Κβαντικός ο μηχανισμός της όσφρησης;

osfrhshH κβαντοφυσική ίσως είναι η βάση με την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε την όσφρηση, σύμφωνα με τη μια θεωρία ερευνητών. Τη συγκεκριμένη θεώρηση, έρχονται να ενισχύσουν νέα πειράματα που θέτουν σε αμφισβήτηση την υπάρχουσα θεωρία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι άνθρωποι είναι σε θέση να διακρίνουν ανάμεσα στα διαφορετικά δονούμενα μόρια και αυτή η ικανότητα αποδίδεται σε κβαντικά φαινόμενα που συμβαίνουν στα βιολογικά συστήματα.

Η θεωρία που προκρίνει μια κβαντική διάσταση στην όσφρηση, διατυπώθηκε το 1996 από τον 60χρονο σήμερα ιταλο-αργεντινό Λούκα Τούριν. Να σημειωθεί, ότι ο  Λούκα Τούριν, μαζί με τους έλληνες συνεργάτες του, εργάζεται από το 2011 εργάζεται στο Ινστιτούτο Φλέμινγκ.

Η κβαντική όσφρηση

Βέβαια, η θεωρία αυτή ακόμη δεν έχει κερδίσει την καθολική αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας. Αντίθετα, κυρίαρχη παραμένει η θεωρία που θέλει την όσφρηση να εξαρτάται αποκλειστικά από το σχήμα των μορίων που γίνονται αντιληπτά με βιοχημικό τρόπο από τους σχετικούς μοριακούς υποδοχείς της μύτης. Αυτό δεν πτοεί, τον Τούριν, ο οποίος επιμένει πως η κυρίαρχη θεωρία έχει κενά, που μόνο η κβαντοφυσική μπορεί να συμπληρώσει.

Όπως αναφέρει, ενδεικτικά, διάφορα μόρια, όπως του υδρογόνου και του θείου, όταν συνυπάρχουν σε μια χημική ένωση (υδρόθειο), μπορούν να πάρουν διαφορετικά σχήματα, όμως σε όλες τις περιπτώσεις η άσχημη μυρωδιά είναι η ίδια και είναι αυτή των κλούβιων αυγών! Όπως υποστηρίζει, η εναλλακτική δονητική- κβαντική θεωρία -ότι η οσμή ενός μορίου εξαρτάται από τις χαρακτηριστικές δονήσεις του, τις οποίες «πιάνει» η μύτη- εξηγεί καλύτερα το φαινόμενο της όσφρησης.

Με βάση αυτήν τη θεωρία, τα μόρια είναι σαν μια συλλογή ατόμων πάνω σε ελατήρια, που μετακινούνται το ένα σε σχέση με το άλλο. Η ενέργεια της σωστής συχνότητας -ένα κβάντο- μπορεί να κάνει τα «ελατήρια» να δονούνται και αυτές οι δονήσεις εξηγούν τις οσμές, κάτι όμως που η επιστημονική κοινότητα δεν φαίνεται ακόμα έτοιμη να αποδεχτεί.

Το νέο πείραμα

Η ομάδα του Τούριν με παλαιότερη δημοσίευσή του έδειξε ότι οι μύγες μπορούν να διακρίνουν τις βαρύτερες από τις ελαφρότερες μορφές (ισότοπα) του ίδιου μορίου. Με τη νέα έρευνα, έρχονται να δοκιμάσουν ανάλογο πείραμα σε ανθρώπους. Έτσι, πραγματοποίησαν παρόμοια διπλά «τυφλά» τεστ με εθελοντές, όπου ούτε οι πειραματιστές, ούτε οι συμμετέχοντες ήξεραν ποιο μόριο μύριζαν οι δεύτεροι. Τελικά, έδειξαν ότι και οι άνθρωποι μπορούν να διακρίνουν δονητικά ανάμεσα στα βαρύτερα και στα ελαφρότερα μόρια του ίδιου χημικού στοιχείου.

Για να διευκολυνθεί το πείραμα, οι ερευνητές δημιούργησαν επί τούτου ένα μεγάλο ζεύγος μορίων με περισσότερους δεσμούς υδρογόνου και δευτέριου (του βαρύτερου ισοτόπου). Όμως, αυτό ακριβώς οι επικριτές της κβαντικής όσφρησης θεωρούν αδύνατο σημείο, καθώς επιμένουν ότι με κανονικού μεγέθους μόρια η ανθρώπινη μύτη δεν μπορεί να διακρίνει με κβαντικό τρόπο τις δονήσεις των βαρύτερων από τα ελαφρότερα μόρια.

Διχάζει η κβαντική προσέγγιση

Η διαμάχη για το κατά πόσο η κβαντική θεωρία της όσφρησης έχει βάση, συνεχίζει να διχάζει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. «Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά προβλήματα που η θεωρία των σχημάτων στην όσφρηση δεν μπορεί να εξηγήσει, αλλά η θεωρία των δονήσεων τα εξηγεί. Η τελευταία έχει μεν κάποια περιφερειακή υποστήριξη, όμως οι άνθρωποι δεν θέλουν να συμφωνήσουν με τον Λούκα Τούριν. “Είναι επιστημονική αυτοκτονία» δήλωσε ο Τιμ Τζέικομπ, ειδικός σε θέματα όσφρησης στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στην Ουαλία.

Ο νομπελίστας (του 2004) Ρίτσαρντ Άξελ του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ο οποίος βραβεύτηκε για την χαρτογράφηση των γονιδίων και των υποδοχέων που ελέγχουν την αίσθηση της όσφρησης, δήλωσε ότι το είδος των πειραμάτων που έκανε η νέα έρευνα, δεν μπορούν να δώσουν οριστική απάντηση στη διαμάχη, αλλά πρέπει κανείς να μελετήσει μικροσκοπικά τους υποδοχείς της μύτης για να δει τελικά τι ακριβώς συμβαίνει κατά την όσφρηση. «Δεν ξεγράφω αυτή τη θεωρία, αλλά χρειάζομαι στοιχεία και αυτά δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί», όπως είπε.

 

Δείτε επίσης