Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια διαταραχή του θυρεοειδούς κατά την οποία ο αδένας εργάζεται λιγότερο σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή υπάρχει μειωμένη παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών.
Η πάθηση είναι δυνατόν να εξελιχθεί σταδιακά και ανεπαίσθητα, με αποτέλεσμα να πάσχει κάποιος για χρόνια και να μην το ξέρει.
Μια συχνή αιτία εμφάνισης υποθυρεοειδισμού στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι η έλλειψη ιωδίου. Στον αναπτυγμένο κόσμο συχνή αιτία είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Ο υποθυρεοειδισμός χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη διάγνωση και θεραπεία κατά την εγκυμοσύνη.
Ο θυρεοειδής αδένας μοιάζει με πεταλούδα με ανοιχτά φτερά και βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού, κάτω από τον λάρυγγα (μήλο του Αδάμ). Είναι υπεύθυνος για την παραγωγή δύο σημαντικών θυρεοειδικών ορμονών, της Τ3 (τριιωδοθυρονίνης) και της Τ4 (θυροξίνης). Παράγει επίσης την ορμόνη καλσιτονίνη η οποία (ρυθμίζει το μεταβολισμό του ασβεστίου).
Η ρύθμιση του θυρεοειδούς ξεκινάει από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Όταν ο υποθάλαμος αντιληφθεί την ανάγκη για θυρεοειδικές ορμόνες, στέλνει σήμα στην υπόφυση η οποία εκκρίνει την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη ή θερεοτροπίνη (TSH ή Thyroid Stimulating Hormone) στην κυκλοφορία του αίματος για να ειδοποιήσει το θυρεοειδή ότι πρέπει να αναλάβει δράση. Η TSH διεγείρει ένα ειδικό υποδοχέα (υποδοχέας TSH ή TSHr) επάνω στα θυρεοειδικά κύτταρα, μεταδίδοντας με τον τρόπο αυτό την εντολή για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών.
Στον υποθυρεοειδισμό έχουμε δύο μεγάλες κατηγορίες υπολειτουργίας του θυρεοειδή. Πρώτον, όταν τα αίτια οφείλονται στον ίδιο τον θυρεοειδή (η πιο συχνή αιτία αυτής της κατάστασης είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto) και δεύτερον, όταν τα αίτια οφείλονται στην υπόφυση ή στον υποθάλαμο. Στις περιπτώσεις που φταίει ο ίδιος ο θυρεοειδής τότε ο υποθυρεοειδισμός λέγεται πρωτογενής ενώ στις περιπτώσεις που φταίει η υπόφυση ή ο υποθάλαμος (δεν στέλνουν μήνυμα) λέγεται δευτερογενής.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι η συχνότερη από τις θυρεοειδοπάθειες. Είναι πέντε φορές συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες και ακόμη πιο συχνή σε ηλικιωμένα άτομα (4-8% η συχνότητα στο γενικό πληθυσμό που ανεβαίνει στο 9-16% μετά την ηλικία των 60).
Διάγνωση
Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού είναι εύκολη. Συνήθως αρκούν ο προσδιορισμός των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοτρόπου ορμόνης. Ωστόσο μπορούν να συνδυαστούν με το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα.
Όταν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί έχουμε χαμηλές τιμές της Τ3 (τριιωδοθυρονίνη) και της Τ4 (θυροξίνη) αλλά υψηλές τιμές στην στην TSH (θυρεοειδοτρόπο ορμόνη). Η TSH είναι αυξημένη επειδή έχοντας το ρόλο του επιστάτη των θυρεοειδικών κυττάρων πρέπει να τις διεγείρει για να παραχθούν περισσότερες. Όσο η παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών είναι ελαττωμένη τόσο η υπόφυση παράγει μεγαλύτερα ποσά TSH. Σημειώστε ότι η εξέταση της TSH είναι ένας πολύ καλός δείκτης της θυρεοειδικής λειτουργίας διότι οι τιμές της ορμόνης αντανακλούν την απάντηση της υπόφυσης στην ποσότητα της θυροξίνης και της τριιωδοθυρονίνης που παράγεται από το σώμα. Οι φυσιολογικές τιμές της TSH είναι μεταξύ 0,27 – 4,2 μU/ml.
