Υπόταση (hypotension) αποκαλείται η χαμηλή αρτηριακή πίεση του αίματος.
Οι τιμές της αρτηριακής πίεσης θεωρείται σήμερα ότι πρέπει να είναι κάτω από τα 120/80 δηλαδή κάτω από τα 120 mmHg η συστολική (η μεγάλη πίεση) και κάτω από τα 80 mmHg η διαστολική πίεση (η μικρή πίεση). Στην περίπτωση της υπότασης οι τιμές φτάνουν στα 90/60 mmHg.
Όμως, αντίθετα με την υπέρταση για την οποία υπάρχει σαφής ορισμός -όταν η πίεση του αίματος είναι πάνω από 140/90- στην υπόταση δεν υπάρχει ανάλογος ορισμός. Κι’ αυτό διότι μια χαμηλή πίεση δεν παρουσιάζει πάντοτε συμπτώματα και σ’ αυτή την περίπτωση ούτε δίνονται φάρμακα ούτε γίνονται διατροφικές συστάσεις. Μάλιστα για την αρτηριακή πίεση πολλοί ειδικοί λένε, «όσο πιο χαμηλά τόσο πιο καλά», εφ’ όσον βέβαια δεν οφείλεται σε κάποια πάθηση και δεν προκαλεί συμπτώματα.
Να σημειωθεί ότι οι αθλητές και άτομα που κάνουν τακτικά γυμναστική τείνουν να έχουν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση σε σύγκριση με τα άτομα που δεν ασκούνται. Αυτός είναι ο λόγος που η υπόταση δεν μπορεί να οριστεί με βάση συγκεκριμένες τιμές συστολικής ή διαστολικής πίεσης. Έτσι για τα άτομα που έχουν σταθερά χαμηλή πίεση του αίματος χωρίς συμπτώματα, η υπόταση δεν θεωρείται πάθηση. Επίσης, κατά την εγκυμοσύνη, η πίεση του αίματος έχει την τάση να μειώνεται. Τιμές κάτω από 100/60 δεν είναι ασυνήθιστες για μια έγκυο γυναίκα.
Τα συμπτώματα
Κάποια άτομα έχουν χαμηλή αρτηριακή πίεση, γύρω στο 90/60 (συχνά πρόκειται για νέες γυναίκες) και αυτό θεωρείται φυσιολογικό.
Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία η αρτηριακή πίεση πέφτει ξαφνικά κάτι που μπορεί να προκαλέσει σκοτοδίνη και λιποθυμία. Ο Αμερικανικός Καρδιολογικός Σύλλογος (ΑΗΑ) ορίζει ως υπόταση την πτώση της αρτηριακής πίεσης κατά 30 mmHg κάτω από το σύνηθες, αν και τα συμπτώματα μπορούν να παρατηρηθούν αι όταν η πίεση μειωθεί έστω και 20 mmHg.
Μια τέτοια περίπτωση μπορεί να είναι η ορθοστατική υπόταση που παρουσιάζεται μετά από απότομη προσπάθεια του ατόμου να σηκωθεί από το κρεβάτι ή την πολυθρόνα. Επίσης η ορθοστατική υπόταση εκδηλώνεται ύστερα από ορθοστασία κατά τη διάρκεια ημερών με υψηλή θερμοκρασία και έντονες εφιδρώσεις.
Όταν η αρτηριακή πίεση είναι χαμηλή ενδέχεται το αίμα να μην κυκλοφορεί σωστά και να μην αιματώνεται καλά ο εγκέφαλος και τα άλλα όργανα του σώματος. Αυτό σημαίνει ότι η παροχή οξυγόνου προς τα όργανα του σώματος μπορεί να είναι ελλιπής.
