Το μεταβολικό σύνδρομο είναι ουσιαστικά μια άλλη ονομασία για την αντίσταση στην ινσουλίνη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για μια προδιαβητική κατάσταση η οποία όμως δεν εξελίσσεται οπωσδήποτε σε διαβήτη τύπου 2. Στην πραγματικότητα μόνο το 90% αυτών που έχουν μεταβολικό σύνδρομο θα εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2. Όλοι όμως οι διαβητικοί ξεκίνησαν με αντίσταση στην ινσουλίνη.
Θεωρείται ότι το 25% του ενήλικου πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες έχει αντίσταση στην ινσουλίνη και γι’ αυτούς που έχουν περάσει τα 50, το ποσοστό μπορεί να είναι διπλάσιο. Το μεταβολικό σύνδρομο προδιαθέτει για καρδιακή προσβολή (έμφραγμα) αλλά χαρακτηρίζεται από υψηλά τριγλυκερίδια και όχι από υψηλή κακή χοληστερίνη (LDL).
Αντίσταση στην ινσουλίνη ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία έχει χαθεί, εν μέρει, η ικανότητα της ινσουλίνης να βάζει τη γλυκόζη (το “ζάχαρο” του αίματος) μέσα στους ιστούς του σώματος. Η ινσουλίνη, μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας (και συγκεκριμένα από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος) είναι απαραίτητη για να εισέλθει η γλυκόζη στα περισσότερα κύτταρα του σώματος, όπου χρησιμοποιείται για να παράγει ενέργεια. Όμως μερικές φορές τα κύτταρα αντιστέκονται στη δράση της ινσουλίνης.
Όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη, το πάγκρεας αναγκάζεται να παράγει περισσότερη ποσότητα ινσουλίνης από το κανονικό (διπλάσια ή ακόμα και τετραπλάσια ποσότητα) κι έτσι η γλυκόζη μπαίνει τελικά στα κύτταρα. Το πάγκρεας παράγει μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης για να υπερνικήσει την αντίσταση των κυττάρων. Η υπερπαραγωγή ινσουλίνης (υπερσουλιναιμία) έχει ως αποτέλεσμα να εισέρχεται η γλυκόζη στα κύτταρα και να αποφεύγεται η υψηλή συγκέντρωση της στο αίμα, δηλαδή να αποφεύγεται ο διαβήτης τύπου 2.
Σταδιακά, αυτή η κατάσταση μπορεί να εξαντλήσει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος και να τα κάνει να χάσουν την παραγωγική τους ικανότητα. Το αποτέλεσμα είναι η γλυκόζη να παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα στο αίμα, δηλαδή να εμφανίζεται ο διαβήτης τύπου 2. Διαβητικός είναι αυτός που έχει αντίσταση στην ινσουλίνη και συγχρόνως έχει χάσει την ικανότητα παραγωγής αρκετής ινσουλίνης με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται η γλυκόζη στο αίμα, δηλαδή να έχει υψηλό «ζάχαρο».
Αυτός που έχει αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να μη γίνει ποτέ διαβητικός τύπου 2. Μπορεί κάποιος, για παράδειγμα, να έχει 100 mg/dl γλυκόζη στο αίμα του το πρωί πριν φάει, μια συγκέντρωση που βρίσκεται στα φυσιολογικά όρια, αλλά διατηρεί αυτή την ποσότητα με υπερσουλιναιμία, παράγοντας δηλαδή παραπάνω ινσουλίνη από το κανονικό επίπεδο. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αθώο για την υγεία του. Όσοι έχουν υπερινσουλιναιμία, έστω κι αν δεν είναι διαβητικοί, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιακό έμφραγμα (καρδιακή προσβολή) και ορισμένες άλλες παθήσεις.
