβολίτη της καρνιτίνης που κάνει ζημιά στην καρδιά.