Η πρόληψη είναι πολύ σημαντική για τη διατήρηση μιας καλής υγείας. Είναι προτιμότερο να προλαμβάνουμε μία ασθένεια παρά να τη θεραπεύουμε. Ένας από τους καλύτερους τρόπους να προστατέψετε τον εαυτό σας και την οικογένεια σας από πολλές ασθένειες είναι να εμβολιαστείτε.
Η ανοσοποίηση, ένας άλλος όρος για τον εμβολιασμό, είναι ο καλύτερος τρόπος άμυνας κατά πολλών ασθενειών, όπως η ιλαρά, η παρωτίτιδα, ο τέτανος, η ηπατίτιδα και η πολιομυελίτιδα.
Η ανοσοποίηση κινητοποιεί τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς του σώματος σας, ώστε να αντισταθούν στη μολυσματική ασθένεια, καταστρέφοντας τον ιό, προτού νοσήσετε.
Ωστόσο, παρά τη διαθεσιμότητα των εμβολίων πολλοί άνθρωποι δεν εμβολιάζονται. Μία από τις αιτίες είναι ότι πολλοί γονείς ανησυχούν για την ασφάλεια και τις ενδεχόμενες παρενέργειες των εμβολίων. Κάποιοι ερευνητές συσχέτισαν στο παρελθόν ένα εμβόλιο με τον αυτισμό αλλά συνήθως οι ανησυχίες είναι αποτέλεσμα ελλιπούς ενημέρωσης.
Πώς λειτουργούν τα εμβόλια
Καθημερινά το σώμα σας απειλείται από βακτήρια, ιούς και άλλα μικρόβια. Όταν ένας νοσογόνος μικροοργανισμός εισέρχεται στο σώμα σας, το ανοσοποιητικό σύστημα αρχίζει να αμύνεται παράγοντας πρωτεΐνες, που ονομάζονται αντισώματα, για να καταπολεμήσει τον εισβολέα. Ο στόχος του ανοσοποιητικού σας συστήματος είναι να αδρανοποιήσει ή να καταστρέψει τον εισβολέα καθιστώντας τον ακίνδυνο και προλαμβάνοντας την ασθένεια σας.
Το ανοσοποιητικό σύστημα καταπολεμά τους εισβολείς και προστατεύει από τις ασθένειες με τους ακόλουθους δύο τρόπους:
Ανοσία κατόπιν έκθεσης. Η ανοσία κατόπιν έκθεσης αναπτύσσεται, όταν εκτεθείτε σε κάποιον μικροοργανισμό. Το ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιεί μία πολύπλοκη σειρά από αμυντικούς μηχανισμούς, ώστε να μη νοσήσετε ξανά από αυτό τον τύπο ιού ή βακτηρίου. Η έκθεση σε έναν εισβολέα ενεργοποιεί την παραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου λευκών αιμοσφαιρίων στο σώμα σας, τα οποία ονομάζονται Β-κύτταρα (Β λεμφοκύτταρα). Τα Β-κύτταρα παράγουν πλασματοκύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους παράγουν ένα μεγάλο αριθμό αντισωμάτων που προορίζονται ειδικά για την καταπολέμηση ενός συγκεκριμένου εισβολέα. Αυτά τα αντισώματα κυκλοφορούν στα υγρά του σώματος και την επόμενη φορά που αυτός ο εισβολέας θα εισέλθει στο σώμα τα αντισώματα τον αναγνωρίζουν και τον καταστρέφουν. Μόλις παραχθεί ένα συγκεκριμένο αντίσωμα, η παραγωγή του μπορεί να συνεχιστεί με γοργούς ρυθμούς, εάν παραστεί ανάγκη.
Παράλληλα με το έργο των Β-κυττάρων τα λευκά αιμοσφαίρια, που ονομάζονται μακροφάγα, αντιμετωπίζουν και καταστρέφουν τους εισβολείς. Τα μακροφάγα «επεξεργάζονται» τους εισβολείς και συμπεραίνουν εάν αυτοί αποτελούν απειλή. Εάν το σώμα σας συναντήσει ένα μικρόβιο στο οποίο δεν έχει εκτεθεί ξανά, οι πληροφορίες για το μικρόβιο αυτό μεταδίδονται στα λευκά αιμοσφαίρια, που ονομάζονται βοηθητικά Τ-κύτταρα. Αυτά τα κύτταρα βοηθούν στην ανάπτυξη άλλων κυττάρων για την καταπολέμηση λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων των μνημονικών Τ-κυττάρων.
