Οι ειδικοί γνωρίζουν εδώ και δύο δεκαετίες ότι οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού έχουν μη φυσιολογικές πτητικές χημικές ενώσεις στον αέρα που εκπνέουν, αλλά μόνο πρόσφατα βρέθηκε ο τρόπος να χρησιμοποιούνται αυτές οι χημικές ενώσεις για τη διάγνωση της νόσου.
Έτσι, ένα τεστ αναπνοής, το οποίο ονομάζεται BreathLink και αναπτύχθηκε από την αμερικανική εταιρεία Menssana Research, μπορεί μέσα σε 6 λεπτά να ανιχνεύσει τον καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το επιστημονικό έντυπο PLoS ONE.
Τα στοιχεία δείχνουν μάλιστα ότι η εξέταση αυτή μπορεί να είναι πιο ακριβής από τη μαστογραφία (να σημειωθεί ότι μια τελευταία μελέτη έριξε αμφιβολίες για το αν η μαστογραφία αυξάνει τα ποσοστά επιβίωσης των γυναικών με καρκίνο του μαστού καθώς αποτυγχάνει να διαχωρίσει τους επιθετικούς όγκους από εκείνους που αναπτύσσονται με πολύ αργούς ρυθμούς και δεν χρειάζεται να αντιμετωπιστούν).
Ο καρκίνος του μαστού είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ των γυναικών μετά τον καρκίνο του πνεύμονα.
Διάγνωση μέσα σε 5-6 λεπτά
Το BreathLink κυκλοφορεί ήδη στην αγορά της Ευρώπης. Η όλη διαδικασία διεξαγωγής του δεν διαρκεί περισσότερο από 5-6 λεπτά. Η γυναίκα εκπνέει τον αέρα σε έναν αναλυτή αναπνοής και ο αέρας μεταφέρεται σε ένα μηχάνημα το οποίο αναλύει τα επίπεδα των χημικών ουσιών που περιέχει. Τα αποτελέσματα εισάγονται σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή που προσδιορίζει αν οι χημικές ουσίες της αναπνοής δείχνουν ή όχι την ύπαρξη καρκίνου του μαστού.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό το μη παρεμβατικό τεστ μπορεί να μειώσει σημαντικά την ανάγκη για μαστογραφία, μια εξέταση κατά την οποία η γυναίκα εκτίθεται σε ακτινοβολία.
Η ακρίβεια της εξέτασης είναι μεγάλη όταν δεν υπάρχει καρκίνος. Όπως ανέφερε ο Μάικλ Φίλιπς, καθηγητής στο Ιατρικό Κολέγιο της Νέας Υόρκης που είναι και ο εμπνευστής του τεστ αναπνοής, «αν μια γυναίκα λάβει αρνητικό αποτέλεσμα του τεστ οι πιθανότητες είναι μεγαλύτερες από 99,9% να μην πάσχει από καρκίνο του μαστού. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα η γυναίκα και ο γιατρός της μπορεί να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε μαστογραφία».
Ο Φίλιπς και οι συνεργάτες του δοκίμασαν το τεστ σε 244 γυναίκες. Οι 130 από αυτές είχαν κάνει μαστογραφία, με τις 37 να έχουν «ύποπτα» ευρήματα, και οι υπόλοιπες 114 είχαν υποβληθεί σε βιοψία μαστού η οποία είχε δείξει ότι οι 35 βρίσκονταν στο αρχικό στάδιο του καρκίνου. Η μελέτη έδειξε πως η εξέταση είχε ακρίβεια 83% στον διαχωρισμό των φυσιολογικών από τις ύποπτες μαστογραφίες, 79% στην διάγνωση του καρκίνου και 99,9% στις μαστογραφίες που ήταν φυσιολογικές.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η ακρίβεια του τεστ δεν είναι αρκετά μεγάλη όταν υπάρχει καρκίνος (μόνο 79%). Ετσι, κατά τον Φίλιπς, όταν το τεστ αναπνοής βγει θετικό για καρκίνο του μαστού η γυναίκα θα πρέπει να υποβληθεί και σε μαστογραφία.
Ο Φίλιπς λέει ότι απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες πριν το τεστ αναπνοής μετατραπεί σε εξέταση πρώτης επιλογής για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Το τεστ είναι ακόμα πειραματικό αλλά ο ειδικός είναι αισιόδοξος ότι τα επόμενα χρόνια τα τεστ που βασίζονται στην ανάλυση της αναπνοής θα έχουν μεγάλη χρήση όπως τα τεστ αίματος και ούρων. «Τα μη παρεμβατικά αυτά τεστ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο πολλών διαφορετικών ασθενειών – πολλών μορφών καρκίνου αλλά και λοιμώξεων – και αναμένεται να αποδειχθούν πολύτιμα», καταλήγει.
Ο Μάρτιν Λντγουικ του Cancer Research στη Βρετανία, δήλωσε για το BreathLink: “Αυτή είναι μια μικρή πιλοτική μελέτη για μια ενδιαφέρουσα ιδέα”.