Τα συμπτώματα της υπότασης μπορεί να περιλαμβάνουν ζαλάδα, τάση για λιποθυμία, ψυχρό και υγρό δέρμα, εφίδρωση με κρύα χέρια και δέρμα, έντονη κόπωση, σκοτοδίνη με θολή ή ομιχλώδης όραση, τάση για εμετό και ταχυκαρδία με αδύναμο σφυγμό. Σε ακραίες περιπτώσεις, η υπόταση μπορεί να οδηγήσει σε σοκ. Μια απότομη πτώση της πίεσης του αίματος που φέρνει λιποθυμία είναι πολύ επικίνδυνη για χτύπημα στο κεφάλι ή κάταγμα. Όταν, λοιπόν, εμφανίζονται συμπτώματα υπότασης πρέπει πάντα πρέπει να αναζητείται ιατρική συμβουλή γιατί μπορεί να υποκρύπτεται κάποια σοβαρή ασθένεια.
Πρέπει να ειπωθεί ότι ανεξάρτητα από το αν η χαμηλή αρτηριακή πίεση παρουσιάζει συμπτώματα ή όχι, ενδέχεται να έχει κάποιες αρνητικές συνέπειες που σήμερα δεν έχουν ακόμα εξακριβωθεί. Παρότι σήμερα οι γιατροί θεωρούν προσόν να έχει κάποιος χαμηλή πίεση, μια μελέτη βρήκε ότι άτομα με διαστολική πίεση κάτω από 70 είχαν περισσότερη εγκεφαλική ατροφία στην διάρκεια του χρόνου. Μια άλλη μελέτη που αφορούσε άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια συστολική πίεση κάτω από 110 mmHg και διαστολική πίεση κάτω από 60 mmHg μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην καρδιοαγγειακή υγεία.
Αιτίες
Το σώμα έχει τους μηχανισμούς του να ρυθμίζει την πίεση του αίματος η οποία εξαρτάται από την καλή λειτουργία της καρδιάς, των νεφρών και του ενδοθηλίου. Οι τιμές της αρτηριακής πίεσης εξαρτώνται κυρίως από δύο παράγοντες:
1) Τον όγκο του αίματος που ωθείται από την καρδιά προς τις αρτηρίες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος του αίματος τόσο μεγαλύτερη είναι η αρτηριακή πίεση. Εδώ σημαντικό ρόλο παίζουν τα νεφρά αυξάνοντας και μειώνοντας το νερό που απεκκρίνεται στα ούρα. Ο μηχανισμός αυτός βέβαια δεν είναι γρήγορος αλλά διαρκεί κάποιες ώρες, ωστόσο έχει μεγάλη σημασία η λειτουργία των νεφρών.
2) Την αντίσταση των τοιχωμάτων των αρτηριών προς την κυκλοφορία του αίματος. Η αρτηριακή πίεση είναι μεγαλύτερη όταν οι αρτηρίες δεν είναι αρκετά ελαστικές (π.χ. έχουν σκληρύνει λόγω αθηροσκλήρωσης). Όταν οι μικρές αρτηρίες και οι φλέβες έχουν ελαστικότητα και μπορούν να επεκταθούν εύκολα, συγκεντρώνουν περισσότερο αίμα με αποτέλεσμα η καρδιά να ωθεί λιγότερο όγκο αίματος και να είναι χαμηλότερη η πίεση.
Η υπόταση μπορεί να οφείλεται σε πολλές και διάφορες αιτίες, όπως:
- Αναιμία.
- Καρδιακές παθήσεις όπως η περικαρδίτιδα και η σοβαρή βραδυκαρδία. Σε ανάπαυση οι φυσιολογικοί σφυγμοί της καρδιάς είναι μεταξύ 60-100 χτύπων ανά λεπτό. Αν υπάρχει βραδυκαρδία (κάτω από 60 καρδιακούς χτύπους το λεπτό) μπορεί να υπάρξει υπόταση. Βέβαια ορισμένοι αθλητές μπορεί να έχουν 40-50 χτύπους το λεπτό χωρίς συμπτώματα γιατί η καρδιά τους έχει τη δυνατότητα να ωθεί με μεγαλύτερη δύναμη το αίμα αλλά στους μη αθλητές η βραδυκαρδία φέρνει συνήθως συμπτώματα υπότασης.