Εφόσον έχετε εκτεθεί σε ένα συγκεκριμένο ιό (ή βακτήριο) την επόμενη φορά που θα τον συναντήσετε τα αντισώματα και τα μνημονικά Τ-κύτταρα κινητοποιούνται. Αντιδρούν άμεσα στον οργανισμό και του επιτίθενται, προτού προλάβει να εκδηλωθεί η ασθένεια. Το ανοσοποιητικό σας σύστημα μπορεί να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει επιτυχώς χιλιάδες, εάν όχι εκατομμύρια, διαφορετικούς οργανισμούς.
Ανοσία κατόπιν εμβολιασμού. Η ανοσία κατόπιν εμβολιασμού είναι αποτέλεσμα ένεσης εμβολίου. Το εμβόλιο ενεργοποιεί την ικανότητα αντιμετώπισης λοιμώξεων και τη μνήμη του ανοσοποιητικού συστήματος χωρίς έκθεση σε ενεργό νόσο. Ένα εμβόλιο περιέχει μία νεκρή ή εξασθενημένη μορφή ή παράγωγο του λοιμώδους παράγοντα. Όταν το εμβόλιο χορηγηθεί σε ένα υγιές άτομο, ενεργοποιεί μία ανοσολογική απάντηση. Το εμβόλιο κάνει το σώμα σας να νομίζει ότι έχει εισβάλει ο συγκεκριμένος οργανισμός και το ανοσοποιητικό σας σύστημα ενεργοποιείται, για να καταστρέψει τον εισβολέα και να το προφυλάξει από μελλοντική μόλυνση.
Εάν εκτεθείτε σε μία ασθένεια για την οποία έχετε εμβολιαστεί, τα μικρόβια που εισβάλλουν στον οργανισμό έρχονται αντιμέτωπα με αντισώματα έτοιμα να τα καταστρέψουν. Η ανοσία που αναπτύσσετε μετά τον εμβολιασμό είναι παρόμοια με εκείνη που αποκτάτε μετά από φυσική μόλυνση. Για μερικές ασθένειες ο εμβολιασμός μπορεί να προκαλεί καλύτερη ανοσία απ’ ό,τι η φυσική μόλυνση. Επίσης, τα εμβόλια χορηγούνται χωρίς τον κίνδυνο των σοβαρών επιπτώσεων της νόσου.
Ενίοτε απαιτούνται αρκετές δόσεις ενός εμβολίου, ώστε να επιτευχθεί μία πλήρης ανοσολογική απάντηση. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να μην αναπτύξουν ανοσία με τις πρώτες δόσεις ενός εμβολίου, αλλά συχνά ανταποκρίνονται στις μεταγενέστερες δόσεις. Επιπλέον, η ανοσία που επιτυγχάνετε με κάποια εμβόλια, όπως ο τέτανος και ο κοκκύτης, δε διαρκεί για μία ολόκληρη ζωή. Επειδή η ανοσοποιητική απάντηση μπορεί να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να χρειαστείτε μία επιπλέον δόση του εμβολίου (ενισχυτική δόση) για την ανάκτηση ή την αύξηση της ανοσίας σας.
Είδη εμβολίων
Τα εμβόλια παρασκευάζονται με διάφορους τρόπους. Για κάθε είδος ο στόχος είναι ο ίδιος – η ενεργοποίηση της ανοσολογικής απάντησης, χωρίς να προκληθεί η ίδια η νόσος.
Ζωντανοί και εξασθενημένοι ιοί. Κάποια εμβόλια, όπως της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ανεμοβλογιάς (varicella), χρησιμοποιούν ζωντανούς ιούς, οι οποίοι είναι εξασθενημένοι (αδύναμοι).
Νεκροί ή αδρανοποιημένοι ιοί. Άλλα εμβόλια χρησιμοποιούν αδρανοποιημένα (νεκρά) βακτήρια ή ιούς. Το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας (IΡV) παρασκευάζεται με τον τρόπο αυτό.
Ανατοξίνες. Κάποιοι τύποι βακτηρίων προκαλούν την ασθένεια παράγοντας τοξίνες, οι οποίες εισβάλλουν στην κυκλοφορία του αίματος. Τα εμβόλια ανατοξίνης, όπως αυτό της διφθερίτιδας και του τετάνου, χρησιμοποιούν τοξίνες των βακτηρίων, οι οποίες έχουν καταστεί ακίνδυνες.
Ακυτταρικά και τμηματικά. Τα ακυτταρικά και τμηματικά εμβόλια παρασκευάζονται χρησιμοποιώντας μόνο ένα ηπατίτιδας και του αιμόφιλου της ινφλουέντσας τύπου β (Haemophilus Influenzae – Hib) παρασκευάζονται με τον τρόπο αυτό.
Πλεονεκτήματα των εμβολίων
Επειδή πολλές ασθένειες που προλαμβάνονται πλέον μέσω του εμβολιασμού δεν είναι συνήθεις, κάποιοι δε νιώθουν την αναγκαιότητα να εμβολιαστούν εκείνοι ή τα παιδιά τους. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν δει μία περίπτωση διφθερίτιδας, πολιομυελίτιδας ή τετάνου. Κάποιοι ακόμη πιστεύουν ότι η καθαριότητα και η υγιεινή είναι αρκετές για την πρόληψη των ασθενειών.
Αν αναρωτιέστε εάν είναι αναγκαίο να συνεχίσετε να εμβολιάζεστε, η απάντηση είναι: ναι. Πολλά λοιμώδη νοσήματα που έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί μπορεί γρήγορα να επανεμφανιστούν. Τα μικρόβια που προκαλούν τις ασθένειες υπάρχουν ακόμη και κάποιος που δεν έχει εμβολιαστεί μπορεί εύκολα να μολυνθεί. Καθώς οι ταξιδιώτες μεταφέρουν εν αγνοία τους ασθένειες από τη μία χώρα στην άλλη, μία νέα επιδημία μπορεί να απέχει όσο ένα ταξίδι.
Ασφάλεια και παρενέργειες
Πολλοί έχουν απορίες και ανησυχίες για την ασφάλεια των εμβολίων. Μία από τις πιο κοινές είναι ο φόβος ότι τα εμβόλια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες, ακόμη και νόσο. Οι γονείς ανησυχούν ακούγοντας για αναφορές σοβαρών «αντιδράσεων», οι οποίες εμφανίζονται σύντομα μετά τον εμβολιασμό ενός παιδιού και αποδίδονται σε παρενέργεια ή επιπλοκή του εμβολίου.
Στην πραγματικότητα τα εμβόλια είναι εξαιρετικά ασφαλή. Προτού χρησιμοποιηθούν, θα πρέπει να πληρούν αυστηρές προϋποθέσεις. Για να πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, απαιτείται μία μακρά παραγωγική διαδικασία διάρκειας έως και 10 ετών, που ακολουθείται από τρεις φάσεις κλινικών δοκιμών.
Ενδείξεις Σοβαρής Αντίδρασης. Ενδείξεις και συμπτώματα μιας σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης μετά τον εμβολιασμό, περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, βραχνή ή ασθματική αναπνοή, ταχυκαρδία, ζαλάδα, πρήξιμο στο λαιμό, πυρετό, αλλαγές στη συμπεριφορά. Εάν επισημάνετε στον εαυτό σας ή στο παιδί σας, κάποια από αυτές τις αντιδράσεις, καλέστε το γιατρό σας ή επισκεφτείτε ένα νοσοκομείο αμέσως.
Αποτελεσματικότητα
Τα περισσότερα εμβόλια που γίνονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είναι αποτελεσματικά σε ένα ποσοστό 85 έως 99% των παιδιών που εμβολιάζονται. Για παράδειγμα, μία ολοκληρωμένη σειρά του εμβολίου της ιλαράς προστατεύει 99 από τα 100 παιδιά από τη νόσο και μία σειρά του εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας προστατεύει 99 από τα 100 παιδιά από τη νόσο αυτή. Σε κάποιες περιπτώσεις ένα εμβόλιο παρέχει μόνο μερική ανοσία. Δεν προλαμβάνει την ασθένεια, αλλά συχνά μειώνει τη διάρκεια της καθώς και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων.
Εκτός από την πιθανότητα να είναι θανάσιμες οι λοιμώδεις ασθένειες μπορούν να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες. Η πολιομυελίτιδα μπορεί να προκαλέσει παράλυση. Η μηνιγγίτιδα μπορεί να προκαλέσει κώφωση. Η ιλαρά μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικές βλάβες και θάνατο. Η ηπατίτιδα μπορεί να προκαλέσει βλάβες του ήπατος. Τα εμβόλια προλαμβάνουν αυτές τις σοβαρές επιπλοκές.
Ένα παράδειγμα είναι το εμβόλιο του αιμόφιλου της ινφλουέντσας-β (Hib). Προτού διατεθεί το εμβόλιο το 1987, το βακτήριο προκαλούσε κάθε χρόνο περίπου 20.000 σοβαρές λοιμώξεις στα βρέφη και στα παιδιά της Αμερικής. Η μηνιγγίτιδα του Hib προκαλούσε το θάνατο σε 600 παιδιά ετησίως και άφηνε πολλά κωφά, με επιληψία ή πνευματική καθυστέρηση. Έως το 2000 ο εμβολιασμός είχε μειώσει την εμφάνιση της νόσου κατά 99%.
