O αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, δηλαδή η καρδιακή ανακοπή, δεν είναι σπάνιος καθώς στις αναπτυγμένες χώρες αφορά από το 5-10% των θανάτων ετησίως.
Σύμφωνα με μία νέα μελέτη που παρουσιάσθηκε σε επιστημονικό συμπόσιο του Αμερικανικού Καρδιολογικού Συνδέσμου (ΑΗΑ), τουλάχιστον το 50% όσων παθαίνουν καρδιακή ανακοπή έχουν προειδοποιητικά συμπτώματα για μέρες ή εβδομάδες.
Τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν πόνο στο στήθος, δύσπνοια, ζάλη, λιποθυμία και «φτερουγίσματα» της καρδιάς.
Στην ανακοπή καρδιάς, όπως λέει και ο όρος, η καρδιά σταματά να λειτουργεί. Ως αποτέλεσμα υπάρχει αιφνίδια απώλεια συνείδησης και διακοπή της αναπνοής, κάτι που οδηγεί στο θάνατο. Οι περισσότερες καρδιακές ανακοπές συμβαίνουν όταν το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς δυσλειτουργεί, προκαλώντας μια μεγάλη αρρυθμία όπως η κοιλιακή μαρμαρυγή (χαώδης ταχυκαρδία). Αυτό συμβαίνει όταν οι κατώτεροι θάλαμοι της καρδιάς χτυπούν ασυντόνιστα και έτσι δεν μπορούν να στείλουν αίμα στην κοιλιακή αορτή. Άλλες καρδιακές ανακοπές οφείλονται σε ακραία βραδυκαρδία, δηλαδή επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού.
Τα συμπτώματα
Η νέα μελέτη βασίσθηκε στο ιατρικό ιστορικό 567 Αμερικανών ηλικίας 35 έως 65 ετών, οι οποίοι είχαν πάθει ανακοπή καρδιάς την περίοδο 2002-2012. Το 53% από αυτούς εκδήλωναν συμπτώματα μέσα στις τέσσερις εβδομάδες πριν από την ανακοπή. Το συνηθέστερο σύμπτωμα ήταν ο πόνος στο στήθος. Το 13% είχαν εκδηλώσει δύσπνοια, ενώ το 4% είχαν παρουσιάσει ζάλη, λιποθυμία ή «φτερουγίσματα» της καρδιάς.
Οι περισσότεροι ασθενείς έπασχαν από στεφανιαία νόσο την εποχή της καρδιακής ανακοπής, αλλά μόνον οι μισοί το γνώριζαν.
Να σημειωθεί ότι ο όρος καρδιακή ανακοπή διαφέρει από τον όρο καρδιακή προσβολή. Αν και η καρδιακή προσβολή μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανακοπή και αιφνίδιο θάνατο, προκαλείται από θρόμβο που σταματά τη ροή του αίματος μιας αρτηρίας προς την καρδιά αλλά η λειτουργία της καρδιάς συνεχίζεται. Η καρδιακή προσβολή (ή έμφραγμα του μυοκαρδίου) σημαίνει νέκρωση ενός μέρους του καρδιακού μυ ως συνέπεια απώλειας της αιμάτωσης και δεν καταλήγει οπωσδήποτε σε θάνατο. Στην καρδιακή ανακοπή ο θάνατος είναι βέβαιος εκτός και ο ασθενής υποβληθεί αμέσως σε καρδιοπνευμονική ανάνηψη (ΚΑΡΠΑ) και απινίδωση, έτσι ώστε να αποκατασταθεί ο καρδιακός ηλεκτρισμός και παλμός.
Ο κίνδυνος θανάτου από καρδιακή ανακοπή είναι υψηλότερος όταν, σε κατάσταση ηρεμίας, η καρδιακή συχνότητα είναι σχετικά μεγάλη, πάνω από 80 παλμούς ανά λεπτό.