Η διφθερίτιδα (diphtheria) είναι μια ασθένεια εξαιρετικά μεταδοτική, που διαδίδεται με τα σταγονίδια της αναπνοής. Mπορεί να αποδειχτεί θανατηφόρα, και προσβάλλει όλα τα ανεπαρκώς εμβολιασμένα άτομα (παιδιά και ενήλικες). Αιτιολογικός παράγοντας είναι ένα βακτήριο, που ονομάζεται κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας.
Προκαλείται από μικρόβια που υπάρχουν στο στόμα και τη μύτη. Αυτά τα μικρόβια προκαλούν την ανάπτυξη μιας μεμβράνης στο εσωτερικό του λαιμού, κάτι που δυσκολεύει την κατάποση και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και ασφυξία. Τα μικρόβια παράγουν μια τοξίνη και μπορεί να προκληθεί καρδιακή ανεπάρκεια. Η τοξίνη επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί παραλύσεις σε διάφορα όργανα του σώματος.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Μετά τη μόλυνση παρέρχονται 2 με 6 μέρες (το χρονικό διάστημα της επώασης) μέχρι να εκδηλωθεί η ασθένεια. Αρχικά, μαζί με μια ελαφρώς αυξημένη θερμοκρασία (38 βαθμοί Κελσίου), παρουσιάζεται μια δυσοσμία από το στόμα, που προκαλείται από παχιά γκρίζα πυώδη επιχρίσματα στις αμυγδαλές και την περιοχή του λάρυγγα.
Εξαιτίας των επιχρισμάτων στο λάρυγγα προκαλούνται δύσπνοια και δυνατός βήχας. Όπως ειπώθηκε, τα βακτήρια της διφθερίτιδας προκαλούν την παραγωγή μιας τοξίνης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και σε παράλυση εγκεφαλικών νεύρων. Ακόμη και σήμερα η διφθερίτιδα οδηγεί στο 10-20% των κρουσμάτων της στο θάνατο.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Και η πιο ισχνή ένδειξη, και η πιο ελάχιστη υποψία για διφθερίτιδα επιβάλλει να πάτε το παιδί σας στο γιατρό. Ακόμη και στην περίπτωση της υποψίας, το παιδί σας πρέπει να εισαχθεί σε κλινική και να απομονωθεί προληπτικά. Η διάγνωση διασφαλίζεται με τη λήψη επιχρίσματος από το φάρυγγα. Ένα κρούσμα που ξεπερνιέται δεν εγγυάται μακροχρόνια προστασία από νέα μόλυνση. Η μοναδική προστασία είναι οι τακτικοί εμβολιασμοί.
Η διφθερίτιδα είναι μια ασθένεια που πρέπει να γνωστοποιείται στις δημόσιες αρχές. Η υποψία και μόνο θα πρέπει να δηλώνεται στην αρμόδια υπηρεσία υγείας. Οι ασθενείς από διφθερίτιδα πρέπει να εισάγονται σε ειδική νοσοκομειακή πτέρυγα και να μπαίνουν σε καραντίνα.
Η θεραπεία περιλαμβάνει χορήγηση αντιβιοτικών και ανοσοσφαιρινών για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του οργανισμού. Η άμεση αντιμετώπιση με χρήση αντιδιφθεριτικού ορού και αντιβιοτικών όπως, πενικιλίνη ή ερυθρομυκίνη για δέκα ημέρες είναι η πρώτη θεραπεία. Ακολούθως η αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών είναι σημαντική. Η ασθένεια θεραπεύεται ύστερα από περίπου τρεις εβδομάδες. Σήμερα έχει εξαφανιστεί από τις αναπτυγμένες χώρες, λόγω του αποτελεσματικού και σωστού εμβολιασμού.
To εμβόλιο εναντίον Διφθερίτιδας-Τετάνου-Κοκκύτη (DTP ή DTaP) γίνεται σε 5 δόσεις στις ηλικίες 2 μηνών, 4 μηνών, 6 μηνών, 12-18 μηνών και μία επαναληπτική δόση πριν το παιδί πάει στο σχολείο. Αν η τέταρτη δόση καθυστερήσει μέχρι και τα τέταρτα γενέθλια του παιδιού τότε η πέμπτη δόση δεν ενδείκνυται.
Πιθανές επιπλοκές του εμβολίου είναι:
- Πυρετός (ποσοστό 0,3% αναφέρουν πυρετό πάνω από 40,5 βαθμούς Kελσίου).
- Κακουχία.
- Ανορεξία.
- Ερυθρότητα στο σημείο που έγινε το εμβόλιο.
- Πιο σπάνιες είναι η αλλεργική αντίδραση και οι σπασμοί.