- Νευροπάθεια
- Η λήψη φαρμάκων (διουρητικά, ηρεμιστικά, καρδιολογικά κ.α.)
- Απώλεια αίματος από οποιαδήποτε αιτία π.χ. αιμορραγίες από τραύματα ή από έμμηνο ρύση στις γυναίκες κ.α.
- Αφυδάτωση κατά τους θερινούς μήνες μετά από έντονη εφίδρωση ή κόπωση. Η αφυδάτωση μειώνει τον όγκο αίματος και άρα πέφτει η πίεση.
- Θερμοπληξία. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε έντονα συμπτώματα υπότασης με λιποθυμία.
- Η εγκυμοσύνη. Κατά τις πρώτες 24 εβδομάδες της κύησης η συστολική πίεση παρουσιάζει συνήθως πτώση. Γι’ αυτό το λόγο οι έγκυες γυναίκες μπορεί να παρουσιάζουν ζάλη.
- Ενδοκρινικές παθήσεις όπως παθήσεις του θυρεοειδούς και των επινεφριδίων. Στη νόσο Addison τα επινεφρίδια δεν παράγουν τις ορμόνες που συμβάλλουν στη διατήρηση μιας κανονικής πίεσης.
- Σοβαρή λοίμωξη (σηψαιμία).
- Αλλεργική αντίδραση (αναφυλαξία).
- Έλλειψη σωστής διατροφής. Έλλειψη σε βιταμίνη Β12 και φολικό οξύ μπορεί να προκαλέσει αναιμία και υπόταση.
Αντιμετώπιση – διατροφή
Όταν η χαμηλή πίεση του αίματος δεν προκαλεί συμπτώματα δεν απαιτείται θεραπεία και φάρμακα. Σε ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα, η ενδεδειγμένη θεραπεία εξαρτάται από την αιτία.
Το άτομο που παρουσιάζει υποτασικά φαινόμενα πρέπει να εξεταστεί και να παρακολουθείται από ειδικό γιατρό για να γίνει γνωστή η αιτία της χαμηλής πίεσης. Εάν η αιτία είναι κάποια φάρμακα, θα πρέπει να διακοπούν. Εάν πρόκειται για αφυδάτωση, η σωστή ενυδάτωση θα διορθώσει το πρόβλημα. Να σημειωθεί ότι το αλκοόλ, ακόμα και σε μέτρια δόση, προκαλεί αφυδάτωση.
Αν η υπόταση δεν οφείλεται σε παθολογική αιτία, συνιστάται η αντιμετώπιση με φυσικά μέτρα και πρόληψη. Συνήθως περισσότερο αλάτι στο φαγητό και η κατανάλωση περισσότερων υγρών θα αυξήσει τον όγκο του αίματος που κυκλοφορεί στα αγγεία και κατ’ επέκταση θα οδηγήσει σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Η σωματική άσκηση βοηθά πολύ τα άτομα με υπόταση διότι κατά τη διάρκειά της ενισχύεται η ροή του αίματος.
Όσον αφορά τη γενική διατροφή, οι μελέτες έχουν δείξει ότι η μείωση των υδατανθράκων (π.χ. ψωμί, μακαρόνια, ρύζι) μπορεί να προλάβει την απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης που συμβαίνει μερικές φορές μετά από τα γεύματα. Αντίθετα τα γεύματα με λίγους υδατάνθρακες δεν ρίχνουν πολύ την πίεση του αίματος μετά το φαγητό (μετά από ένα μεγάλο γεύμα μπορεί να εμφανιστεί χαμηλή πίεση διότι ένα μέρος του αίματος κατευθύνεται προς το πεπτικό σύστημα).
Να σημειωθεί τέλος ότι η καφείνη, παρότι είναι διουρητική, ανεβάζει την πίεση του αίματος, συνεπώς μπορεί κάποιος να ωφεληθεί από ένα καφέ ή ένα τσάι.