Πάντως, η υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα είναι ύπουλη και δεν γίνεται αντιληπτή αμέσως. Στα αρχικά στάδια του υποθυρεοειδισμού μπορεί να έχουμε ανεβασμένη (TSH) αλλά φυσιολογικές τιμές στις ορμόνες του θυρεοειδούς, Τ3 και Τ4. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο υποθυρεοειδισμός δεν προκαλεί εμφανή κλινικά συμπτώματα και ονομάζεται υποκλινικός υποθυρεοειδισμός. Αντίθετα, στον κλινικό υποθυρεοειδισμό οι θυρεοειδικές ορμόνες έχουν επηρεαστεί (χαμηλές τιμές θυροξίνης και της τριιωδοθυρονίνης).
Συμπτώματα
Αρχικά, η ασθένεια δεν έχει συμπτώματα, δηλαδή δεν υπάρχει πόνος, πυρετός, πρήξιμο ή πνίξιμο αν και ορισμένοι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για «σφίξιμο» στο λαιμό. Καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται, οι υποθυρεοειδισμός συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων που είναι συνάρτηση της βαρύτητας της ασθένειας αλλά και της ηλικίας του ασθενούς. Στους ενήλικες εκδηλώνεται με σωματική και πνευματική νωθρότητα, μεγάλη ευαισθησία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, αύξηση του βάρους και δέρμα ξερό και άγριο.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι η κούραση (η κούραση εμφανίζεται και στον υπερθυρεοειδισμό αλλά οφείλεται σε μυϊκή αδυναμία). Οι υποθυρεοειδικοί είναι συνήθως νωθροί, νωχελικοί, εμφανίζουν υπνηλία και «βαριούνται να πάρουν τα πόδια τους». Δεν αντέχουν το κρύο. Δεν παχαίνουν ανάλογα με το φαγητό που καταναλώνουν ή αντίθετα αδυνατίζουν. Παραπονούνται για δυσκοιλιότητα. Εμφανίζουν επίσης ένα γενικευμένο πρήξιμο, το οποίο οφείλεται σε διήθηση του δέρματος από μία ουσία που λέγεται βλεννοπολυζαχαρίτης. Αυτό το πρήξιμο προσβάλλει επίσης τη γλώσσα, τους βλεννογόνους, τη καρδιά κλπ. ( γι’ αυτό και οι άρρωστοι έχουν χαρακτηριστικά βαριά φωνή και ροχαλίζουν).
Η εμφάνιση του ασθενούς ιδιαίτερα σε προχωρημένα στάδια, παίρνει μια χαρακτηριστική όψη όπου το πρόσωπο είναι ωχρό με αύξηση του λίπους πρήξιμο των βλεφάρων, με ξερά μαλλιά και αραιά φρύδια, με γλώσσα παχιά και μεγάλη, με βραχνή και αργή φωνή. Σε πιο προχωρημένες μορφές μπορεί να συγκεντρωθεί υγρό μέσα στην κοιλιά (ασκίτης) ή γύρω από την καρδιά (περικαρδίτιδα). Τέλος ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει προοδευτική υποθερμία και κώμα.
Συνοπτικά, τα βασικά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι τα εξής:
- Κόπωση, χαμηλή ενέργεια.
- Θλίψη, δυσκολία στη μνήμη.
- Αίσθημα κρύου.
- Κατακράτηση υγρών στα άκρα και το πρόσωπο.
- Δυσκολία στη απώλεια βάρους ή μικρή αύξηση βάρους (2-4 κιλά).
- Ξηρό δέρμα και μαλλιά.
- Δυσκοιλιότητα.
- Διαταραχή στην περίοδο και υπογονιμότητα.
- Βραχνάδα στη φωνή.
- Πόνους στους μυς, στις αρθρώσεις, κράμπες.
- Αυξημένη χοληστερίνη.
Ο υποθυρεοειδισμός (και ο υπερθυρεοειδισμός) είναι πιθανό να επηρεάσουν τη σεξουαλική επιθυμία (χαμηλή λίμπιντο) και τη σεξουαλικότητα γενικότερα (αν και με διαφορετικό τρόπο). Στους άνδρες, ο υποθυρεοειδισμός έχει συνδεθεί με στυτική δυσλειτουργία, καθυστερημένη εκσπερμάτιση και ελαττωμένη κινητικότητα του σπέρματος. Η γαλακτόρροια σε έναν άνδρα μπορεί να είναι ένας επιπλέον λόγος που θα κινήσει υποψίες για υποθυρεοειδισμό.
