Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η ουροδόχος κύστη, διότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη ακράτειας ούρων (οι πιο συνηθισμένοι τύποι είναι η ακράτεια από προσπάθεια και η ακράτεια από έπειξη), που μπορεί να έχουν αρκετά διαφορετικά αίτια και ενδέχεται, κατά συνέπεια, να ανταποκρίνονται σε διαφορετικές στις μορφές θεραπείας.
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Η ουροδόχος κύστη αποτελείται από έναν ευλύγιστο μυϊκό θύλακο, τον εξωστήρα μυ. Τα ούρα παράγονται στους νεφρούς και μεταφέρονται στην ουροδόχο κύστη μέσω των ουρητήρων. Στη συνέχεια, τα ούρα αποθηκεύονται στην ουροδόχο κύστη έως ότου απελευθερωθούν με την ούρηση.
Κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης, τα ούρα συγκρατούνται στην ουροδόχο κύστη χάρη σε έναν μυϊκό δακτύλιο στη βάση της ουροδόχου κύστης, που ονομάζεται ουρηθρικός σφιγκτήρας και κλείνει ερμητικά. Ο αυχένας της ουροδόχου κύστης, το σημείο όπου συναντώνται η ουροδόχος κύστη με την ουρήθρα, διατηρείται εν μέρει στη θέση του μέσω των μυών του πυελικού εδάφους που σχηματίζουν έναν «ιμάντα στήριξης» στην πύελο (λεκάνη), βοηθώντας στη στήριξη της ουροδόχου κύστης, του κόλπου και του ορθού.
Το πυελικό έδαφος βοηθά στο να παραμένει η ουρήθρα στη θέση της, κάτω από το πυελικό οστό. Στη θέση αυτή, η αυξημένη πίεση που δέχεται η κοιλιά όταν βήχετε ή φτερνίζεστε μεταδίδεται στην ουρήθρα, καθώς και στην ουροδόχο κύστη, και έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα. Αυτό είναι γνωστό ως θεωρία μετάδοσης της πίεσης και αποτελεί τη βάση των γνώσεων μας σχετικά με την ακράτεια ούρων. Η θεωρία μετάδοσης της πίεσης αποτελεί επίσης την αρχή πάνω στην οποία βασίζονται οι περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις.
Η λειτουργία της ουροδόχου κύστης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Απαιτεί τον συντονισμό διαφόρων τμημάτων του εγκεφάλου και περιλαμβάνει τόσο ακούσια όσο και εκούσια δραστηριότητα.
Για να το καταλάβουμε αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τον ουρηθρικό σφιγκτήρα. Αυτός αποτελείται από δύο μέρη, το καθένα με διαφορετική λειτουργία. Το εσωτερικό μέρος του σφιγκτήρα αποτελείται από έναν ακούσιο μυ- ο εγκέφαλος τον χειρίζεται χωρίς να απαιτείται συνειδητή σκέψη. Όμως αυτός ασκεί μία συνεχή, σταθερή πίεση, διατηρώντας κλειστή την ουρήθρα. Υποβοηθείται δε από τα εσωτερικά τοιχώματα της ουρήθρας, τα οποία είναι αναδιπλωμένα πολλές φορές προς τα μέσα, ώστε να σχηματίζουν, όταν συμπιέζονται, ένα υδατοστεγές πώμα. Το εξωτερικό μέρος του σφιγκτήρα αποτελείται από έναν μυ ο οποίος τελεί υπό μεγαλύτερο εκούσιο έλεγχο και μαζί με το πυελικό έδαφος μπορεί να συμπιεστεί συνειδητά, όταν το άτομο προσπαθεί να αποφύγει τη διαφυγή. Είναι ικανό για πολύ έντονες συσπάσεις, αλλά για μία μικρή, μόνο, χρονική περίοδο. Ο μυς μπορεί να εξασθενήσει και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σε μία κρίση φτερνίσματος πιθανόν να προκληθεί διαφυγή μόνο μετά το τρίτο ή το τέταρτο φτέρνισμα.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Τα νεογέννητα μωρά κενώνουν την ουροδόχο κύστη τους περίπου μία φορά την ώρα υπό αντανακλαστικό έλεγχο, που σημαίνει ότι η ουροδόχος κύστη κενώνεται αυτόματα όταν είναι γεμάτη. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν μόνο η ουροδόχος κύστη και τα νεύρα που υπάρχουν μεταξύ της ουροδόχου κύστης και του νωτιαίου μυελού – στο στάδιο αυτό δεν συμμετέχει ο εγκέφαλος. Τα αισθητικά νεύρα διεγείρονται από την πλήρωση της ουροδόχου κύστης. Τα νεύρα αυτά συνδέονται με τη σειρά τους με τα κινητικά νεύρα, τα οποία κάνουν την ουροδόχο κύστη να συσπάται. Ταυτόχρονα, η ουρήθρα χαλαρώνει, επιτρέποντας στα ούρα να περάσουν από την ουροδόχο κύστη προς τα έξω. Η ουροδόχος κύστη γεμίζει και στη συνέχεια κενώνεται, ενώ δεν χρησιμοποιείται ακόμα για αποθήκευση ούρων.
Καθώς το μωρό μεγαλώνει (στην ηλικία, περίπου, των 2 ετών), ο εγκέφαλος αναπτύσσεται και αρχίζει να συλλαμβάνει τα μηνύματα από τα αισθητικά νεύρα. Ο εγκέφαλος μπορεί τότε να καταστείλει την ώθηση της σύσπασης της ουροδόχου κύστης και να σταματήσει την αντανακλαστική κένωσή της. Η λειτουργική ικανότητα της ουροδόχου κύστης αυξάνεται και η κύστη εξελίσσεται σε ένα αποθηκευτικό όργανο.
Μέσω της εκπαίδευσης με το γιογιό, μαθαίνουμε ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε τα τμήματα του εγκεφάλου μας που σχετίζονται με τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης.
Η ουροδόχος κύστη μπορεί να επηρεαστεί από κάποιες ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες- ο ήχος του τρεχούμενου νερού, για παράδειγμα, πιθανόν να κάνει κάποιον να θέλει να ουρήσει.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Η λειτουργία της ουροδόχου κύστης μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούμενη από δύο διαφορετικά στάδια: το στάδιο της πλήρωσης και της αποθήκευσης των ούρων και το στάδιο της κένωσης από τα ούρα.
Στην πλήρωση, η ουρήθρα συμπιέζεται και κλείνει, ενώ η ουροδόχος κύστη είναι χαλαρωμένη και διαστέλλεται καθώς γεμίζει με ούρα. Στην κένωση, η ουρήθρα χαλαρώνει προτού, ακριβώς, συσπαστεί ο εξωστήρας μυς στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστης. Στη συνέχεια, τα ούρα ωθούνται μέσω της ουρήθρας προς τα έξω.
Η συχνότητα της ούρησης εξαρτάται από την ποσότητα των ούρων που παράγονται, καθώς και από την ποσότητα των ούρων που μπορεί να συγκρατήσει η ουροδόχος κύστη.
Αν πίνετε 1,5 λίτρο την ημέρα και η ουροδόχος κύστη σας συγκρατεί συνήθως 400 χιλιοστόλιτρα (ml), τότε θα κενώσετε την ουροδόχο κύστη σας περίπου 4 φορές. Μία ουροδόχος κύστη που συγκρατεί μόνο 100 χιλιοστόλιτρα οδηγεί σε ούρηση 15 φορές την ημέρα. Αν πίνετε τη διπλάσια ποσότητα, τότε θα χρειαστεί να κενώσετε την ουροδόχο κύστη σας δύο φορές περισσότερο.
Η φυσιολογική συχνότητα ούρησης είναι έως επτά φορές την ημέρα ή, το περισσότερο, κάθε δύο ώρες. Στις νεαρές γυναίκες, η ουροδόχος κύστη συγκρατεί συνήθως 400-600 ml και κενώνεται συνήθως όταν εμπεριέχει 250-400 ml. Καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν, η χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης μειώνεται, οδηγώντας σε αυξημένη ανάγκη για ούρηση, ιδιαίτερα τη νύχτα.
ΠΩΣ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Αν ο αυχένας της ουροδόχου κύστης και οι σφιγκτήρες της ουρήθρας υποστούν βλάβη (κάτι που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια του τοκετού), τότε δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα ούρα μέσα στην ουροδόχο κύστη με την ίδια αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, ο αυχένας της ουροδόχου κύστης μπορεί να μετατοπισθεί προς τα κάτω αν οι δομές που τον στηρίξουν αποδυναμωθούν και αυτό θα επιδεινώσει το πρόβλημα. Και πάλι, αυτό μπορεί να προκληθεί από τον τοκετό, αλλά υπεύθυνη ενδέχεται επίσης να είναι κάποια καταπόνηση (για παράδειγμα, λόγω δυσκοιλιότητας ή του χρόνιου βήχα του καπνιστή).
Η ουροδόχος κύστη μπορεί να είναι ασταθής ή υπερδραστήρια (αυτό είναι γνωστό ως αστάθεια του εξωστήρος μυός). Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά πιθανόν να σχετίζεται με την απώλεια του φυσιολογικού ελέγχου επί της αντανακλαστικής κένωσης της ουροδόχου κύστης ή με κάποια βλάβη των νεύρων από τον τοκετό ή μία προγενέστερη χειρουργική επέμβαση για την ακράτεια ούρων.
Οτιδήποτε πλήττει τα μέρη του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην τροποποίηση της δραστηριότητας της ουροδόχου κύστης, μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία της. Για παράδειγμα, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή κάποιος τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης πιθανόν να διακόψει τη σύνδεση μεταξύ των ανώτερων τμημάτων του εγκεφάλου και της βάσης του νωτιαίου μυελού, προκαλώντας την επάνοδο στο αντανακλαστικό πρότυπο κένωσης ενός μωρού, σε ημιτελή κένωση ή σε απώλεια ελέγχου.
Οποιοδήποτε είδος μαζικής πίεσης της ουροδόχου κύστης, όπως, για παράδειγμα, από ινομυώματα ή ένα ορθό γεμάτο κόπρανα λόγω δυσκοιλιότητας, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και να εμφανιστούν συμπτώματα της ακράτειας ούρων.