Σύμφωνα με μελέτη που έγινε από Σουηδούς ερευνητές που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο International Journal of Obesity, όσοι κάνουν αυστηρή δίαιτα με εξαιρετικά λίγες θερμίδες, είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν χολολιθίαση (πέτρα στη χολή), συγκριτικά με άτομα που κάνουν μια συνήθη υποθερμιδική διατροφή.
Η Δρ Κάρι Γιοχανσον και οι συνεργάτες της στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης συνέλεξαν πληροφορίες για το πώς οι δίαιτες εξπρές (ταχείας απώλειας βάρους) επηρεάζουν τον κίνδυνο εκδήλωσης χολολιθίασης, μελετώντας δείγμα ατόμων που είχαν απευθυνθεί στην εταιρεία Intrim, η οποία έχει αδυνατιστικά προγράμματα.
Στο δείγμα συμπεριλήφθηκαν 6.640 άτομα που έκαναν δίαιτα, οι μισοί εκ των οποίων έκαναν δίαιτες «πείνας» ενώ οι άλλοι μισοί έκαναν υποθερμιδικές δίαιτες.
Στην «δίαιτα πείνας» περιλαμβάνονται υγρά γεύματα των 500 θερμίδων την ημέρα για έξι έως 10 εβδομάδες, και στη συνέχεια γινόταν σταδιακή εισαγωγή στερεών τροφών και τελικά πρόγραμμα συντήρησης βάρους διάρκειας εννέα μηνών, με γυμναστική και υγιεινή διατροφή. Οι υποθερμιδικές δίαιτες περιλάμβαναν 1.200 με 1.500 θερμίδες την ημέρα, δύο υγρά γεύματα για τρεις μήνες και εν συνεχεία εννέα μήνες πρόγραμμα συντήρησης.
Πέτρα στη χολή και δίαιτα
Οι επιστήμονες κατέγραφαν το βάρος και άλλα σωματομετρικά χαρακτηριστικά, τα οποία συσχέτισαν με γενικά στοιχεία υγείας του πληθυσμού, και ειδικότερα με θεραπευτική αντιμετώπιση της χολολιθίασης.
Μετά από τρεις μήνες στο πρόγραμμα απώλειας βάρους, όσοι έκαναν «δίαιτα πείνας» είχαν χάσει 13,6 κιλά, συγκριτικά με τα 7,7 κιλά που είχαν χάσει οι συμμετέχοντες στην ομάδα της διατροφής με λιγότερες θερμίδες.
Έναν χρόνο μετά την έναρξη του προγράμματος, η ομάδα της «δίαιτας πείνας» είχε χάσει κατά μέσο όρο 11,1 κιλά, ενώ η άλλη ομάδα 8,1 κιλά.Στην ομάδα της «δίαιτας πείνας», 48 άτομα είχαν εκδηλώσει χολολιθίαση που απαιτούσε νοσοκομειακή θεραπεία, και το ίδιο 16 άτομα από την άλλη ομάδα.
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να καθορίσουν γιατί οι πέτρες στη χολή ήταν συχνότεροι μεταξύ των ατόμων που είχαν κάνει «δίαιτα πείνας», εικάζουν ωστόσο ότι «ένας συνεισφέρων παράγοντας είναι η μεγαλύτερη απώλεια βάρους στο στάδιο της συντήρησης, καθώς και η χαμηλή πρόσληψη λιπαρών».