Σύμφωνα με δύο νέες μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Pediatrics», τα παιδιά που καταναλώνουν δύο χημικά που υπάρχουν σε συσκευασίες των τροφίμων, είναι πιθανότερο να γίνουν παχύσαρκα ή να παρουσιάσουν αντίσταση στην ινσουλίνη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι μια κατάσταση που εμφανίζουν όλοι όσοι πρόκειται να γίνουν διαβητικοί τύπου 2. Δεν είναι εξακριβωμένο αν αυτή η κατάσταση είναι συνέπεια της παχυσαρκίας ή προκαλεί παχυσαρκία.
Το ένα χημικό είναι η φθαλική ένωση DEHP (Bis(2-ethylhexyl) phthalate), η οποία χρησιμοποιείται σε πλαστικά είδη (η DEHP χρησιμοποιείται συχνά για να μαλακώνει τα πλαστικά μπουκάλια). Τα επίπεδά της ουσίας στα ούρα συσχετίσθηκαν με τον κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη κατά την εφηβεία. Το δεύτερο χημικό είναι η ουσία δισφαινόλη Α (ή BPA), η οποία συσχετίσθηκε με την παχυσαρκία και την αυξημένη περίμετρο μέσης κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Η δισφαινόλη Α χρησιμοποιείται στα αλουμινένια δοχεία για να εμποδίζει την διάβρωσή τους, ενώ υπάρχει και σε πλαστικά είδη, όπως μπουκάλια, επιτραπέζια σκεύη και δοχεία φαγητού.
DEHP και αντίσταση στην ινσουλίνη
Στην πρώτη μελέτη, ο δρ Λεονάρντο Τρασάντε, αναπληρωτής καθηγητής στα τμήματα Παιδιατρικής, Περιβαλλοντικής Ιατρικής και Πληθυσμιακής Υγείας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, και οι συνεργάτες του, ανέλυσαν στοιχεία από 766 νέους, ηλικίας 12-19 ετών.
Όπως διαπίστωσαν, τα επίπεδα στα ούρα της φθαλικής ένωσης DEHP σχετίζονταν στενά με τις πιθανότητές του να πάσχουν από αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία αποτελεί πρόδρομο κατάσταση του διαβήτη τύπου 2.
Στην πραγματικότητα, λιγότερο από το 15% των εθελοντών με τα χαμηλότερα επίπεδα της DEHP είχαν αντίσταση στην ινσουλίνη, έναντι του 22% εκείνων με τα υψηλότερα επίπεδα της DEHP στα ούρα τους.
Όπως εξήγησε ο δρ Τρασάντε, τα νέα ευρήματα δεν σημαίνουν πως η DEHP είναι η αιτία της αντίστασης στην ινσουλίνη, αλλά «είναι πιθανό να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο παράγει ο οργανισμός την ινσουλίνη για να μεταβολίσει τα σάκχαρα των τροφίμων».
Παχυσαρκία και δισφαινόλη Α
Στη δεύτερη μελέτη, η δρ Τζόις Λι, επίκουρη καθηγήτρια στα τμήματα Παιδιατρικής και Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στο Ανν Άρμπορ, και οι συνεργάτες της, ανέλυσαν στοιχεία από 3.370 παιδιά και εφήβους, ηλικίας 6-18 ετών.
Όπως διαπίστωσαν, όσα είχαν τα υψηλότερα επίπεδα της δισφαινόλης Α στα ούρα τους είχαν διπλάσιες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα και μάλιστα να πάσχουν από κοιλιακή παχυσαρκία (συσσώρευση περιττού λίπους στην κοιλιά) σε σύγκριση με όσα είχαν τα χαμηλότερα.
Συνολικά, το 18% των παιδιών της μελέτης πληρούσαν τα κριτήρια της παχυσαρκίας. Σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα της δισφαινόλης Α στα ούρα τους, όσα είχαν τα υψηλότερα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα.
Και αυτή η μελέτη δεν αποδεικνύει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στην δισφαινόλη Α και στην παιδική παχυσαρκία, αλλά προστίθεται σε εκείνες που δείχνουν ότι η καθιστική ζωή και η κακή διατροφή δεν είναι απαραιτήτως οι μοναδικές αιτίες της επιδημίας της παχυσαρκίας στα παιδιά, αλλά ενδεχομένως παίζουν ρόλο και περιβαλλοντικοί παράγοντες.