Το ανεύρυσμα (aneurysm) είναι μία διόγκωση ή διαπλάτυνση ενός αγγείου σε κάποιο σημείο του. Συμβαίνει σχεδόν πάντα στις αρτηρίες, κυρίως της κοιλιακής αορτής, της θωρακικής αορτής και στον εγκέφαλο. Συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό των ανευρυσμάτων.
Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο του σώματος το οποίο ξεκινά από την καρδιά περνά δια μέσου του θώρακα και της κοιλιάς και στο ύψος του ομφαλού χωρίζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες. Το τμήμα της αορτής το οποίο βρίσκεται στον θώρακα ονομάζεται θωρακική αορτή.
Σε ορισμένα άτομα τα τοιχώματα της θωρακικής αορτής είναι πιο αδύναμα και λόγω της πίεσης του αίματος το αγγείο διογκώνεται όπως ένα μπαλόνι, δημιουργώντας το ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής.
Ένα ανεύρυσμα διακρίνεται ανάλογα με τη μορφή του α) σε σακοειδές το οποίο εμφανίζεται σαν στρογγυλεμένος θύλακας γεμάτος με αίμα ο οποίος συνδέεται με ένα λεπτό στέλεχος με την αρτηρία (λέγεται και ανεύρυσμα-μούρο), β) σε πλευρικό όπου εμφανίζεται ως εξόγκωμα στο τοίχωμα μιας αρτηρίας και γ) σε ατρακτοειδές όταν σχηματίζεται κατά μήκος όλων των τοιχωμάτων του αγγείου.
Αν το ανεύρυσμα δε γίνει αντιληπτό και δεν υπάρξει αντιμετώπιση, συνεχίζει να μεγαλώνει και ξεπερνάει σε διάμετρο τα 5 εκατοστά. Τότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ρήξης του αγγείου (αυξημένες πιθανότητες να σπάσει). Αν συμβεί κάτι τέτοιο, προκαλείται σοβαρή εσωτερική αιμορραγία, μια κατάσταση που είναι μοιραία στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, αυτοί οι θάνατοι μπορούν να αποφευχθούν με την έγκαιρη διάγνωση (υπερηχογράφημα) και αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων.
Μια επιπλοκή του ανευρύσματος είναι ο περιφερικός εμβολισμός. Στα περισσότερα ανευρύσματα υπάρχει σημαντική ποσότητα θρόμβου μέσα στο αγγείο. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κομμάτι από το θρόμβο αυτό μπορεί να αποκολληθεί και να μεταφερθεί με την κυκλοφορία του αίματος φράζοντας ένα οποιοδήποτε κλάδο της αορτής ή των κάτω άκρων.
Συμπτώματα και αιτίες
Τα αορτικά ανευρύσματα συχνά αναπτύσσονται αργά και χωρίς συμπτώματα. Ορισμένα ανευρύσματα ποτέ δεν θα υποστούν ρήξη ιδίως αν είναι μικρά σε μέγεθος και αναπτύσσονται αργά. Η συντριπτική πλειονότητα δεν εμφανίζει κανένα απολύτως σύμπτωμα και το ανεύρυσμα αποτελεί τυχαίο εύρημα σε ένα υπερηχογράφημα ή μια αξονική τομογραφία που διενεργείται για άλλο λόγο.
Στην περίπτωση που τα ανευρύσματα δίνουν κάποια συμπτώματα, αυτά μπορεί να είναι:
- Πόνος στο σαγόνι, τον τράχηλο ή την ράχη
- Θωρακικός πόνος
- Βήχας, βραχνή φωνή ή δυσκολία στην αναπνοή
- Ψηλαφητή διόγκωση και αίσθημα παλμών. Όταν το αρτηριακό τοίχωμα της αορτής, αδυνατίζει για οποιοδήποτε λόγο, χάνει δηλαδή την ελαστική του ικανότητα και λεπταίνει, επέρχεται η προοδευτική παθολογική έκπτυξή του καθώς το αίμα διαρκώς πάλλεται με σφυγμικό τρόπο μέσα του. Αυτή είναι η διαδικασία που οδηγεί στην δημιουργία του ανευρύσματος.
Τα άτομα με το μεγαλύτερο κίνδυνο, είναι κυρίως καπνιστές οι οποίοι έχουν σοβαρή αθηροσκλήρωση και ηλικία πάνω από 65 χρονών. Σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού (κληρονομικότητα).
Τα ανευρύσματα της θωρακικής αορτής σε νεώτερους ασθενείς (κάτω των 40 ετών) συσχετίζονται στενά με νοσήματα του συνδετικού ιστού, με σπουδαιότερα το σύνδρομο Marfan και το σύνδρομο Ehler-Danlos, τα οποία προκαλούν εγγενή αλλοίωση της δομής του αορτικού τοιχώματος, λόγω ανωμαλίας στη σύνθεση του κολλαγόνου.
