Σύμφωνα με έρευνες, η ικανοποίηση που νιώθει κάθε άνθρωπος από τη ζωή του δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκειά της, αλλά ακολουθεί μια πορεία που μοιάζει με το γράμμα Μ. Αρχικά ανεβαίνει και είναι υψηλή στις ηλικίες 20-29 ετών, φτάνει στο χαμηλότερο σημείο της στη μέση ηλικία και αρχίζει να αυξάνεται πάλι κατά την συνταξιοδότηση. Προς το τέλος της ζωής όμως πέφτει κατακόρυφα.
Το σχήμα αυτό έχει καταγραφεί σε μελέτες σε περισσότερες από 50 χώρες και σε όλες τις κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε πιθήκους: περυσινή μελέτη της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χιμπατζήδες και ουραγκοτάγκοι περνούν κρίση της μέσης ηλικίας, σαν τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των μελετών, στα 23 μας χρόνια είμαστε υπεραισιόδοξοι και ευτυχισμένοι διότι πιστεύουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να μας εμποδίσει να πραγματοποιήσουμε όσα θέλουμε. Ακολουθούν μερικές δεκαετίες ανεκπλήρωτων προσδοκιών και απογοητεύσεων, που κορυφώνουν το αίσθημα της δυστυχίας εκεί γύρω στα 55 χρόνια – την τελευταία χρόνια που οι περισσότεροι νιώθουν να «λυγίζουν» από το βάρος των απραγματοποίητων ονείρων της νιότης τους. Από κει και πέρα αρχίζει η σταδιακά αποδοχή και η εκτίμηση όσων ήδη υπάρχουν στην ζωή – και η ευτυχία σταδιακά αυξάνει, για να φτάσει εκ νέου στο μέγιστο σημείο της στα 69 χρόνια.
Τα παραπάνω στοιχεία καταγράφονται σε μια μελέτη που πραγματοποίησε ο ο δρ Χέινς Σουάντ, ερευνητής στο Κέντρο Υγείας & Ευεξίας του Πανεπιστημίου Princeton και στο Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) για να δει πως συγκρίνονται οι προσδοκίες με την πραγματικότητα σε διάφορα στάδια της ζωής. Έτσι, ανέλυσε στοιχεία για την ευτυχία 23.161 Γερμανών, ηλικίας 17-85 ετών.
Όπως διαπίστωσε, στις ηλικίες 23 και 69 ετών το επίπεδο της ικανοποίησης από τη ζωή ήταν το υψηλότερο, στα 55 το χαμηλότερο, ενώ από τα 75 χρόνια και μετά ξαναμειωνόταν σημαντικά.
Προσδοκίες και πραγματικότητα
Ο δρ Σουάντ ανακάλυψε ακόμα ότι οι 20άρηδες είχαν την τάση να πιστεύουν πως στο μέλλον θα είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι στ’ αλήθεια έγιναν, με τη διαφορά να φτάνει το σχεδόν 10%. Αντίστοιχα, οι 68χρονοι είχαν την τάση να πιστεύουν πως θα είναι στο μέλλον λιγότερο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, με τη διαφορά να είναι σχεδόν η μισή (4,5%).
Η ανάλυση έδειξε ακόμα ότι μετά την ηλικία των 30 ετών οι προσδοκίες για προσωπική ευτυχία μειώνονται σταθερά έως ότου εξισωθούν με την πραγματικότητα εκεί γύρω στα 55 χρόνια. Στη συνέχεια, εξακολουθούν να μειώνονται οι προσδοκίες, αλλά αρχίζει να αυξάνεται η ευτυχία που νιώθουμε για τις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας – και αυτό υποδηλώνει ότι επιτέλους αρχίζουμε να εκτιμάμε ό,τι έχουμε στη ζωή μας.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; «Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι αυξομειώσεις στην ικανοποίηση από τη ζωή άγονται από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες, τις οποίες νιώθουμε στο πετσί μας στη μέση ηλικία, αλλά στην πορεία της ζωής αφήνουμε πίσω μας», εξήγησε ο δρ Σουάντ.
Μία άλλη εξήγηση, είναι πιο ιατρική: η νευροεπιστήμη έχει δείξει ότι «οι συναισθηματικές αντιδράσεις στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής ελαττώνονται με την ηλικία και έτσι οι ηλικιωμένοι αισθάνονται λιγότερη θλίψη για ό,τι δεν κατόρθωσαν να πετύχουν», πρόσθεσε.
Σε κάθε περίπτωση, «η αισιοδοξία της νιότης είναι σαφέστατα κάτι θετικό και όχι κάτι που πρέπει να αλλάξουμε, αλλά οι νέοι θα πρέπει να ξέρουν ότι τα πράγματα πιθανότατα δεν θα μοιάζουν τόσο καλά στην μέση ηλικία», επισήμανε.
Η έρευνα του δρος Σουάντ έδειξε ακόμα ότι οι πιο μορφωμένοι νεαροί ενήλικες έχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερεκτιμούν την μελλοντική ικανοποίησή τους – ίσως επειδή έχουν μεγαλύτερες οικονομικές προοπτικές απ’ όσες τελικά αποκτούν.
Αν και η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία από γερμανούς πολίτες, ο δρ Σουάντ πιστεύει ότι τα ευρήματα ισχύουν για όλα τα έθνη, παρά τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές τους – μία εκτίμηση που ενισχύεται από το γεγονός ότι ταευρήματα της μελέτης του ήταν παρόμοια στους εθελοντές τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής Γερμανίας, ανεξάρτητα από τις οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους.