Μια μελέτη για την αξία της μαστογραφίας, η οποία εκτείνεται σε διάστημα 25 χρόνια και περιλαμβάνει χιλιάδες ασθενείς έχει καταλήξει σε ένα αναπάντεχο συμπέρασμα: η μαστογραφία είναι στην καλύτερη περίπτωση άχρηστη καθώς δεν σώζει τις ζωές των γυναικών.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό British Medical Journal και έχει συγκλονίσει την ιατρική κοινότητα εν μέρει επειδή είναι μία από τις πιο ενδελεχείς μελέτες μέχρι σήμερα που αφορούν τη μαστογραφία.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορόντο, με επικεφαλής τον καθηγητή Άντονι Μίλερ, παρaκολούθησαν πάνω από 89,835 γυναίκες, 40-59 ετών. Οι μισές από αυτές τις γυναίκες έκαναν μαστογραφίες ενώ οι άλλες μισές έκαναν έκαναν αυτοεξέταση μαστού μόνες τους. Οι γυναίκες άρχισαν να κάνουν μαστογραφίες την περίοδο 1980-1985. Εκείνη την εποχή, οι γιατροί πίστευαν ότι η μαστογραφία θα έσωσε ζωές με την ανίχνευση καρκίνων σε πρώιμο στάδιο. Αντί γι’ αυτό όμως, η καναδική μελέτη δεν βρήκε καμία διαφορά στη θνησιμότητα μεταξύ των δύο ομάδων γυναικών.
Οι μαστογραφίες ωστόσο είχαν ανιχνεύσει 22% περισσότερο καρκίνους. Όμως αυτή η διάγνωση αφορούσε και πολλές γυναίκες που δεν έπασχαν από θανατηφόρα μορφή καρκίνου του μαστού και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να έχουν αποφύγει τις χειρουργικές επεμβάσεις, τη χημειοθεραπεία και τη θεραπεία με ακτινοβολία. Με άλλα λόγια, η μαστογραφία που έκαναν κάθε χρόνο οι γυναίκες σε ορισμένες περιπτώσεις όχι μόνο δεν βοήθησε να σωθούν ζωές αλλά ταλαιπώρησε ένα ποσοστό γυναικών.
Τα ευρήματα της καναδικής μελέτης έρχονται να υποστηρίξουν μια άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2012 στο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine, η οποία διαπίστωσε ότι η προληπτική μαστογραφία “έχει, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο μια μικρή επίδραση στο ποσοστό των θανάτων από καρκίνο του μαστού”.
Η μαστογραφία (mastography ή mammography) θεωρείται μέχρι σήμερα απαραίτητη για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Ωστόσο η καναδική έρευνα δείχνει ότι είναι αμφίβολο αν στην πράξη οι μαστογραφίες πράγματι σώζουν ζωές. Σε μερικές περιπτώσεις η πρόωρη διάγνωση δεν οδηγεί σε θεραπεία του καρκίνου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η θεραπεία είναι αποτελεσματική ακόμα κι όταν η διάγνωση γίνεται καθυστερημένα οπότε δεν υπάρχει κέρδος.
«Η πλειονότητα των καρκίνων του μαστού είναι ανιχνεύσιμοι από την μαστογραφία, αλλά κατά πόσο αυτό είναι ωφέλιμο, είναι πολύ αμφισβητήσιμο», λέει ο δρ Μίλερ. «Αν μπορείς να θεραπεύεις τους καρκίνους άσχετα με το στάδιο που βρίσκονται, τότε δεν υπάρχει κάποιος ρόλος για τη μαστογραφία. Καθώς η θεραπεία βελτιώνεται, η συνεισφορά της μαστογραφίας μειώνεται όλο και περισσότερο», προσθέτει.
Παρόλα αυτά, ο δρ Μίλερ τονίζει ότι η μαστογραφία είναι αναγκαία για κάθε γυναίκα που υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά με το στήθος της.
Η εφημερίδα New York Times αναφέρει ότι η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία θα περιλάβει την καναδική μελέτη, μαζί με κάθε άλλη μελέτη για τη μαστογραφία, στην επίσημη αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της για το 2014. Να σημειωθεί ότι η Ελβετία είναι η πρώτη χώρα που εξετάζει ήδη τον περιορισμό των προγραμμάτων μαστογραφιών στον πληθυσμό της.
Οι τρέχουσες συστάσεις
Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη συχνότητα της μαστογραφίας διαφέρουν από χώρα σε χώρα αλλά σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, κάθε γυναίκα πάω από 40 ετών πρέπει να υποβάλλεται κάθε χρόνο σε μαστογραφία, και εφόσον δεν υπάρχουν ευρήματα ή κληρονομικό ιστορικό μετά τα 50 έτη μπορεί να κάνει μαστογραφία κάθε 2 χρόνια.
Να σημειωθεί ότι αρκετές μορφές καρκίνου έχει αποδειχθεί ότι αναπτύσσονται με εξαιρετικά αργό ρυθμό ή και καθόλου, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που οι όγκοι συρρικνώνονται μόνοι τους. Όμως από τη στιγμή που γίνεται η διάγνωση ενός καρκινικού όγκου, οι γιατροί αναγκάζονται να προχωρήσουν σε θεραπεία, επειδή δεν μπορούν να ξέρουν πώς θα εξελιχθεί.
Οι Καναδοί ερευνητές θέτουν εκ νέου το ζήτημα των μαστογραφιών αμφισβητώντας τα πρακτικά οφέλη της μαστογραφίας. Σύμφωνα με την καναδική έρευνα, ένα μέρος των καρκίνων του μαστού που αποκαλύπτονται από τις μαστογραφίες, αφορούν όγκους που δεν προκαλούν συμπτώματα και δεν θα μειώσουν το προσδόκιμο ζωής μιας γυναίκας. Συνεπώς πρόκειται για περιττή διάγνωση για την οποία δεν υπάρχει λόγος αντιμετώπισης με χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία ή χειρουργική επέμβαση.