Χλαμύδια: Συμπτώματα, διάγνωση και θεραπεία

xlamydiaΤα χλαμύδια είναι το πιο συχνά εμφανιζόμενο αφροδίσιο νόσημα  σήμερα (το δεύτερο είναι η βλεννόρροια ή γονόρροια). Ευτυχώς, γι’ αυτή την κοινή σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία.

Το κακό όμως είναι ότι αν δεν υπάρξει διάγνωση και θεραπεία, τα χλαμύδια μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες και επιπλοκές π.χ. στειρότητα και πρόωρο τοκετό. Οι γυναίκες νεαρής ηλικίας πρέπει υποβάλλονται σε συστηματικά τεστ ανίχνευσης για τα χλαμύδια μια φορά κάθε χρόνο.

Η ασθένεια προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia  trachomatis. Ο όρος «χλαμύδια» προέρχεται αρχικά από την ελληνική λέξη «χλαμύδα» που σημαίνει, “ρούχο γύρω από τον ώμο”. Έτσι περιγράφεται η συμπεριφορά του  βακτηριδίου  που είναι «ντυμένο» γύρω από τον πυρήνα του προσβεβλημένου κυττάρου.

Τα χλαμύδια είναι μικροί ενδοκυττάριοι οργανισμοί που μοιάζουν με τα βακτηρίδια. Όπως και οι ιοί, χρειάζονται ζωντανά κύτταρα για να πολλαπλασιασθούν.

Το γένος χλαμύδια περιέχει τρία είδη:

1. Chlamydia Trachomatis: Είναι αποκλειστικά παθογόνα στον άνθρωπο προκαλώντας οφθαλμολογικές λοιμώξεις όπως τράχωμα και επιπεφυκίτιδα. Στις γυναίκες προκαλούν τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα και ενδομητρίτιδα και στους άνδρες επιδιδυμίτιδα. Ακόμα είναι υπεύθυνα για ουρηθρίτιδες και αντιδραστική αρθρίτιδα (σύνδρομο Reiter).

2. Chlamydia  Pneumoniae: Προκαλούν λοιμώξεις της αναπνευστικής οδού (άτυπη πνευμονία, βρογχίτιδα, φαρυγγίτιδα και μέση ωτίτιδα).

3 Chlamydia  Psittaci: Προκαλούν ψιττάκωση.

Τα συμπτώματα

Τα χλαμύδια μεταδίδονται κυρίως με το κολπικό ή πρωκτικό σεξ. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι μετάδοσης. Η μετάδοση μπορεί να γίνει και μέσω των χεριών, για σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα, προκαλώντας συνήθως επιπεφυκίτιδα. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης είναι από τη μητέρα στο παιδί κατά τη γέννηση του. Τα μικρόβια προσβάλλουν το νεογνό κατά τη διέλευση του από το γεννητικό σωλήνα.

Τα χλαμυδια αποτελούν γενικά μια «σιωπηρή νόσο» επειδή το 75% των γυναικών και το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Αν όμως υπάρξουν συμπτώματα, εμφανίζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο.

Στις γυναίκες, τα βακτήρια αρχικά προσβάλουν το τράχηλο ή/και την ουρήθρα. Στο στάδιο αυτό η γυναίκα μπορεί να έχει κάποιας μορφής κολπικές εκκρίσεις ή ένα δυσάρεστο αίσθημα πόνου ή/και καψίματος κατά την ούρηση. Από εκεί, και αν η γυναίκα δεν πάρει θεραπεία, τα χλαμύδια “προχωρούν” σιγά σιγά και προς τη μήτρα και από εκεί στις σάλπιγγες, προκαλώντας τελικά πυελική φλεγμονώδη νόσο. Η πυελική φλεγμονώδης νόσος μπορεί να είναι και αυτή “σιωπηλή” ή η γυναίκα να παρουσιάζει πυελικό ή κοιλιακό άλγος. Τελικά, μερικές γυναίκες αναπτύσσουν στειρότητα ή έκτοπη κύηση ως αποτέλεσμα της μόλυνσης.