Το μεταβολικό σύνδρομο
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ένα απλό τεστ που να δείχνει ποιος έχει αντίσταση στην ινσουλίνη και ποιος όχι, αλλά ο ενδοκρινολόγος Τζέραλντ Ρίβεν του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, που ασχολιόταν με τους διαβητικούς 20 χρόνια, υπέδειξε το 1988 ένα έμμεσο τρόπο. Αντίσταση στην ινσουλίνη έχουν κατά πάσα πιθανότητα αυτοί που εμφανίζουν τέσσερα κακά μαζεμένα: υψηλό “ζάχαρο” στο αίμα τους, πολλά τριγλυκερίδια, λίγη καλή χοληστερίνη (HDL) και υψηλή αρτηριακή πίεση. Πίσω από αυτή την τετράδα που ο Ρίβεν αποκάλεσε αρχικά Σύνδρομο Χ (τώρα λέγεται Μεταβολικό Σύνδρομο) κρύβεται η αντίσταση στην ινσουλίνη.
Υπήρξαν διάφοροι ορισμοί και ο πιο δημοφιλής είναι ότι το μεταβολικό σύνδρομο υπάρχει όταν παρατηρούνται τρία από τα εξής πέντε χαρακτηριστικά:
- παχυσαρκία, ήτοι περιφέρεια μέσης πάνω από 102 εκατοστά στους άνδρες και πάνω από 88 εκατοστά στις γυναίκες,
- τριγλυκερίδια πάνω από 150 mg/dl,
- ΗDL (καλή χοληστερίνη) κάτω από 40 mg/dl στους άνδρες και κάτω από 50 mg/dl στις γυναίκες,
- γλυκόζη μεταξύ 110-126 mg/dl και
- αρτηριακή πίεση του αίματος πάνω από 130/80 mm Hg.
Στα χαρακτηριστικά προστέθηκε η παχυσαρκία και μάλιστα μπήκε επικεφαλής, κι αυτό ήταν μια διαφορά σε σχέση με τη πρόταση του Ρίβεν όταν εισήγαγε την ιδέα του. Ο Ρίβεν είχε αναγνωρίσει κι αυτός ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν το Σύνδρομο Χ, ήταν συγχρόνως παχύσαρκοι αλλά δεν περιέλαβε αυτό το χαρακτηριστικό λέγοντας ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη εμφανίζεται και σε μη παχύσαρκους. Ο ορισμός δεν άρεσε στον Ρίβεν που έγραψε: «Δεν είναι ξεκάθαρο τι οδήγησε στην απόφαση να επιλεχθούν πέντε κριτήρια (γιατί όχι τέσσερα ή έξι), ούτε γιατί η ικανοποίηση των τριών εκ των πέντε αυθαίρετων κριτηρίων έχει μεγαλύτερη κλινική χρησιμότητα από τα άλλα δύο».
Η παχυσαρκία προστέθηκε στα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου γιατί ορισμένοι θεώρησαν ότι το πάχος προκαλεί την αντίσταση στην ινσουλίνη. Όχι τόσο το γενικό πάχος, αλλά αυτό που βρίσκεται στα σπλάχνα. Αρκετό λίπος μαζεύεται γύρω από τα νεφρά, στη μεμβράνη που συγκρατεί το λεπτό έντερο και το συκώτι. Το σπλαχνικό λίπος διαφέρει από αυτό που βρίσκεται κάτω από το δέρμα γιατί είναι πιο ενεργό και κυκλοφορεί ευκολότερα στο αίμα όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη. Έτσι, μπορεί κάποιος με κανονικό βάρος να έχει το Μεταβολικό Σύνδρομο επειδή έχει στα σπλάχνα του αρκετό λίπος.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το μεταβολικό σύνδρομο έχει αιτία την παχυσαρκία, είτε την τοπική, είτε τη γενική. Το 2006, μια μελέτη βρήκε ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη αρχίζει όταν δεν μπορεί να συντεθεί εύκολα το γλυκογόνο στο συκώτι και στα μυϊκά κύτταρα (το γλυκογόνο είναι μια μορφή αποθήκευσης της γλυκόζης). Οι μυς μπορούν ν’ αποθηκεύσουν 350 γραμμάρια γλυκόζη και το συκώτι 150 γραμμάρια με τη μορφή του γλυκογόνου.