Η ορμονική απορρύθμιση που απορρέει από τον υποθυρεοειδισμό προκαλεί σε αρκετές γυναίκες υποτονική σεξουαλική επιθυμία και δυσκολία στην επίτευξη και διατήρηση σεξουαλικής διέγερσης (εφύγρανση). Οι δυσλειτουργίες αυτές αποδίδονται στα γενικότερα συμπτώματα εξασθένισης του μεταβολισμού που προκαλεί ο υποθυρεοειδισμός, όπως εξουθένωση, κούραση και διαταραχές διάθεσης, και όχι στην ασθένεια καθεαυτή.
Να σημειωθεί ότι ο υποθυρεοειδισμός έχει μια επιπλοκή, το μυξοιδηματικό κώμα. Το μυξοιδηματικό κώμα είναι μια παρενέργεια που συνιστά επείγον ιατρικό περιστατικό και μπορεί να συμβεί όταν τα επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς πέσουν πολύ χαμηλά. Αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια ορμονική υποκατάσταση και στεροειδή φάρμακα. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να χρειαστούν συμπληρωματική θεραπεία (οξυγόνο, υποβοήθηση της αναπνοής, χορήγηση υγρών) και νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Δεν υπάρχουν προληπτικά μέτρα για τον υποθυρεοειδισμό. Το μόνο όπλο είναι η έγκαιρη διάγνωση. Για το λόγο αυτό άλλωστε όλα τα νεογέννητα μωρά υποβάλλονται σε ανιχνευτικό έλεγχο την τρίτη με πέμπτη ημέρα από τη γέννηση τους, προκειμένου να προληφθεί ο νεογνικός υποθυρεοειδισμός. Ένας κίνδυνος για την ανάπτυξη υποθυρεοειδισμού είναι η ύπαρξη στο συγγενικό περιβάλλον ατόμων με αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια Hashimoto.
Αιτίες
Η πιο συχνή αιτία υπολειτουργίας του θυρεοειδούς παγκοσμίως, και κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι η έλλειψη ιωδίου. Στον ανεπτυγμένο κόσμο, η πιο συχνή αιτία στους ενήλικες είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον θυρεοειδή προσπαθώντας να τον καταστρέψει και, σταδιακά προκαλεί την υπολειτουργία του.
Υποθυρεοειδισμός μπορεί επίσης να προκληθεί από θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ή σε περίπτωση χειρουργικής αφαίρεσης του θυρεοειδούς για κάποιο άλλο λόγο.
Αν ο θυρεοειδής του εμβρύου δεν αναπτυχθεί σωστά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τότε ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να υπάρχει από την γέννηση (κρετινισμός).
Μια σπάνια αιτία υπολειτουργίας του θυρεοειδούς είναι δυσλειτουργία της υπόφυσης.
Ορισμένες γυναίκες αναπτύσσουν υποθυρεοειδισμό μετά από την εγκυμοσύνη (ονομάζεται επιλόχειος θυρεοειδισμός).
Άλλα αίτια που προκαλούν υποθυρεοειδισμό είναι:
Γενετικές ανωμαλίες. Στα παιδιά μερικές φορές δεν υπάρχει έγκαιρη διάγνωση για τον υποθυρεοειδισμό με αποτέλεσμα το τίμημα της σωματικής και πνευματικής καθυστέρησης του παιδιού να είναι πολύ μεγάλο. Τα βρέφη που γεννιούνται με υποθυρεοειδισμό στην αρχή μπορεί να είναι φυσιολογικά αργότερα όμως γίνεται αντιληπτό ότι το παιδί είναι υπερβολικά ήσυχο, κοιμάται πολύ, είναι δυσκοίλιο, έχει μεγάλη γλώσσα που βγαίνει έξω από το στόμα, έχει δέρμα παχύ και κρύο, το κλάμα του είναι βραχνό και τραχύ και οι κινήσεις του γενικά είναι πολύ αργές ενώ όχι σπάνια ο αφαλός του προέχει (ομφαλοκήλη).
