Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη Avon Longitudinal Study of Parents and Children που αφορούσαν μωρά τα οποία είχαν γεννηθεί στη Βρετανία από το 1991 ως το 1992. Οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία της υγείας των παιδιών μέχρι την ηλικία των 15 ετών.
Είδαν λοιπόν ότι το ποσοστό των μωρών που είχαν γεννηθεί με καισαρική δεν ξεπερνούσε το 9%. Κατά μέσο όρο, τα μωρά αυτά είχαν γεννηθεί ελαφρώς πιο μικρά, συγκριτικά με εκείνα που είχαν γεννηθεί φυσιολογικά. Ήδη από την ηλικία των έξι εβδομάδων ωστόσο τα μωρά της καισαρικής είχαν μεγαλύτερο σωματικό βάρος από τα υπόλοιπα. Ο συσχετισμός αυτός μάλιστα φάνηκε να ενισχύεται στην περίπτωση των μωρών που είχαν γεννηθεί μέσω καισαρικής τομής από υπέρβαρες μητέρες.
Τα μωρά που ήταν υπέρβαρα ως παχύσαρκα στην ηλικία των τριών ετών άγγιζαν το 31% και το 17% σε ηλικίες επτά και 15 ετών. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες ικανοί να εξηγήσουν τον γενικότερο συσχετισμό ανάμεσα στη μέθοδο τοκετού και το μελλοντικό βάρος του βρέφους.
Φιλικά βακτήρια και μεταβολισμός
Όπως εξηγεί η επικεφαλής της μελέτης δρ Τζαν Μπλούσταΐν από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό να κρύβεται στο γεγονός ότι κατά τον φυσιολογικό τοκετό και περνώντας μέσα από τη γεννητική οδό το μωρό εκτίθεται σε «φιλικά» βακτήρια, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού στη μετέπειτα ζωή του.
«Ενδεχομένως ο συσχετισμός αυτός να αποτελεί μακροπρόθεσμη συνέπεια των καισαρικών στα παιδιά που έχουν γεννηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, την οποία δεν γνωρίζουμε» τονίζει η δρ Μπλούσταϊν. Η ίδια, παρόλα αυτά, υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος της παιδικής παχυσαρκίας «δεν είναι μεγάλος» και ότι δεν θα πρέπει να προβληματίζει τις έγκυες γυναίκες που για λόγους υγείας οφείλουν να υποβληθούν σε καισαρική τομή.
«Οι γυναίκες ωστόσο, οι οποίες σκέφτονται από επιλογή τους να υποβληθούν σε καισαρική τομή, οφείλουν να γνωρίζουν τους κινδύνους» αναφέρει η ειδικός.