Αμερικανοί ερευνητές σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Clinical Psychological Science», βρήκαν ότι η μελαγχολία μιας ομάδας φοιτητών που ήταν ευάλωτη στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να εκδηλώσουν κατάθλιψη και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα.
Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως όσοι αντιδρούν αρνητικά στα στρεσογόνα γεγονότα, ερμηνεύοντάς τα ως επακόλουθο παραγόντων τους οποίους δεν μπορούν να αλλάξουν αλλά και ως αντανακλάσεις των δικών τους ανεπαρκειών, είναι πιο ευάλωτοι στην κατάθλιψη. Αυτή η συναισθηματική ευαλωτότητα, όπως αποκαλείται, αποτελεί τόσο ισχυρό παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη ώστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλεφθεί ποιος διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσει κατάθλιψη στο μέλλον.
Οι δρες Τζέραλντ Χέφελ και Τζένιφερ Χέιμς, από το Πανεπιστήμιο Notre Dame της Ιντιάνα, λένε ότι η συναισθηματική ευαλωτότητα διαμορφώνεται κατά τα πρώτα χρόνια της εφηβικής ζωής, αλλά μοιάζει σταθερή κατά την ενήλικη. Ωστόσο, οι ίδιοι πιστεύουν πως μπορεί να μεταβληθεί στη διάρκεια ριζικών αλλαγών της ζωής. Μία τέτοια ριζική αλλαγή είναι το να φεύγει ένας νέος άνθρωπος από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.
“Κολλητική” η κατάθλιψη
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 206 πρωτοετείς φοιτητές του πανεπιστημίου τους, οι οποίοι είχαν οριστεί τυχαία να συγκατοικήσουν ανά δύο όταν έγιναν δεκτοί σε αυτό.
Μέσα σε ένα μήνα από την άφιξή τους στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που στόχο είχαν να αξιολογήσουν τη νοητική ευαλωτότητα και τα καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα ίδια ερωτηματολόγια συμπλήρωσαν εκ νέου 3 και 6 μήνες αργότερα, ενώ ανέφεραν και κάθε είδους στρεσογόνο γεγονός που είχε μεσολαβήσει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι φοιτητές που συγκατοικούσαν με άτομα με υψηλά επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας είχαν αυξημένες πιθανότητες να «κολλήσουν» την συναισθηματική κατάστασή του και να αποκτήσουν οι ίδιοι υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής ευαλωτότητας, με επακόλουθο να αυξάνεται ο κίνδυνος να εκδηλώσουν κατάθλιψη.
Αντίστοιχα, όσοι συγκατοικούσαν με φοιτητές με μειωμένη συναισθηματική ευαλωτότητα, παρουσίαζαν μείωση και της δικής τους, οπότε ο κίνδυνος κατάθλιψης απομακρυνόταν. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στις μετρήσεις των 3 μηνών, όσο και σε εκείνες των έξι μηνών. Επιπλέον, οι φοιτητές που παρουσίασαν αυξημένη συναισθηματική ευαλωτότητα κατά την μέτρηση του πρώτου τριμήνου, είχαν διπλάσια καταθλιπτικά συμπτώματα στη μέτρηση των 6 μηνών, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν παρουσιάσει ανάλογη αύξηση.
Τα ευρήματα αυτά παρέχουν «πειστικές ενδείξεις» για την θεωρία της «μεταδοτικότητας της κατάθλιψης», δήλωσε ο δρ Χέφελ, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Notre Dame.
Υποδηλώνουν επίσης ότι η μεταβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος των πασχόντων από κατάθλιψη, θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα της θεραπείας που κάνουν για να την καταπολεμήσουν.