Στους άνδρες, τα χλαμύδια προκαλούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της βλεννόρροιας (γονόρροιας). Ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχει κάποια “περίεργη” έκκριση από το πέος ή ένα αίσθημα καψίματος κατά την ούρηση. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή και πρήξιμο στον ένα ή και τους δύο όρχεις.

Στα νεογέννητα, το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα της χλαμύδιας είναι η επιπεφυκίτις, αλλά μπορεί να προκληθεί και πνευμονία.

Συνοπτικά τα συμπτώματα στις γυναίκες είναι:

  • Κολπικές εκκρίσεις ασυνήθιστες
  • Αίσθημα πόνου ή καψίματος στην ουρήθρα
  • Λίγες σταγόνες αίμα εκτός περιόδου
  • Πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή στη μέση, ναυτία ή και πυρετό.

Στους άνδρες τα συμπτώματα είναι:

  • Αίσθημα επώδυνου καψίματος στην ουρήθρα
  • Γαλακτώδες άσπρο ή κίτρινο υγρό από το πέος
  • Πόνος ή διόγκωση των όρχεων
  • Ερυθρότητα και πρήξιμο γύρο από το πέος.

Επιπλοκές

Τα χλαμύδια είναι μια κατηγορία βακτηριδίων που μπορούν να προκαλέσουν διάφορες παθήσεις, όπως τράχωμα οφθαλμών και τύφλωση, μολύνσεις του ουροποιογεννητικού συστήματος στον άντρα καθώς και τραχηλίτιδα, ενδομητρίτιδα ή σαλπιγγίτιδα στη γυναίκα με κίνδυνο εγκατάστασης ακόμα και υπογονιμότητας. Τα χλαμυδια θεωρούνται (μαζί με τον γονόκοκκο -που προκαλεί την γονόρροια), σαν η υπ’ αριθμόν ένα αιτία υπογονιμότητας σ’ ένα ζευγάρι.

Η ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα χλαμύδια και στα δύο φύλα, εξαρτάται από τον χρόνο που είναι εγκατεστημένα στα όργανα που έχουν προσβάλει. Δυστυχώς τα συμπτώματα είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα και επομένως δεν ανησυχούν τον, ή την ασθενή, ώστε να επισκεφθεί τον ιατρό και να γίνει έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.

Η πιο σοβαρή συνέπεια της μόλυνσης είναι ότι στο 30% των γυναικών προκαλούνται φλεγμονώδεις ασθένειες της πυέλου που, αν δεν θεραπευθούν, μπορεί να οδηγήσουν σε στειρότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν στειρότητα και στον άνδρα λόγω του ότι μειώνουν την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.

Κατά την εγκυμοσύνη, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν πρόωρο τοκετό και σπανιότερα να μεταφερθούν στο μωρό κατά τη δίοδο του από το κανάλι του τοκετού προκαλώντας φλεγμονή των ματιών ή πνευμονία, μερικές ημέρες ή εβδομάδες μετά τον τοκετό.

Οι επιπλοκές είναι σπάνιες στους άνδρες αλλά είναι δυνατόν τα χλαμύδια να προκαλέσουν φλεγμονή στους όρχεις, στην ουρήθρα και στην επιδιδυμίδα (επίμηκες σώμα που μεταφέρει το σπέρμα από τους όρχεις στο πέος). Να σημειωθεί ότι στο 65% των ανδρών που εκδηλώνουν ουρηθρίτιδα, ανεξάρτητα του αιτίου, συνυπάρχουν και χλαμύδια.

Μια άλλη επιπλοκή είναι ότι τα χλαμύδια μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία της καρδιάς. Μεγαλοκυτταρικοί ιοί, ο ιός του έρπητα, πορφυρομονάδες και χλαμύδια (Chlamydia pneumoniae), βρέθηκαν μέσα στην αθηρωματική πλάκα που προκαλούν τη στένωση των αρτηριών. Τα χλαμύδια αποσταθεροποιούν την αθηρωματική πλάκα αυξάνοντας τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.

