Την δεκαετία του 1950 τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (περιέχονται κυρίως στα ζωικά τρόφιμα όπως είναι το βούτυρο, το κρέας και το γάλα) άρχισαν να βρίσκονται στο «εδώλιο του κατηγορουμένου» για πρόκληση καρδιακών προσβολών (εμφραγμάτων) και ισχαιμικών εγκεφαλικών. Η κατηγορία ήταν ότι ανέβαζαν τη χοληστερίνη (χοληστερόλη) του αίματος.
Έτσι οι αμερικανικοί οργανισμοί υγείας διεξάγουν τα τελευταία 50 χρόνια μια καμπάνια κατά του κορεσμένου λίπους, λέγοντας ότι δεν θα πρέπει να παρέχει πάνω από το 10% των συνολικών θερμίδων.
Η διαμάχη
Αλλά δεν έχουν δεχτεί όλοι οι ειδικοί τα στοιχεία που ενοχοποιούν τα κορεσμένα λίπη. Μερικοί μάλιστα θεωρούν την ιδέα παντελώς αβάσιμη.
Η ιδέα ότι τα κορεσμένα λίπη προκαλούν καρδιακές προσβολές επικράτησε αλλά σιγά-σιγά τα στοιχεία που μαζεύονταν αδυνάτισαν την αρχική υπόθεση. Ένα από αυτά τα στοιχεία έδειχνε ότι το στεατικό οξύ, ένα κορεσμένο λιπαρό που αποτελεί το 30% του συνολικά καταναλισκόμενου κορεσμένου λίπους, όχι μόνο δεν ανεβάζει τη χοληστερίνη στο αίμα αλλά τη μειώνει εντυπωσιακά. Επίσης, μια ανάλυση για τη παλαιολιθική διατροφή δείχνει ότι το κορεσμένο λίπος πάντα υπήρχε στη διατροφή του ανθρώπου και μάλιστα σε ποσοστό τουλάχιστον 10% επί των συνολικών θερμίδων.
Η καμπάνια κατά των κορεσμένων λιπών είχε αποτέλεσμα στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες. Η κατανάλωσή του μειώθηκε αρκετά (από το 18% των θερμίδων στο 11%) αλλά τα καρδιακά προβλήματα δεν φαίνεται να μειώθηκαν αισθητά. Μπορεί οι θάνατοι από καρδιακές προσβολές να έχουν πράγματι λιγοστέψει αλλά αυτό ίσως να οφείλεται κυρίως στην καλύτερη ιατρική αντιμετώπιση. Επιπλέον, μια νέα μάστιγα έχει κάνει την εμφάνισή της, η καρδιακή ανεπάρκεια. Συγχρόνως, ήρθαν στο προσκήνιο νέοι «διατροφικοί σατανάδες» όπως τα τρανς λιπαρά και η ζάχαρη.
Κατόπιν αυτών, ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στο «British Medical Journal» αναφέρει ότι «είναι καιρός να καταπέσει ο μύθος των κορεσμένων λιπαρών» ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της διαμάχης. Ο καρδιολόγος Ασίμ Μαλότρα από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Κρόιντον στο Λονδίνο γράφει ότι έχουμε δαιμονοποιήσει τα κορεσμένα λιπαρά τη στιγμή πουν δεν δίνουμε τη πρέπουσα σημασία σε άλλους παράγοντες όπως είναι η ζάχαρη η οποία αποδεδειγμένα είναι άκρως επιβαρυντική για την υγεία της καρδιάς.
Ο Μαλότρα σημειώνει ότι σχεδόν τέσσερις δεκαετίες συστάσεων για μείωση της κατανάλωσης των κορεσμένων λιπαρών «έχουν παραδόξως οδηγήσει σε αύξηση των καρδιαγγειακών κινδύνων» και διερωτάται πώς γίνεται αυτό.
Παχυσαρκία και στατίνες
Στην ενοχοποίηση των κορεσμένων λιπαρών βοήθησε σημαντικά μελέτη που διεξήχθη τη δεκαετία του 1970, η Μελέτη των Επτά Χωρών. Η μελέτη αυτή θεωρείται ορόσημο στη διατροφολογία. Η Μελέτη των Επτά Χωρών βρήκε ότι η χοληστερίνη και το κορεσμένο λίπος συνδέονται στατιστικά με τις καρδιακές προσβολές. Με βάση αυτή τη μελέτη, αλλά και άλλες, οι αρμόδιοι οργανισμοί συνέστησαν στο καταναλωτικό κοινό να μειώσει την πρόσληψη του συνολικού λίπους στο 30% επί των θερμίδων του και την πρόσληψη κορεσμένου λίπους στο 10% επί των θερμίδων.