Επίσης, ορισμένα νοσήματα όπως η σύφιλη και η φυματίωση μπορεί να αδυνατίσουν το αορτικό τοίχωμα και να αυξήσουν τον κίνδυνο δημιουργίας θωρακικού αορτικού ανευρύσματος.
Τέλος, μια ισχυρή συμπίεση του θώρακα μπορεί να τραυματίσει την αορτή και να προξενήσει τη βλάβη στο τοίχωμα, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε ανεύρυσμα.
Αντιμετώπιση
Οι πιθανότητες ρήξης του ανευρίσματος σχετίζονται με το μέγεθος του. Ο κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά όταν η διάμετρος φτάσει τα 5 εκατοστά. Κάθε χρόνο, υπολογίζεται ότι το 7% των ανευρυσμάτων διαμέτρου 6-7 εκατοστών παθαίνει ρήξη. Το αντίστοιχο ποσοστό για διάμετρο πάνω από 7 εκατοστά φτάνει το 25%.
Έτσι, τα ανευρύσματα μέχρι 5 εκατοστά παρακολουθούνται με υπερηχογράφημα κάθε 6 μήνες ή 1 χρόνο ενώ χορηγούνται φάρμακα για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης αν αυτή είναι υψηλή (υπέρταση). Καλή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης με διατροφή και φάρμακα είναι σημαντική έτσι ώστε να μειωθεί η πίεση που ασκείται στο αορτικό τοίχωμα.
Σχετικά με τη χειρουργική αντιμετώπιση, υπάρχουν δύο μέθοδοι θεραπείας, η διαδερμική αναίμακτη (ενδαγγειακή) και η ανοικτή χειρουργική.
Στη διαδερμική αναίμακτη μέθοδο η αποκατάσταση του ανευρύσματος γίνεται από το εσωτερικό του αγγείου. Υπό αναισθησία (όχι πάντα γενική) διενεργούνται δύο μικρές τομές 3-4 εκατοστών στην μηροβουβωνική χώρα και διαμέσου των μηριαίων αρτηριών προωθείται ένα ειδικό συνθετικό μόσχευμα που είναι ραμμένο σε έναν αντίστοιχα συρμάτινο σκελετό (ενδομόσχευμα-endograft) και το οποίο ανοίγει (εκπτύσσεται) μέσα στο ανεύρυσμα. Εφαρμοζόμενο στα τοιχώματα της αορτής, θέτει εκτός αιματικής κυκλοφορίας το ανευρυσματικό τμήμα της αορτής. Σε 1-3 μέρες ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο και η ανάρρωση είναι γρήγορη.
Τα προτερήματα της διαδερμικής αναίμακτης μεθόδου είναι η αποφυγή γενικής νάρκωσης, η απουσία τομής, οι λιγότερες επιπλοκές, η ελαττωμένη θνητότητα, η άμεση έξοδος από το νοσοκομείο, η γρήγορη ανάρρωση και η απουσία πόνου μετά την εγχείρηση. Η διαδερμική αναίμακτη (ενδαγγειακή) μέθοδος δεν είναι κατάλληλη για όλες τις περιπτώσεις ανευρύσματος θωρακικής αορτής.
Στην ανοικτή χειρουργική επέμβαση, μετά από γενική νάρκωση και τομή στο θώρακα και στη κοιλιά, αντικαθίσταται από τον αγγειοχειρουργό η αορτή με συνθετικό μόσχευμα. Μετά το χειρουργείο ο ασθενής οδηγείται στη μονάδα εντατικής θεραπείας για 1-2 ημέρες, και συνολικά παραμένει στο νοσοκομείο για 7–10 μέρες. Για να αναρρώσει πλήρως απαιτούνται 2-3 μήνες. Η αποκατάσταση ενός ανευρύσματος με την ανοικτή χειρουργική μέθοδο είναι πολύπλοκη διαδικασία και απαιτεί εμπειρία από τα μέλη της χειρουργικής ομάδας. Ωστόσο, η μη αποκατάσταση εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο.
Οι ασθενείς που πάσχουν από ανεύρυσμα θωρακικής αορτής καλό είναι να απευθύνονται σε αγγειοχειρουργό με εμπειρία τόσο στην διαδερμική αναίμακτη όσο και στην ανοικτή χειρουργική μέθοδο έτσι ώστε να εφαρμόσει για τον κάθε άρρωστο τη σωστή θεραπεία.
Εάν το ανεύρυσμα βρίσκεται κοντά στην αορτική βαλβίδα (η βαλβίδα που ρυθμίζει την ροή του αίματος από την καρδιά μέσα στην αορτή) μπορεί να απαιτηθεί να αντικατασταθεί και η αορτική βαλβίδα, κατά την διάρκεια της επέμβασης.