Ακτινοβολίες στον λαιμό για τη θεραπεία διαφόρων καρκίνων, που μπορεί να βλάψουν τον θυρεοειδή αδένα.
Ραδιενεργό ιώδιο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού.
Ιογενής θυρεοειδίτιδα, που ακολουθείται συχνά από προσωρινό ή μόνιμο υποθυρεοειδισμό.
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό, όπως: Αμιοδαρόνη, φάρμακα που χορηγούνται για τον υπερθυρεοειδισμό, όπως προπυλθειουρακίλη (PTU), μεθιμαζόλη και λίθιο.
Θεραπεία
Ο υποθυρεοειδισμος είναι μια χρόνια νόσος που χρειάζεται αντιμετώπιση γιατί μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας. Η θεραπεία βασίζεται στο να πάρει ο ασθενής τις ορμόνες που δεν μπορεί να φτιάξει ο οργανισμός του. Μπορεί όμως να κάνει και ορισμένα πράγματα για να βοηθήσει το θυρεοειδή του.
Η θεραπεία συνήθως ξεκινά με μικρή δοσολογία οι οποίες και αυξάνονται βαθμιαία.
Το φάρμακο που δίνεται είναι κάποια συνθετική θυροξίνη (Τ4) η οποία είναι ίδια με την ορμόνη που παράγει ο θυρεοειδής. Όλα τα φάρμακα που περιέχουν θυροξίνη δεν είναι ίδια και θα πρέπει να μην αλλάζει ο ασθενής τον τύπο του φαρμάκου χωρίς λόγο και χωρίς την συμβουλή ενδοκρινολόγου. Αν για κάποιο λόγο το φάρμακο αλλάξει, πρέπει να γίνουν νέες εξετάσεις για να βεβαιωθεί ο ενδοκρινολόγος ότι η δόση της θυροξίνης είναι σωστή.
Μια συχνή απορία που προβληματίζει τα άτομα που μαθαίνουν ότι ο θυρεοειδής τους υπολειτουργεί είναι αν ο αδένας μπορεί να λειτουργήσει ξανά ή αν χρειάζεται να παίρνουν χάπι «για πάντα». Η απάντηση είναι ότι η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού για κανένα λόγο δεν θα πρέπει να σταματά. Το χάπι που παίρνει ο ασθενής είναι απαραίτητο συστατικό του οργανισμού καθώς δεν έχει την ικανότητα να το παράγει στην ποσότητα που χρειάζεται.
Πρέπει να ξέρετε ότι η θυροξίνη αποδίδει καλύτερα σε άδειο στομάχι και όταν λαμβάνεται 1 ώρα πριν από άλλα φάρμακα. Μην παίρνετε θυροξίνη μαζί με ασβέστιο, σίδηρο, πολυβιταμίνες, αντιόξινα διοξειδίου του αργιλίου, χολεστιπόλη, ή άλλα φάρμακα που δεσμεύουν τα χολικά οξέα, ή συμπληρώματα φυτικών ινών. Ορισμένες διατροφικές αλλαγές μπορεί να μεταβάλουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα σας απορροφά τη θυροξίνη. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας αν καταναλώνετε προϊόντα που περιέχουν σόγια ή φυτικές ίνες.
Αν βρίσκεστε σε θεραπεία με θυροξίνη, θα πρέπει να παρακολουθείτε τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Μεγάλες δόσεις θυροξίνης μπορεί να προκαλέσουν απώλεια οστικής μάζας (οστεοπόρωση) και προβλήματα με την καρδιά, όπως αρρυθμίες και καρδιακή ανεπάρκεια, ιδίως σε μεγάλες ηλικίες.
Αφού ξεκινήστε τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (έτσι αποκαλείται η πρόσληψη θυροξίνης), ενημερώστε τον γιατρό αν σας παρουσιαστούν συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού όπως: γρήγορη απώλεια βάρους, νευρικότητα ή αστάθεια και εφίδρωση. Τα συμπτώματα αυτά σημαίνουν ότι λαμβάνεται μεγαλύτερη δοσολογία θυροξίνης από αυτή που είναι απαραίτητη.