Οι ερευνητές της μελέτης συμπέραναν ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη προκύπτει όταν υπάρχει πρόβλημα με την αποθήκευση του γλυκογόνου κάτι που είναι ανεξάρτητο από το πάχος ή τις ουσίες που παράγει. Τίποτα δεν αποκλείει η παχυσαρκία να οφείλεται, εν μέρει, στην αντίσταση στην ινσουλίνη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο πάνε χέρι-χέρι.
Μεταβολικό σύνδρομο και τριγλυκερίδια
Οι υδατάνθρακες (γλυκόζη) και τα λίπη της διατροφής, βρίσκονται ως ενεργειακά καύσιμα σε μια ιεραρχία μεταξύ τους. Ύστερα από ένα τυπικό γεύμα, το σώμα καίει αποκλειστικά γλυκόζη και σχεδόν καθόλου λίπος. Αυτό ρυθμίζεται από την παρουσία της ινσουλίνης η οποία αυξάνεται από την παρουσία της γλυκόζης και την προωθεί στα κύτταρα. Συγχρόνως η ινσουλίνη προωθεί τα λίπη προς αποθήκευση.
Συγχρόνως, η ινσουλίνη καταστέλλει τη λιπόλυση, δηλαδή την έξοδο των λιπαρών οξέων από τις αποθήκες τους. Καθώς περνούν οι ώρες μετά το γεύμα, η γλυκόζη μειώνεται στο αίμα και το ίδιο συμβαίνει με την ινσουλίνη. Αυτό προκαλεί μια αντίστροφη διαδικασία. Το πάγκρεας παράγει μια άλλη ορμόνη, τη γλυκαγόνη, η οποία έχει αντίθετη δράση από την ινσουλίνη. Η γλυκαγόνη προκαλεί λιπόλυση και 8-10 ώρες μετά από το γεύμα, το σώμα καίει 80% λίπος και 20% γλυκόζη.
Όμως, αυτή η ιεραρχία των καυσίμων παύει να υφίσταται και τα πράγματα μπερδεύονται όταν εμφανιστεί αντίσταση στην ινσουλίνη. Σ’ αυτή την κατάσταση, η ινσουλίνη χάνει όχι μόνο την ικανότητά της να βάζει τη γλυκόζη στα μυικά κύτταρα αλλά και να καταστέλλει τη λιπόλυση. Έτσι, μετά από ένα γεύμα, ενώ κυκλοφορεί αρκετή γλυκόζη και ινσουλίνη στο αίμα, υπάρχει συγχρόνως ακατάσχετη έξοδος λιπαρών οξέων από το λιπώδη ιστό που φτάνουν στο συκώτι και μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια.
Η γλυκόζη και τα τριγλυκερίδια ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα αποτελέσει το καύσιμο των κυττάρων. Ο αγώνας καταλήγει ισόπαλος με αποτέλεσμα τόσο η γλυκόζη όσο και τα τριγλυκεριδια να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στο αίμα. Έτσι προκύπτουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου: υψηλό ζάχαρο (αλλά όχι τόσο που να καθιστά κάποιον διαβητικό) και υψηλά τριγλυκερίδια.
Στο μεταβολικό σύνδρομο, η κακή χοληστερίνη δεν είναι οπωσδήποτε υψηλή, όμως αυξάνεται 2-4 φορές ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή γιατί τα υψηλά τριγλυκερίδια επιδρούν στο μέγεθος των LDL (των λιποπρωτεϊνών που μεταφέρουν την κακή χοληστερίνη). Όσο πιο μικρά είναι τα LDL τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή, έστω κι αν η ποσότητας της κακής χοληστερίνης δεν αλλάζει. Οι μελέτες έδειχναν ότι όσοι έχουν αντίσταστη στην ινσουλίνη αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή χωρίς να έχουν απαραίτητα υψηλή χοληστερίνη. Το μεταβολικό σύνδρομο ήταν ένα νέο είδος καρδιακής ασθένειας που ξάφνιασε τον ιατρικό κόσμο γιατί οφειλόταν μάλλον στα υψηλά τριγλυκερίδια και όχι στην υψηλή χοληστερίνη (χοληστερόλη).