«Ωστόσο στατιστική σύνδεση δεν σημαίνει και αιτιώδη σχέση», λέει ο Μαλόρτα. Κατά τον ίδιο, οι πιο πρόσφατες μελέτες απέτυχαν να αποδείξουν τη σχέση μεταξύ της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και καρδιαγγειακών νοσημάτων – μάλιστα τα κορεσμένα λίπη φάνηκε να δρουν προστατευτικά για την καρδιά, υποστηρίζει.
Ο Μαλόρτα τονίζει ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν εκτοξευθεί παρά τη μεγάλη μείωση της λήψης θερμίδων από το λίπος, ως ποσοστό επί των συνολικών θερμίδων. Και εξηγεί ότι η βιομηχανία τροφίμων αντικαθιστά το κορεσμένο λίπος με ζάχαρη αλλά ολοένα και περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι η ζάχαρη αποτελεί έναν πιθανό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου, ένα προάγγελο του διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών νόσων.
Αναφέρει επίσης ότι η εμμονή σχετικά με τη διατήρηση χαμηλών επιπέδων χοληστερόλης έχει οδηγήσει στην «υπερσυνταγογράφηση των στατινών, των φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερίνη». Την ίδια στιγμή όμως οι τάσεις σε ό,τι αφορά τα ποσοστά των καρδιοπαθειών δεν είναι πτωτικές, παρά τα εκατομμύρια ατόμων που λαμβάνουν στατίνες.
Ο συγγραφέας προσθέτει ακόμη ότι η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής μετά από καρδιακό επεισόδιο φαίνεται να είναι τρεις φορές ανώτερη στη μείωση των ποσοστών θανάτου από τη λήψη στατινών, οι οποίες έχουν συνδεθεί με σοβαρές παρενέργειες. Και τονίζει: «Είναι ώρα να διαλύσουμε τον μύθο σχετικά με τον ρόλο των κορεσμένων λιπαρών στην εμφάνιση καρδιοπαθειών και να αναστρέψουμε τις βλάβες που προκαλούν όλες αυτές οι διατροφικές συμβουλές οι οποίες έχουν συμβάλει στην ‘επιδημία’ της παχυσαρκίας».
Από την πλευρά του ο δρ Μάλκολμ Κέντρικ, γενικός ιατρός και συγγραφέας του βιβλίου The Great Cholesterol Con (Η Μεγάλη Απάτη της Χοληστερόλης) σημειώνει, σχολιάζοντας το άρθρο του Μαλόρτα ότι η Σουηδία έγινε η πρώτη χώρα στον δυτικό κόσμο η οποία εξέδωσε διατροφικές οδηγίες οι οποίες απορρίπτουν τον μύθο των λιπαρών.«Πρόσφατα ειδική έκθεση του Σουηδικού Συμβουλίου για την Υγεία και την Τεχνολογία έδειξε ότι η πλούσια σε λιπαρά διατροφή βελτιώνει τα επίπεδα σακχάρου του αίματος, μειώνει τα επίπεδα τριγλυκεριδίων, αυξάνει τα επίπεδα της ‘καλής’ χοληστερόλης – και έχει γενικώς μόνο οφέλη για τον οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου του ότι βοηθά στην απώλεια βάρους».
Ο Κέντρικ κατέληξε λέγοντας ότι «αξίζουν συγχαρητήρια στον Μαλόρτα για το ότι αναφέρθηκε ανοιχτά σε μια αλήθεια που μένει στο σκοτάδι εδώ και 40 χρόνια».
Από την άλλη μεριά, σχολιάζοντας το άρθρο ο καθηγητής Πίτερ Βάισμπεργκ, ιατρικός διευθυντής του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιάς, αναφέρει ότι συχνά οι μελέτες που αφορούν τη σύνδεση μεταξύ διατροφής και νόσων δίνουν αντιφατικά αποτελέσματα.
«Σε κάθε περίπτωση, τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα χοληστερίνης αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου και είναι σαφές ότι η μείωση της χοληστερίνης μειώνει τον κίνδυνο για έμφραγμα» γράφει ο Βάισμπεργκ. Και προσθέτει ότι τα επίπεδα χοληστερίνης μπορεί να επηρεαστούν από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων της άσκησης , της διατροφής και των φαρμάκων –κυρίως των στατινών.