Ορισμέες μελέτες αναφέρουν, πως κάποιος τύπος χλαμυδίων (τύπος G) αυξάνει έως και 7 φορές τον κίνδυνο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Σουηδοί γιατροί διαπίστωσαν ότι μεταξύ των γυναικών που παρουσίασαν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, το 8% είχε ιστορικό μόλυνσης με  χλαμύδια. Πιθανόν τα χλαμύδια, από μόνα τους, να μη μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο, αλλά συνεργούν με άλλους νοσηρούς παράγοντες οδηγώντας έτσι στον καρκίνο. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας σχετίζεται και με άλλες μολυσματικές ασθένειες που μεταδίδονται δια μέσου του σεξ όπως είναι η οικογένεια των ιών HPV.

Συνοπτικά οι επιπλοκές είναι οι εξής:

Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορούν να προκαλέσουν:

  • σαλπιγγίτιδα με κίνδυνο στείρωσης, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, πρωκτίτιδα
  • εξωμήτρια κύηση
  • μπορεί να προκαλέσει επιπεφυκίτιδα ή πνευμονία στο νεογέννητο βρέφος
  • υπογονιμότητα.

Στους άνδρες μπορούν να προκαλέσουν:

  • ουρηθρίτιδα
  • μόλυνση στην επιδιδυμίδα με φλεγμονή και πόνο κοντά στους όρχεις
  • στειρότητα.

Διάγνωση και θεραπεία

Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να γίνει λήψη υλικού των εκκρίσεων της ουρήθρας στους άνδρες ή του κόλπου στις γυναίκες (καλλιέργεια). Εάν ένα άτομο έχει και πρωκτικές σεξουαλικές επαφές, ίσως χρειαστεί λήψη υλικού από τις πρωκτικές εκκρίσεις.

Η εξέταση γίνεται σε μικροβιολογικό εργαστήριο. Επειδή τα χλαμύδια είναι οργανισμοί που ζουν μέσα στα κύτταρα, είναι πολύ σημαντική η σωστή τεχνική λήψης και μεταφοράς του δείγματος. Στους άνδρες τα χλαμυδια αναζητούνται στο σπέρμα και στο ουρηθρικό υγρό ενώ στις γυναίκες αναζητούνται στον εξωτράχηλο της μήτρας με λήψη με ειδικό στυλεό. Το τεστ Παπ και ο υπερηχογραφικός έλεγχος δε μπορούν να διαγνώσουν τα χλαμύδια.

Είναι πολύ πιθανόν η λοίμωξη από χλαμύδια να συνοδεύεται από γονόρροια ή σύφιλη, γι’ αυτό και θεωρείται σκόπιμο στην περίπτωση της διαπίστωσης μιας σεξουαλικά μεταδιδόμενης ασθένειας, να γίνεται έλεγχος και για άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.

Τα άτομα που λαμβάνουν θεραπεία, πρέπει να απέχουν από το σεξ, μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης. Να σημειωθεί ότι δεν αναπτύσσεται ανοσία μετά τη λοίμωξη, γι΄ αυτό κι ένα άτομο μπορεί ξανά να προσβληθεί από χλαμύδια. Οι συχνές λοιμώξεις αυξάνουν τον κίνδυνο της γυναικείας υπογονιμότητας. Θεραπεία πρέπει να παίρνουν και οι δύο σύντροφοι συγχρόνως.

Η θεραπεία είναι απλή με κοινά αντιβιοτικά. Χρησιμοποιούνται κυρίως αζιθρομυκίνη (χορηγείται για 1 μέρα) και τη δοξυκυκλίνη (χορηγείται για 7 μέρες), όμως μερικές φορές χρησιμοποιούνται και η ερυθρομυκίνη και η οφλοξακίνη. Η πενικιλίνη δεν είναι αποτελεσματική για την ασθένεια αυτή.

Δείτε επίσης