Πρόσθετα εμβολίων και παρενέργειες
Παράλληλα με τους νεκρούς ή εξασθενημένους μικροοργανισμούς από τους οποίους αποτελούνται τα εμβόλια μπορεί να προστεθούν σ’ αυτά μικρές ποσότητες κάποιων άλλων ουσιών για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, την πρόληψη της μόλυνσης και τη σταθεροποίηση του εμβολίου κατά της μεταβλητότητας της θερμοκρασίας και άλλων παραγόντων. Τα εμβόλια μπορεί επίσης να περιέχουν μικρές ποσότητες υλικών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική επεξεργασία, όπως είναι η ζελατίνη.
Ένα προσθετικό που πρόσφατα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι ένα συντηρητικό που ονομάζεται θιμεροσάλη, ένα παράγωγο του υδραργύρου. Η θιμεροσάλη χρησιμοποιείται στα ιατρικά προϊόντα από τη δεκαετία του 1930 και σε μικρές ποσότητες σε κάποια εμβόλια για την πρόληψη της βακτηριακής μόλυνσης. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα παιδιά έχουν υποστεί βλάβες από αυτήν τη χρήση του υδραργύρου στα εμβόλια. Ωστόσο, τα εμβόλια της παιδικής ηλικίας πλέον παρασκευάζονται χωρίς θιμεροσάλη ή τουλάχιστον με πολύ μικρές ποσότητες.
Κάποια εμβόλια έχουν κατηγορηθεί για την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, όπως ο αυτισμός και ο διαβήτης. Η πεποίθηση ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό προέκυψε από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1998 από μία ομάδα ερευνητών στη Μεγάλη Βρετανία, το οποίο ανέφερε ένα συσχετισμό ανάμεσα στον αυτισμό και στο τριπλό εμβόλιο για ιλαρά-παρωτίτιδα-ερυθρά (MMR). Έκτοτε πολλές μελέτες έχουν αντικρούσει αυτό τον ισχυρισμό ελλείψει αποδείξεων ότι οποιοδήποτε εμβόλιο αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης αυτισμού ή οποιασδήποτε άλλης διαταραχής στη συμπεριφορά.
Παρομοίως έχουν εμφανιστεί εκθέσεις που συσχετίζουν τα εμβόλια με το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου (SIDS), το διαβήτη, τον καρκίνο και άλλες σοβαρές παθήσεις. Δεν υπάρχει αξιόπιστη επιστημονική απόδειξη, η οποία να τεκμηριώνει αυτούς τους ισχυρισμούς.
Πότε δεν ενδείκνυται ο εμβολιασμός
Σε κάποιες περιπτώσεις η ανοσοποίηση πρέπει να αναβάλλεται ή να αποφεύγεται. Συζητήστε με το γιατρό σας, εάν δεν είστε βέβαιοι για τον εμβολιασμό του παιδιού σας.
• Έχει μια σοβαρή ή απειλητική για τη ζωή του αντίδραση σε μια προηγούμενη δόση αυτού του εμβολίου.
• Έχει γνωστή, σημαντική αλλεργία σε κάποιο από τα συστατικά του εμβολίου, όπως στα αβγά ή στη ζελατίνη.
• Πάσχει από μια πάθηση, όπως AIDS, λευχαιμία ή καρκίνο, που έχει καταστείλει το ανοσοποιητικό σύστημα του και μπορεί να επιτρέψει σε ένα εμβόλιο που περιέχει ένα ζωντανό ιό να προκαλέσει νόσο.
• Η ανοσοποίηση μπορεί να μετατεθεί χρονικά, εάν ένα παιδί:
• Πάσχει από μια μέτριου βαθμού ή σοβαρή ασθένεια.
• Έχει λάβει στεροειδή φάρμακα τους τελευταίους τρεις μήνες.
• Έχει κάνει μετάγγιση αίματος ή πλάσματος ή έχει λάβει παράγωγα αίματος εντός του προηγούμενου έτους.
Η ανοσοποίηση δεν πρέπει να αναβάλλεται, εάν ένα παιδί πάσχει από μια λιγότερο σημαντική ασθένεια, όπως ένα κοινό κρυολόγημα, μία ωτίτιδα ή μία ήπια διάρροια. Το εμβόλιο θα είναι αποτελεσματικό και δεν πρόκειται να επιδεινώσει την κατάσταση του παιδιού σας.
Πρέπει να ξέρετε ότι οι πρωτεΐνες που βρίσκονται στο μητρικό γάλα παρέχουν προστασία έναντι κάποιων λοιμώξεων, όπως τα κρυολογήματα, οι μολύνσεις των αφτιών και η διάρροια. Αυτού του είδους η ανοσία διαρκεί για ένα συγκεκριμένο διάστημα, από ένα μήνα έως ένα έτος μόνο. Ακόμη και ένα παιδί που θηλάζει δεν αποκτά ανοσία από τη μητέρα του έναντι πολλών σοβαρών μολυσματικών νόσων, όπως ο κοκκύτης (pertussis).