Έξι από τους επτά ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα είχαν θετική ανταπόκριση στο πειραματικό εμβόλιο που τους χορηγήθηκε από την ιατρική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον, στο Σεντ Λούις, των ΗΠΑ. Το εμβόλιο συντέλεσε επίσης στην επιβράδυνση της προόδου του όγκου στους τρεις ασθενείς.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον Δρ Τζέραλντ Λινετ εξηγούν ότι το εμβόλιο βασίζεται σε τεχνολογίες αιχμής καθώς χρησιμοποιεί τα ίδια τα κύτταρα του ασθενή για να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα και να επιβραδυνθεί η ανάπτυξή τους.
«Πρόκειται για εξατομικευμένη ανοσοθεραπεία» εξήγησε ο Δρ Λινετ με άρθρο του στο επιστημονικό έντυπο Journal of Clinical Investigation.
Το μελάνωμα είναι σήμερα η πιο θανατηφόρα μορφή καρκίνου του δέρματος. Το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου παίζει καθοριστικό ρόλο στο μελάνωμα και γι’ αυτό οι ερευνητές προσπαθούν να δουν αν η ιντερλευκίνη 12p70 μπορεί να προκαλέσει ανοσοποιητική αντίδραση κατά του καρκίνου.
Η ιντερλευκίνη 12p70
«Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι, η ιντερλευκίνη 12p70 είναι πολύ σημαντική στον έλεγχο της νόσου. Προάγει μια αντίδραση εκεί που δρουν τα Τ-κύτταρα στο ανοσοποιητικό σύστημα, δηλαδή απευθείας κατά του μελανώματος», σημειώνει ο Δρ Λινετ.
Ορισμένοι ασθενείς εκ φύσεως παράγουν αρκετή ιντερλευκίνη 12p70 και είναι αυτοί που έχουν καλή ανταπόκριση στη θεραπεία. Αλλά αρκετοί άλλοι παράγουν ελάχιστη ή καθόλου ιντερλευκίνη 12p70, με αποτέλεσμα να έχουν κακή ανταπόκριση στη θεραπεία. Το εμβόλιο έρχεται να επιλύσει ακριβώς αυτό το πρόβλημα.
Το εμβόλιο χρησιμοποιεί δενδριτικά κύτταρα του ασθενή, δηλαδή ένα είδος ανοσοκυττάρων. Οι ερευνητές τα τροποποίησαν για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της ιντερλευκίνης 12p70, η οποία με τη σειρά της διέγειρε μια ισχυρή αντίδραση κατά του καρκίνου, σταδίου IV, που σημαίνει ότι είχε δώσει μεταστάσεις και σε άλλα σημεία του σώματος.
Οι ερευνητές κατάφεραν μάλιστα να ενεργοποιήσουν τα δενδριτικά κύτταρα πριν τα χορηγήσουν στους ασθενείς.
Το εμβόλιο αν και είναι ασφαλέστερο από παλαιότερες απόπειρες, θα χρειαστεί χρόνο για να μπορέσει να περάσει σε ευρεία κλινική πρακτική, καθώς προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί κλινικές μελέτες.